Ο Γεωργάκης Ολύμπιος υπήρξε ένας από τους λαμπρότερους Αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1772 στο Βλαχολίβαδο (σημερινό Λιβάδι) του Ολύμπου. Ήταν γόνος της μεγάλης αρματολίτικης οικογένειας των Λαζαίων. Πατέρας του ήταν ο Νικόλαος και μητέρα του η Νικολέτα. Όταν η τελευταία πέθανε λίγα χρόνια μετά τη γέννησή του, η γιαγιά του, Αγνή, ανέλαβε να τον αναθρέψει.
Η μόρφωση που απέκτησε ήταν υψηλή, διότι μαθήτευσε δίπλα σε φημισμένους λόγιους της εποχής, όπως ο Ιωάννης Δημητριάδης-Πέζαρος και ο μοναχός Ιωνάς Σπαρμιώτης. Όταν τελείωσε το σχολείο και μέχρι το 1798, εκπαιδεύτηκε στο στρατόπεδο του γενάρχη των Λαζαίων, Έξαρχου Λάζου, και γρήγορα αναδείχθηκε σε πρωτοπαλίκαρό του και άριστο πολεμιστή.
Η Δράση του στα Βαλκάνια
Το 1798 και σε ηλικία 26 ετών κληρονόμησε το αρματολίκι του Ολύμπου, γεγονός από το οποίο πήρε το επίθετό του, Ολύμπιος. Την επόμενη χρονιά (1799) περιήλθε σε προστριβές με τον Αλή πασά και κατέφυγε ως επικεφαλής σώματος αρματολών στη Σερβία, όπου αργότερα θα πολεμήσει με τον Καραγεώργη εναντίον του Τοπάλ πασά. Το 1802, ο Ολύμπιος μαζί με τον Βέλκο Πέτροβιτς και τον Καραγεώργη ίδρυσαν λόχο ενόπλων.
Το 1803 η δράση του μεταφέρεται στο Βουκουρέστι, όπου σε συνεννόηση με τον Έλληνα ηγεμόνα της Βλαχίας, Κωνσταντίνο Υψηλάντη, δημιουργεί αξιόμαχο στρατιωτικό σώμα αποτελούμενο κυρίως από Έλληνες. Με το σώμα αυτό, το 1805, συνέπραξε με τον Ρώσο Αρχιστράτηγο Μιχαήλ Κουτούζωφ. Πήρε μέρος στον Ρωσο-τουρκικό πόλεμο σαν Λοχαγός και για τις επιτυχίες και τα ανδραγαθήματά του (Μάχη της Οστράβας), προβιβάστηκε το 1806 σε Συνταγματάρχη του ρωσικού στρατού.
Το 1807 επανέρχεται στην Ελλάδα για να κηρύξει την Επανάσταση από τον Όλυμπο, ενέργεια η οποία τελικώς ματαιώνεται και επιστρέφει ξανά στη Βλαχία. Ύστερα από την αντικατάσταση του Κωνσταντίνου Υψηλάντη και του Έλληνα ηγεμόνα της Μολδαβίας, Αλέξανδρου Μουρούζη, καταφεύγει στη Σερβία. Μετά το θάνατο του Βέλκο Πέτροβιτς στη μάχη του Νεγκοτίν (1813), παντρεύεται τη χήρα του, Στάνα (μαζί της θα αποκτήσει τρία παιδιά, τον Αλέξανδρο, τον Μιλάνο (Μίλαν) και την Ευφροσύνη).
Ο Ολύμπιος, στη συνέχεια, περνά στην Αυστρία. Η φήμη του είχε φτάσει ως τα ανάκτορα της Μόσχας. Έτσι, ο Τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος ο Α′, μαζί με τον Ιωάννη Καποδίστρια συμπεριέλαβαν τον Ολύμπιο στην αντιπροσωπεία του Συνεδρίου της Βιέννης, το 1815. Εκεί παρακολουθεί τις εργασίες του Συνεδρίου και γνωρίζεται προσωπικά με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Στη συνέχεια, επέστρεψε πάλι στη Μολδοβλαχία και έγινε αρχηγός της σωματοφυλακής του ηγεμόνα της Βλαχίας Ιωάννη Καρατζά και (πιθανότατα) το 1817 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Λέγεται πως ο Ολύμπιος ήταν αυτός που μύησε τον Καραγεώργη και τον Θεόδωρο Βλαδιμηρέσκου σε αυτήν. Όταν ο Καρατζάς έπεσε στη δυσμένεια του Σουλτάνου και διέφυγε στην Ευρώπη, έγινε αρχηγός των στρατιωτικών Βλαχικών δυνάμεων επί ηγεμονίας του Αλέξανδρου Ν. Σούτσου.
