Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ ὑπῆρξε σπουδαῖος ἀνάμεσα στοὺς ἀσκητὲς καὶ διέλαμψε μέσῳ τῶν θαυμάτων του. Πατρίδα του εἶχε τὸ ἀποκαλούμενο σήμερα Ζέλι, χωριὸ μικρό, ὑποκείμενο στὴ χώρα τοῦ Ταλάντου τῆς Βοιωτίας.
Οἱ γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι. Ἐνῷ ἀκόμη ἦταν βρέφος καὶ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ διακρίνει τὶς ἡμέρες, ὅμως τὸ Πανάγιο Πνεῦμα γνωρίζοντας ἀπὸ πρὶν τὴ μελλοντικὴ πνευματικὴ προκοπή του τὸ φώτιζε καὶ τὸ δίδασκε ὅτι ἡ Τετάρτη καὶ ἡ Παρασκευὴ εἶναι ἡμέρες τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου, γι’ αὐτὸ καὶ ἔμενε νηστικό, ὅπως ἡ ἴδια ἡ μητέρα του ἔλεγε στοὺς γείτονες. Μόνο κατὰ τὴν δύση τοῦ ἡλίου, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ ἀντέξει περισσότερο νὰ νηστεύει, θήλαζε λίγο καὶ κοιμόταν.
Ὅταν ἔφθασε στὴν παιδικὴ ἡλικία, τότε οἱ γονεῖς του τὸν παρέδωσαν στὸν ἐφημέριο τοῦ χωριοῦ νὰ μάθει τὰ ἱερὰ γράμματα. Ὁ νέος ἔνιωσε μέγα ἔρωτα πρὸς τὰ ἱερὰ γράμματα, μελετοῦσε μὲ πολὺ ζῆλο καὶ μάθαινε ὅσα τοῦ ὑπεδείκνυε ὁ δάσκαλος.
Τὸν χαρακτήριζαν στοιχεῖα ὅπως ἡ προσοχὴ στὸ σχολεῖο, ἡ ταπεινοφροσύνη πρὸς τοὺς μαθητές, ἡ ἄκρα ταπείνωση καὶ ὑποταγὴ πρὸς τοὺς γονεῖς, ἡ σεμνότητα καὶ ἡ ὑποδειγματικὴ διαγωγὴ πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
Ὅσο μεγάλωνε ὁ Ὅσιος, αὔξανε περισσότερο ὁ ζῆλος του καὶ μέσα στὴν ἀνάγνωση τῶν Ἁγίων Γραφῶν εὕρισκε μεγάλη πνευματικὴ εὐφροσύνη. Γι’ αὐτό, ἂν καὶ ἦταν νέος στὴν ἡλικία καμία ἄλλη εὐχαρίστηση δὲν αἰσθανόταν παρὰ μόνο πῶς θὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν κόσμο, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει ἀνενόχλητα τὸν Δημιουργό μας καὶ τὸν Πλάστη, μιμούμενος τὰ Σεραφὶμ καὶ τὶς χορεῖες τῶν Ὁσίων.
Αὐτὰ λοιπὸν σκεπτόμενος, ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει γονεῖς, πατρίδα, συγγενεῖς καὶ φίλους, νὰ πάει στὸ μοναστῆρι καὶ ἐκεῖ νὰ ἐνδυθεῖ τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ νὰ ἀφιερωθεῖ, ψυχὴ τε καὶ σώματι, στὸν Θεὸ καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ κορέσει τὴν πνευματικὴ δίψα ποὺ αἰσθανόταν.
Μία λοιπὸν ἡμέρα ζητεῖ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του τὴν εὐλογία τους καὶ τοὺς παρακαλεῖ μὲ δάκρυα νὰ συγκατατεθοῦν καὶ νὰ τὸν συνοδεύσουν μὲ τὴν εὐχὴ τους στὸ νέο αὐτὸ στάδιο, τὸ μοναχικό, ποὺ ἀγάπησε ἀπὸ παιδικὴ ἡλικία.
Οἱ εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι γονεῖς χάρηκαν μὲν γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν τέλεια ἀφοσίωση τοῦ παιδιοῦ, λυπήθηκαν ὅμως πολύ, γιατί ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀγαπημένου τους παιδιοῦ θὰ προξενοῦσε τόσο σὲ αὐτοὺς ὅσο καὶ στὸ χωριὸ μεγάλη κατήφεια.
Προσπαθοῦσαν λοιπὸν νὰ τὸν ἀποτρέψουν μὲ συγκινητικὰ λόγια ζητώντας του νὰ τοὺς γηροκομήσει πρῶτα καὶ μετὰ νὰ ἀκολουθήσει τὴν κλίση του.
Ὁ νεαρὸς Σωτήριος, γιατί ἔτσι ὀνομαζόταν ὁ Ἅγιος, παρόλη τὴν συντριβὴ ποὺ αἰσθάνθηκε ἔμεινε ἀμετάβλητος στὴν ἀπόφασή του. Ρίχνεται λοιπὸν στὴν ἀγκαλιά τους, ἀσπάζεται τὴν δεξιά τους καὶ ἀποχωρεῖ γιὰ κάποιο μονύδριο, στὸ ὁποῖο τιμόταν ὁ Προφήτης Ἠλίας καὶ ἀπέχει μία ὥρα ἀπὸ τὸ χωριὸ Ζέλι στὸ ὄρος Κάρκαρα.