Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

<< ΑΔΕΛΦΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ >>

ΙΓΝΑΤΙΕΕΕΕΕ ΑΚΟΥΣ ;;;

<< ΑΔΕΛΦΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ >>
Αρχικά ο όρος «αδελφές Εκκλησίες» είναι από αδόκιμος έως απαράδεκτος. Αδόκιμος θεολογικά είναι, όταν χρησιμοποιείται για να εκφράσει τη σχέση μεταξύ των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Τελείως απαράδεκτος θεολογικά είναι ο όρος, όταν χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τον οντολογικό χαρακτήρα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και του Ρωμαιοκαθολικισμού.
Καταρχήν, ο όρος «αδελφές Εκκλησίες» δεν είναι βιβλικά θεμελιωμένος, ούτε καν νομιμοποιημένος. Όταν ο απόστολος Παύλος αναφέρεται στις διάφορες τοπικές Εκκλησίες, δεν τις αποκαλεί «αδελφές», ούτε υπονοεί ότι υπάρχει κάποια Εκκλησία ως «μητέρα» αυτών των κατά τόπους Εκκλησιών. Έχει τη συνείδηση ότι η Εκκλησία είναι μία και ότι αυτή έχει καθολικό χαρακτήρα, με την έννοια της πληρότητας της αληθείας και της ζωής της, κεφαλή της οποίας είναι, όπως μας πληροφορεί, ο ίδιος ο Χριστός. Έτσι, όταν απευθύνεται σε κάποια τοπική Εκκλησία, έχει τη στερεότυπη έκφραση: «τη Εκκλησία τη ούση εν... (π.χ. Κορίνθω)». Τοῦ­το σημαίνει ότι η φανέρωση της όλης Εκκλησίας μπορεί να γίνεται σε κάθε τόπο, όπου υπάρχει η ευχαριστιακή κοινότητα των πιστών υπό τον Επίσκοπό της. Είναι βεβαίως αυτονόητο ότι η ενότητα των κατά τόπους Εκκλησιών αυτών διασφαλίζεται με την κοινωνία μεταξύ τους στην αυτή πίστη, ζωή και ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή τάξη. Την ενότητα των τοπικών Εκκλησιών εγγυάται στην πράξη η σύνοδος των Επισκόπων τους.
<< ΑΔΕΛΦΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ >>

Αρχικά ο όρος «αδελφές Εκκλησίες» είναι από αδόκιμος έως απαράδεκτος. Αδόκιμος θεολογικά είναι, όταν χρησιμοποιείται για να εκφράσει τη σχέση μεταξύ των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Τελείως απαράδεκτος θεολογικά είναι ο όρος, όταν χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τον οντολογικό χαρακτήρα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και του Ρωμαιοκαθολικισμού.

Καταρχήν, ο όρος «αδελφές Εκκλησίες» δεν είναι βιβλικά θεμελιωμένος, ούτε καν νομιμοποιημένος. Όταν ο απόστολος Παύλος αναφέρεται στις διάφορες τοπικές Εκκλησίες, δεν τις αποκαλεί «αδελφές», ούτε υπονοεί ότι υπάρχει κάποια Εκκλησία ως «μητέρα» αυτών των κατά τόπους Εκκλησιών. Έχει τη συνείδηση ότι η Εκκλησία είναι μία και ότι αυτή έχει καθολικό χαρακτήρα, με την έννοια της πληρότητας της αληθείας και της ζωής της, κεφαλή της οποίας είναι, όπως μας πληροφορεί, ο ίδιος ο Χριστός. Έτσι, όταν απευθύνεται σε κάποια τοπική Εκκλησία, έχει τη στερεότυπη έκφραση: «τη Εκκλησία τη ούση εν... (π.χ. Κορίνθω)». Τοῦ­το σημαίνει ότι η φανέρωση της όλης Εκκλησίας μπορεί να γίνεται σε κάθε τόπο, όπου υπάρχει η ευχαριστιακή κοινότητα των πιστών υπό τον Επίσκοπό της. Είναι βεβαίως αυτονόητο ότι η ενότητα των κατά τόπους Εκκλησιών αυτών διασφαλίζεται με την κοινωνία μεταξύ τους στην αυτή πίστη, ζωή και ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή τάξη. Την ενότητα των τοπικών Εκκλησιών εγγυάται στην πράξη η σύνοδος των Επισκόπων τους.

Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι, αφού και οι ομόφρονες τοπικές Εκκλησίες στο πλαίσιο της Ορθοδοξίας δεν νομιμοποιούνται θεολογικά, όταν ονομάζονται «αδελφές», πολύ περισσότερο δεν υπάρχει θεολογικό-εκκλησιολογικό υπόβαθρο για να ονομάζονται «αδελφές Εκκλησίες» η Ορθόδοξη Εκκλησία και ο Ρωμαιοκαθολικισμός. Άλλωστε ο Ρωμαιοκαθολικισμός δεν μπορεί να ονομάζεται κατά κυριολεξία Εκκλησία μετά το 1014, επειδή από τότε υφίστανται πνευματικώς γι’ αυτόν τα επιτίμια των Οικουμενικών Συνόδων, με συνέπεια την έκπτωση από το Θεανθρώπινο σώμα.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η άρση των παραπάνω επιτιμίων δεν μπορεί να γίνει από κανένα θεσμικό πρόσωπο της Εκκλησίας, όσο ψηλά και αν βρίσκεται στην εκκλησιαστική ιεραρχία, παρά μόνον από Οικουμενική Σύνοδο. Αλλά και τούτο μπορεί να γίνει μόνο στην περίπτωση που αρθούν προηγουμένως οι δογματικοί λόγοι, στους οποίους ουσιαστικά οφείλεται η έκπτωση του Ρωμαιοκαθολικισμού από την Εκκλησία.

Είναι λοιπόν φανερό ότι, επισήμως, από το 1014 ο Ρωμαιοκαθολικισμός δεν είναι Εκκλησία. Τούτο πρακτικώς σημαίνει ότι δεν έχει την ορθή αποστολική πίστη και την αποστολική διαδοχή. Δεν έχει την άκτιστη Χάρη και κατεπέκταση δεν έχει τα θεουργά μυστήρια, που καθιστούν το Θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας «κοινωνία θεώσεως» του ανθρώπου. Και, επειδή η Εκκλησία δεν μπορεί παρά να είναι και να παραμένει έως της συντελείας μία και αδιαίρετη, κάθε χριστιανική κοινότητα, εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι απλά αιρετική.
https://sites.google.com/site/epomenoipatrasi/einai-oi-eterodoxoi-mele-tes-ekklesiasΑπό τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι, αφού και οι ομόφρονες τοπικές Εκκλησίες στο πλαίσιο της Ορθοδοξίας δεν νομιμοποιούνται θεολογικά, όταν ονομάζονται «αδελφές», πολύ περισσότερο δεν υπάρχει θεολογικό-εκκλησιολογικό υπόβαθρο για να ονομάζονται «αδελφές Εκκλησίες» η Ορθόδοξη Εκκλησία και ο Ρωμαιοκαθολικισμός. Άλλωστε ο Ρωμαιοκαθολικισμός δεν μπορεί να ονομάζεται κατά κυριολεξία Εκκλησία μετά το 1014, επειδή από τότε υφίστανται πνευματικώς γι’ αυτόν τα επιτίμια των Οικουμενικών Συνόδων, με συνέπεια την έκπτωση από το Θεανθρώπινο σώμα.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η άρση των παραπάνω επιτιμίων δεν μπορεί να γίνει από κανένα θεσμικό πρόσωπο της Εκκλησίας, όσο ψηλά και αν βρίσκεται στην εκκλησιαστική ιεραρχία, παρά μόνον από Οικουμενική Σύνοδο. Αλλά και τούτο μπορεί να γίνει μόνο στην περίπτωση που αρθούν προηγουμένως οι δογματικοί λόγοι, στους οποίους ουσιαστικά οφείλεται η έκπτωση του Ρωμαιοκαθολικισμού από την Εκκλησία.
Είναι λοιπόν φανερό ότι, επισήμως, από το 1014 ο Ρωμαιοκαθολικισμός δεν είναι Εκκλησία. Τούτο πρακτικώς σημαίνει ότι δεν έχει την ορθή αποστολική πίστη και την αποστολική διαδοχή. Δεν έχει την άκτιστη Χάρη και κατεπέκταση δεν έχει τα θεουργά μυστήρια, που καθιστούν το Θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας «κοινωνία θεώσεως» του ανθρώπου. Και, επειδή η Εκκλησία δεν μπορεί παρά να είναι και να παραμένει έως της συντελείας μία και αδιαίρετη, κάθε χριστιανική κοινότητα, εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι απλά αιρετική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.