Ο Ολύμπιος έχοντας μόρφωση, καθώς και υψηλές πνευματικές ικανότητες, συχνά δίνει ομιλίες εθνικοαπελευθερωτικού περιεχομένου. Μία μνημειώδης ρήση από την ομιλία του στην Ακαδημία του Ιασίου, της οποίας ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου, είναι η ακόλουθη: «Ο αγωνιστής την ελευθερία ή την κερδίζει μαχόμενος ή την καθαγιάζει πεθαίνοντας».
Πριν την κήρυξη της Επανάστασης, το 1820, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης τον διόρισε Αρχιστράτηγο των Επαναστατικών δυνάμεων της Μολδοβλαχίας και ο Ολύμπιος ορκίσθηκε πως: «…Τώρα δεν μένει άλλο να σας ειπώ παρά να σας διαβεβαιώσω και εγγράφως την γνώμη μου, ότι οπόταν κριθή αρμόδιος ο καιρός να μας δοθή η αποφασιστική σας προσταγή, υπόσχομαι να την εξακολουθήσω με την υστερινή ρανίδα του αίματος μου, χωρίς ποτέ να με δειλιάση καμιά ανθρώπινος περίστασις».
Η Κήρυξη της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία
Στις 22 Φεβρουάριου του 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης περνά τον ποταμό Προύθο, ενέργεια η οποία σηματοδοτεί την κήρυξη της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία. Τα γεγονότα που ακολούθησαν τους πρώτους μήνες της Επανάστασης (μάχες, προδοσίες, λάθη κτλ) αποτελούν αντικείμενο ξεχωριστής μελέτης. Προς χάριν οικονομίας, στο παρόν άρθρο θα αναφερθούμε αποκλειστικά στην καταλυτική συμβολή του Ολύμπιου στις μάχες του Δραγατσανίου και της Μονής Σέκου.
Στη μοιραία, λοιπόν, μάχη του Δραγατσανίου (7 Ιουνίου 1821) ο ρόλος του Ολύμπιου θα αποδειχθεί κομβικός. Εξαιτίας κυρίως της επιπολαιότητας του Βασίλειου Καραβία (ή Καραβιά), καθώς και της ελλιπούς προετοιμασίας πριν από τη μάχη, κατά τη διάρκεια αυτής, ο Ιερός Λόχος αποτελούμενος από 373 άνδρες (οπλίτες και αξιωματικούς) με διοικητή τον Νικόλαο Υψηλάντη, κυκλώνεται από υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις. Οι απειροπόλεμοι νέοι που τον αποτελούν, μαχόμενοι ηρωικά, αποδεκατίζονται. Άμεσα ο Ολύμπιος σπεύδει σε βοήθεια. Ατρόμητος ορμά στη μάχη (με 60 ως 100 ιππείς) και χτυπά αλύπητα τον εχθρό. Προχωρά με το πληγωμένο άλογό του στο σημείο όπου είχε πέσει ο σημαιοφόρος του Ιερού Λόχου και διασώζει τη σημαία. Μετά την επέμβαση του Ολύμπιου, οι τουρκικές δυνάμεις, οι οποίες είχαν σοβαρές απώλειες, εγκαταλείπουν το πεδίο της μάχης. Παρόλα αυτά, οι απώλειες για τους Ιερολοχίτες υπήρξαν δυσβάστακτες, καθώς στο Δραγατσάνι βρίσκουν ηρωικό θάνατο 180 οπλίτες, 4 αξιωματικοί (Δρακούλης, Σούτσος, Κρόκιας, Ιωαννίτης), 25 υπαξιωματικοί, ο σημαιοφόρος Ξενοφών και ο Ελβετός φιλέλληνας Μπουνρτιέ. Επίσης, 37 τραυματίες μαχητές, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν Ιερολοχίτες, αιχμαλωτίσθηκαν από τους Τούρκους και σιδηροδέσμιοι στάλθηκαν στο Βουκουρέστι και από εκεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου και αποκεφαλίσθηκαν. Παρόλα αυτά, ο Ολύμπιος με υψηλό αίσθημα αυτοθυσίας κατόρθωσε να διασώσει 100 περίπου Ιερολοχίτες, τη σημαία τους, καθώς και δύο κανόνια. Κατά την επέμβασή του αυτή, έχασε από το τμήμα του 11 άνδρες και το άλογό του, ενώ και ο ίδιος τραυματίστηκε. «Κάθε τι που μπορούσε να προσφέρει η ανδρεία και ο ενθουσιασμός, το επετέλεσεν την ημέραν εκείνην, ο θρυλικός Γεωργάκης Ολύμπιος», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Α. Brofferio.
Έχοντας χάσει πλέον κάθε ελπίδα για τη συνέχιση της Επανάστασης, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης περνά στις 15 Ιουνίου του 1821 στην Αυστρία με το ψευδώνυμο Δημήτριος Παλαιογενείδης. Η σκηνή του αποχωρισμού μεταξύ του Υψηλάντη και του Ολύμπιου υπήρξε συγκινητική. Οι δύο άνδρες αγκαλιάστηκαν και δακρυσμένοι αντάλλαξαν την ευχή για καλή αντάμωση στην ελεύθερη πατρίδα. Δυστυχώς, η Επανάσταση στη Μολδοβλαχία είχε ουσιαστικά σβήσει. Ο Ολύμπιος γνωρίζει την απελπιστική κατάσταση και ετοιμάζεται να γράψει ακόμα μια χρυσή σελίδα στην Ιστορία του Έθνους.
Όταν αποχαιρέτησε τον Υψηλάντη, ο Ολύμπιος μετέβη στο Κίμπουλουγκ για να
συναντήσει τη γυναίκα του, Στάνα, και τα δύο ανήλικα τέκνα του,
Αλέξανδρο και Μιλάνο. Εκείνη την περίοδο, η γυναίκα του κυοφορούσε το
τρίτο τους παιδί, την Ευφροσύνη. Κατά τον αποχωρισμό τους, η υγεία του
ήταν κλονισμένη και τα τραύματά του ακόμη ανεπούλωτα. Η κατάσταση στη
Μολδοβλαχία στα μέσα του καλοκαιριού του 1821 είχε ως εξής: «Επαναστάται
πλέον, καί ουχί επανάστασις, υπήρχον μετά τάς μάχας τού Δραγασανίου καί
Σκουλενίου», όπως αναφέρει ο Ιωάννης Φιλήμων.
Ο Ολύμπιος αποφασισμένος να συνεχίσει τον Αγώνα, πηγαίνει με τους άνδρες
του να συναντήσει τον οπλαρχηγό και μέλος της Φιλικής Εταιρείας, Ιωάννη
Φαρμάκη. Μαζί με τον Φαρμάκη διέθεταν δύναμη 800 περίπου ανδρών (οι
περισσότεροι έφιπποι) και συνέχισαν τις επαναστατικές ενέργειες
(επιθέσεις σε τουρκικές φρουρές, καύσεις των πόλεων Νιάμζ και
Φολτιτζένι, προκηρύξεις). Παρόλα αυτά, τα αντίποινα των Τούρκων στον
ντόπιο πληθυσμό και η πεποίθηση πως κάθε αντίσταση ήταν πλέον μάταιη,
έκανε πολλούς αυτόχθονες και σλαβικής καταγωγής μαχητές να αυτομολήσουν.
Μετά από αυτήν την εξέλιξη, καθώς και την αδυναμία τους να
πραγματοποιήσουν νέα στρατολόγηση, οι δύο αρχηγοί αποφάσισαν να
κατευθυνθούν μέσω της Μολδαβίας στη Βεσσαραβία, περιοχή η οποία
ελεγχόταν από τη Ρωσία. Η διαφυγή τους στην Αυστρία ήταν αδύνατη, διότι
εκεί ο Ολύμπιος δεν ήταν καλοδεχούμενος, εξαιτίας της συμμετοχής του στα
επαναστατικά κινήματα των Σέρβων.
Μόλις εισήλθαν στη Μολδαβία, ο Ολύμπιος αρρώστησε βαριά για έναν μήνα
και κατά τη διαδρομή τους προς τη Βεσσαραβία συνεχίστηκαν οι
αυτομολήσεις. Στις εναπομείναντες δυνάμεις τους ενώθηκε μια μικρή ομάδα
πολεμιστών υπό τους Δημήτριο και Γιάννη Σίμπα, καθώς και ο γενναίος
Σέρβος οπλαρχηγός Μπλάντεν με 16 άνδρες, διαμορφώνοντας έτσι τη συνολική
τους δύναμη στους 600 περίπου μαχητές. Το υψηλό φρόνημα και η άσβεστη
φλόγα του Ολύμπιου για την παντοιοτρόπως συνέχιση του Αγώνα αποτυπώνεται
καθαρά στην προκήρυξη που εξέδωσε την εποχή εκείνη:
«Ανδρείοι Έλληνες! Όλοι μας, ευγενείς αδελφοί, υποκύψαμε σε μια τρομερή μοίρα.
Από
τους ομοδόξους γείτονές μας εκείνοι που μας υποσχέθηκαν βοήθεια μας
εγκατέλειψαν, οι άλλοι με συκοφαντίες εχαρακτήρισαν σαν έγκλημα τους
αιματηρούς αγώνες μας για τη θρησκεία μας και την ύπαρξή μας!
Ψηλά
το κεφάλι αδέλφια! Δείξτε πως είστε αντάξιοι των προγόνων σας. Εσώσαμεν
εν τούτοις την τιμήν μας. Η Ευρώπη εγνώρισε τους γυιούς της Ελλάδας!
Η
βοήθεια που υποσχέθηκε η Ρωσία έρχεται πολύ αργά για μας. Οι Μοσχοβίτες
μεγιστάνες θέλουν πρώτα να ξέρουν ότι έπεσε νεκρό το άνθος της Ελλάδος,
προτού να έρθει η βοήθεια τους, για να έχουν να κατακτήσουν μόνο
αμόρφωτες μάζες, και μετά την εξόντωση των μορφωμένων, να μην παραλάβουν
κανένα πνευματικό παλμό, που τον φοβούνται στην αναγέννηση μας σαν
μελλοντικό επαναστατικό υλικό.
Εμπρός αδέλφια! Ας πεθάνωμε κοιτάζοντας άφοβα τον θάνατο στα μάτια.
Ζήτω η θρησκεία και η ελευθερία της Ελλάδας! Θάνατος στους βαρβάρους.
ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ ΟΛΥΜΠΙΟΣ»
Η Μάχη της Μονής Σέκου
Στα τέλη Αυγούστου ο Ολύμπιος είχε πλέον αναρρώσει. Κατά τη διαδρομή
τους, οι δύο αρχηγοί είχαν μεν τρέψει σε φυγή διάφορα τουρκικά
καταδιωκτικά αποσπάσματα, αλλά ο κύριος όγκος των δυνάμεων του Σελήχ
πασά δεν είχε στραφεί ακόμη εναντίον τους. Στη σύσκεψη που ακολούθησε,
υπερίσχυσε η άποψη του Ολύμπιου, ο οποίος πρότεινε την προσωρινή οχύρωσή
τους στη Μονή Σέκου έως ότου κατορθώσουν να περάσουν στη Βεσσαραβία. Η
ρουμανική αυτή Μονή, που απείχε 24 ώρες από το Ιάσιο, βρισκόταν σε οχυρή
τοποθεσία μέσα σε μια στενή κοιλάδα τριγυρισμένη από κατάφυτα ψηλά
βουνά, έχοντας μία μόνο είσοδο από ένα στενό φαράγγι, το οποίο απείχε
μισή ώρα από τη Μονή. Τη μοναδική αυτή είσοδο ανέλαβε να φυλάει ο
Φαρμάκης με τους περισσότερους άνδρες, ενώ ο Ολύμπιος παρέμεινε στον
χώρο της Μονής.
Στις 5 Σεπτεμβρίου απόσπασμα 300 Τούρκων ιππέων σταλμένο να διενεργήσει
αναγνώριση στην περιοχή, έπεσε σε ενέδρα ενός μικρού προωθημένου
τμήματος του Φαρμάκη (διοικούμενο από τον οπλαρχηγό Γεώργιο Κολαούζ)
αφήνοντας πολλούς νεκρούς και τρεις αιχμαλώτους. Από τους αιχμαλώτους
αυτούς, οι αμυνόμενοι πληροφορήθηκαν ότι ο Σελήχ πασάς έστελνε εναντίον
τους 6.000 άνδρες, οι οποίοι απείχαν έξι ώρες. Η διαφυγή από τη Μονή
ήταν πλέον αδύνατη, διότι όλη η γύρω περιοχή ελεγχόταν από τον εχθρό. Ο
μόνος δρόμος διαφυγής που απέμενε ήταν προς τα κοντινότερα αυστριακά
σύνορα. Τότε ο Ολύμπιος αντιλαμβανόμενος το στρατηγικό λάθος του να
κλεισθούν στη Μονή Σέκου, δακρύζοντας είπε: «Προτιμώ να πεθάνω εδώ με τό
όπλο στο χέρι παρά να πάω είς τήν Αυστρία». Ο Φαρμάκης και οι άλλοι
οπλαρχηγοί αποφάσισαν να μείνουν και να υπερασπισθούν τη Μονή «μέχρι
τελευταίας ρανίδος του αίματος», όπως διηγείται ο Ρώσος αξιωματούχος
Ivan Petrovich Liprandi.
Στις 6 Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι στέλνουν 600 άνδρες, οι οποίοι
συγκρούονται με τους αμυνόμενους στην είσοδο της κοιλάδας, δίχως να
πετύχουν κάτι αξιόλογο. Στις 8 Σεπτεμβρίου ξεκινά η κύρια επίθεση των
Τούρκων, που όμως τώρα χρησιμοποιούν ορεινά μονοπάτια με σκοπό να
υπερφαλαγγίσουν τις δυνάμεις που υπερασπίζονταν την είσοδο της κοιλάδας.
Οι ελληνικές δυνάμεις άρχισαν να συμπτύσσονται συντεταγμένα προς τη
Μονή. Ο Ολύμπιος τοποθέτησε τους άνδρες του στις επάλξεις της, οι οποίοι
με εύστοχες βολές κατάφεραν να κρατήσουν τον εχθρό μακριά. Με τη
βοήθεια αυτή, ο Φαρμάκης κατέλαβε δασώδη λόφο, από όπου και εξαπέλυσε
καταιγιστικά πυρά αναγκάζοντας τους Τούρκους σε υποχώρηση. Όταν έπεσε η
νύχτα, ο Φαρμάκης κατόρθωσε να εισέλθει στη Μονή ενώνοντας τα τμήματά
του με αυτά του Ολύμπιου. Το ίδιο βράδυ όμως, οι οπλαρχηγοί Μπλάντεν και
Κολαούζ μαζί με άλλους πολεμιστές διασκορπίστηκαν στα γύρω δάση και
κατέφυγαν στην Αυστρία.
Μετά από αυτήν την εξέλιξη, η συνολική δύναμη των μαχητών που βρίσκονταν
κλεισμένοι στη Μονή Σέκου ανερχόταν σε 350 άνδρες. Κατά τη σύσκεψη που
ακολούθησε, αποφασίστηκε ο Φαρμάκης να υπερασπιστεί το κύριο μέρος της
Μονής και ο Ολύμπιος (με 7 ή 11 άνδρες) να καταλάβει πυργίσκο
(κωδωνοστάσιο) υπερκείμενο των τειχών της. Το σημείο εκείνο προσέφερε τη
δυνατότητα εύστοχων βολών και αποτελεσματικής προάμυνας. Στο
κωδωνοστάσιο, λοιπόν, συγκεντρώθηκαν πολλά πυρομαχικά και βαρέλια
πυρίτιδας.
Το ολοκαύτωμα της Μονής Σέκου και ο θάνατος του Γεωργάκη Ολύμπιου (Πίνακας του Peter von Hess |
Το πρωί της επόμενης ημέρας, 9 Σεπτεμβρίου του 1821, άρχισε η κύρια
επίθεση κατά της Μονής με τους επιτιθέμενους να χρησιμοποιούν αυτήν τη
φορά και ένα κανόνι. Κατά τη διάρκεια της μάχης, πιθανόν από τα βύσματα
του κανονιού, ανεφλέγησαν ξερά χόρτα και καλάμια που βρίσκονταν στη βάση
του πυργίσκου, τον οποίον υπερασπιζόταν ο Ολύμπιος. Στον πυρετό της
μάχης, κανείς δεν έδωσε σημασία στη φωτιά, η οποία όμως γρήγορα πήρε
μεγάλη έκταση. Η φωτιά τύλιξε την ξύλινη σκάλα, η οποία κατέρρευσε και
σύντομα οι φλόγες άγγιξαν τη στέγη. Τη στιγμή εκείνη, οι Τούρκοι
ασκούσαν πολύ μεγάλη πίεση επί των αμυνομένων, οι οποίοι μάχονταν ηρωικά
για να αποκρούσουν την επίθεση.
Ο Ολύμπιος αντιλαμβάνεται τη δεινή θέση στη οποία έχει περιέλθει και αποφασίζει να
δράσει. Διατηρώντας ακλόνητο φρόνημα και «μετά των Τούρκων εις ουδένα ερχόμενος λόγον» (όπως διασώζει ο Ιωάννης Φιλήμων), καλεί τους συμπολεμιστές του να φύγουν. Όταν εκείνοι αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τη θέση την οποία υπερασπίζονταν και αποφάσισαν να μείνουν στο πλάι του αρχηγού τους ως το θάνατο, πυροδοτεί ένα βαρέλι πυρίτιδας και ανατινάζει το κωδωνοστάσιο στον αέρα, συμπαρασύροντας στο θάνατο τους εχθρούς που βρέθηκαν εκεί κοντά. Με αυτόν τον τρόπο, ο Γεωργάκης Ολύμπιος «παρεδόθη εις την αθανασίαν της ιστορίας, όπως ήρμοζε εις γενναίους ηγήτορας», αναφέρει ο Ιωάννης Βασδραβέλλης.).
δράσει. Διατηρώντας ακλόνητο φρόνημα και «μετά των Τούρκων εις ουδένα ερχόμενος λόγον» (όπως διασώζει ο Ιωάννης Φιλήμων), καλεί τους συμπολεμιστές του να φύγουν. Όταν εκείνοι αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τη θέση την οποία υπερασπίζονταν και αποφάσισαν να μείνουν στο πλάι του αρχηγού τους ως το θάνατο, πυροδοτεί ένα βαρέλι πυρίτιδας και ανατινάζει το κωδωνοστάσιο στον αέρα, συμπαρασύροντας στο θάνατο τους εχθρούς που βρέθηκαν εκεί κοντά. Με αυτόν τον τρόπο, ο Γεωργάκης Ολύμπιος «παρεδόθη εις την αθανασίαν της ιστορίας, όπως ήρμοζε εις γενναίους ηγήτορας», αναφέρει ο Ιωάννης Βασδραβέλλης.).
Μετά τη θυσία του Ολύμπιου, ο Φαρμάκης έχοντας μείνει μόνος του πλέον,
διέταξε μάχη μέχρις εσχάτων και συνέχισε την ηρωική του αντίσταση ως τις
22 Σεπτεμβρίου. Το διάστημα αυτό, οι επιτυχίες και οι ηρωικές πράξεις
των πολιορκημένων υπήρξαν αναρίθμητες. Στις 23 Σεπτεμβρίου και μετά από
πολλές διαπραγματεύσεις για συνθηκολόγηση και παράδοση (οι οποίες έλαβαν
χώρα με τη διαμεσολάβηση και εγγύηση του ακολουθούντα τα τουρκικά
στρατεύματα Αυστριακού διπλωματικού πράκτορα Wolf), ο Φαρμάκης τελικά
παραδίδεται. Την προηγούμενη νύχτα, δυσπιστώντας απέναντι στις προτάσεις
των Τούρκων και υποπτευόμενοι δόλο, 33 Έλληνες διαφεύγουν από τη Μονή.
Οι Τούρκοι, πιστοί στην παράδοσή τους, αθέτησαν τη συμφωνία, η οποία
βασιζόταν σε πλαστό φιρμάνι του Σουλτάνου. Αμέσως μετά την παράδοση, ο
Φαρμάκης συνελήφθη, του αφαιρέθηκε η στολή και μαζί με 18 αξιωματικούς
του στάλθηκε στο Ιάσιο. Από εκεί οι αξιωματικοί του οδηγήθηκαν στην
Σιλιστρία, όπου και αποκεφαλίσθηκαν, ενώ το ίδιο τέλος είχε και ο
Φαρμάκης στην Κωνσταντινούπολη μετά από φριχτά βασανιστήρια (γδάρθηκε
ζωντανός). Οι εναπομείναντες άοπλοι μαχητές σφαγιάστηκαν εντός και πέριξ
της Μονής και μόνο τρεις κατάφεραν να σωθούν.
Επίλογος
Η μάχη της Μονής Σέκου αποτελεί τον επίλογο της Επανάστασης του 1821 στη
Μολδοβλαχία. Η θυσία του Γεωργάκη Ολύμπιου αποδεικνύει πως ο ήρωας
αυτός παρουσιάστηκε εμπρός στο θάνατο σύγχρονος των γεγονότων. Διότι,
εάν τη στιγμή που οι φλόγες τύλιγαν το κωδωνοστάσιο ο Ολύμπιος παρέμενε
εκεί άπραγος, θα καιγόταν ζωντανός. Εάν πηδούσε για να ξεφύγει από τις
φλόγες είτε θα σκοτωνόταν από τους Τούρκους είτε θα αιχμαλωτιζόταν και
θα βασανιζόταν. Και στις δύο περιπτώσεις δεν θα προέκυπτε κανένα όφελος
υπέρ της διεξαγόμενης μάχης. Έτσι λοιπόν, προτίμησε τον τραγικό, αλλά
ηρωικό θάνατο. Προτίμησε, δηλαδή, να τηρήσει πιστά την ελληνική παράδοση
της ηρωικής εθελοθυσίας.
Κλείνοντας, αξίζει να σημειωθεί πως η σύζυγος του Ολύμπιου, Στάνα, είχε
δωρίσει υπέρ της Επανάστασης 5000 χρυσά φλουριά. Για να βρει ασφαλές
καταφύγιο, είχε σταλθεί από τον σύζυγό της μέσω του εμπόρου
Χατζηγιαννούση στη Βεσσαραβία και το 1842 μαζί με τα παιδιά της μετέβη
στην Αθήνα. Η ελληνική κυβέρνηση της έδωσε μια πενιχρή σύνταξη των 140
δραχμών, από την οποία ζούσε όλη η οικογένεια. Οι δύο γιοί της
διορίσθηκαν από τον Όθωνα Aνθυπολοχαγοί της τιμής, χωρίς όμως να
λαμβάνουν μισθό. Η Στάνα απεβίωσε στην Αθήνα το 1849 και όπως μαθαίνουμε
από τον Τύπο της εποχής, η τετραμελής οικογένεια του Ολύμπιου ζούσε σε
φοβερή ανέχεια και υπέφερε από παντοειδείς στερήσεις.
Πηγές
Ιωάννης Κ. Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες κατά την Επανάστασιν του 1821, Εκδ. Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, 1967
Νίκος Γιαννόπουλος, 1821 Οι Μεγάλες Μάχες του Έθνους, Εκδ. Λόγχη, σειρά Patria, 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.