…Πήγα (το 1973) στην Μονή Ιβήρων και διανυκτέρευσα. Την επομένη πήρα το καραβάκι από εκεί για Λαύρα. Περίπου είκοσι πέντε με τριάντα το πολύ άνθρωποι. Οι περισσότεροι κοσμικοί. Ελάχιστοι μοναχοί. Τι ωραίο! Αυτοί δεν ταξιδεύουν σ’ αυτόν τον κόσμο. Ούτε μέσα στο Όρος μετακινούνται χωρίς λόγο! Αυτοί ταξιδεύουν αλλού…
Μια μικρή παρεξήγηση και ανάβει ένας απίστευτος καυγάς. Τόσο
αταίριαστο αυτό το πράγμα στο τοπίο της αγιορείτικης πραγματικότητος!
Προσπαθούν κάποιοι να παρέμβουν επικαλούμενοι την λογική και την
ιερότητα του τόπου. Η ένταση αυξάνει. Παίρνει την πρωτοβουλία ένας απλός
χαριτωμένος μοναχός. Με απίστευτο χιούμορ εκτονώνει την κατάσταση.
Αποδεικνύει ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά απ’ όσο φανταζόμασταν
όλοι. Οι απειλές μεταμορφώνονται σε συνολικά σπαρταριστά γέλια. Το
καραβάκι πηδάει πιο πολύ από τα αστεία παρά από τα κύματα. Και αυτό
αταίριαστο με το Όρος της κατανύξεως και των δακρύων.
Εμένα όμως η ματιά μου πέφτει σε δυο μοναχούς. Λειτουργεί πιο πολύ η όραση και η φαντασία μου παρά η ακοή μου. Θυσιάζω τα αστεία στην ανάγκη μου για κάτι βαθύ και άγνωστο. Ο ένας σαραντάρης, ο άλλος σαρανταπεντάρης με αρχόμενη λεύκανση στην γενειάδα του. Σαν να μην καταλαβαίνουν τίποτε. Η γλύκα της όψης τους κάτι το μοναδικό. Δεν τους ενοχλούσε ο καυγάς ούτε το γέλιο. Αλλά και δεν τους ακουμπούσαν. Δείχνουν να τα κατανοούν όλα ειρηνικά και αδιατάρακτα χωρίς να συμμετέχουν. Η ειρήνη του προσώπου τους «ὑπερειχε, ὅντως, πάντα νουν» (Φιλιπ. δ΄ 7). Το ελεύθερο, αλλά όχι περιφερόμενο βλέμμα τους, σαγήνευε την καρδιά μου και συνάρπαζε τον νου μου. Η ακινησία του σώματος και η προσήλωσή τους, πρόδιδαν ανυπολόγιστη εσωτερική δύναμη, ασύλληπτη ησυχία, απροσμέτρητο βάθος. Με μάγευε η φυσικότητα της πνευματικής καταστάσεώς τους. Δεν είχαν καμμία σχέση με το καράβι και το φορτίο του και όμως ήταν τόσο γλυκείς στην έκφραση και φιλάνθρωποι στο ύφος. Το χέρι γοργά και σταθερά αγκάλιαζε τον έναν μετά τον άλλον τους κόμπους του κομποσχοινίου τους και μαρτυρούσε το απερίσπαστο της σκέψης, το γρήγορον του νοός και το αδιάλειπτον της ενώπιον της Θεού παραστάσεώς τους. Οι άνθρωποι λειτουργούσαν αλλού.
Αυτοί ήταν στραμμένοι προς το πέλαγος· εγώ προς το βουνό. Αυτοί προσδοκούσαν την χάρη και το έλεος του Θεού να έρθει στην καρδιά τους· εγώ πληροφορίες να ικανοποιήσω την περιέργεια του μυαλού μου. Ψηλά στο βουνό, ανάμεσα στις καστανιές, διέκρινα έναν ρωσικό τρούλλο. Ρώτησα τον διπλανό μου, που σταυροκοπιόταν, τι ήταν. Μου απάντησε πως ειναι Ζηλωτες μοναχοι.Αυτοί δεν γελούν, δεν μιλούν. Σιωπούν και προσεύχονται. Γύρισαν το κουμπί της ακοής και της οράσεώς τους στις συχνότητες του άλλου κόσμου, που εγώ και αγνοώ και αρνούμαι να πλησιάσω. Ζήλεψα το μεγαλείο του ανθρώπου. Ντράπηκα την μικρότητά μου. Πόνεσα για την κενότητά μου. Όσο ξένοι ήταν αυτοί οι μοναχοί προς εμένα, άλλο τόσο ήμουν εγώ προς το πνεύμα και την ζωή τους.
Το καραβάκι έφθασε στον προορισμό του…
Εμένα όμως η ματιά μου πέφτει σε δυο μοναχούς. Λειτουργεί πιο πολύ η όραση και η φαντασία μου παρά η ακοή μου. Θυσιάζω τα αστεία στην ανάγκη μου για κάτι βαθύ και άγνωστο. Ο ένας σαραντάρης, ο άλλος σαρανταπεντάρης με αρχόμενη λεύκανση στην γενειάδα του. Σαν να μην καταλαβαίνουν τίποτε. Η γλύκα της όψης τους κάτι το μοναδικό. Δεν τους ενοχλούσε ο καυγάς ούτε το γέλιο. Αλλά και δεν τους ακουμπούσαν. Δείχνουν να τα κατανοούν όλα ειρηνικά και αδιατάρακτα χωρίς να συμμετέχουν. Η ειρήνη του προσώπου τους «ὑπερειχε, ὅντως, πάντα νουν» (Φιλιπ. δ΄ 7). Το ελεύθερο, αλλά όχι περιφερόμενο βλέμμα τους, σαγήνευε την καρδιά μου και συνάρπαζε τον νου μου. Η ακινησία του σώματος και η προσήλωσή τους, πρόδιδαν ανυπολόγιστη εσωτερική δύναμη, ασύλληπτη ησυχία, απροσμέτρητο βάθος. Με μάγευε η φυσικότητα της πνευματικής καταστάσεώς τους. Δεν είχαν καμμία σχέση με το καράβι και το φορτίο του και όμως ήταν τόσο γλυκείς στην έκφραση και φιλάνθρωποι στο ύφος. Το χέρι γοργά και σταθερά αγκάλιαζε τον έναν μετά τον άλλον τους κόμπους του κομποσχοινίου τους και μαρτυρούσε το απερίσπαστο της σκέψης, το γρήγορον του νοός και το αδιάλειπτον της ενώπιον της Θεού παραστάσεώς τους. Οι άνθρωποι λειτουργούσαν αλλού.
Αυτοί ήταν στραμμένοι προς το πέλαγος· εγώ προς το βουνό. Αυτοί προσδοκούσαν την χάρη και το έλεος του Θεού να έρθει στην καρδιά τους· εγώ πληροφορίες να ικανοποιήσω την περιέργεια του μυαλού μου. Ψηλά στο βουνό, ανάμεσα στις καστανιές, διέκρινα έναν ρωσικό τρούλλο. Ρώτησα τον διπλανό μου, που σταυροκοπιόταν, τι ήταν. Μου απάντησε πως ειναι Ζηλωτες μοναχοι.Αυτοί δεν γελούν, δεν μιλούν. Σιωπούν και προσεύχονται. Γύρισαν το κουμπί της ακοής και της οράσεώς τους στις συχνότητες του άλλου κόσμου, που εγώ και αγνοώ και αρνούμαι να πλησιάσω. Ζήλεψα το μεγαλείο του ανθρώπου. Ντράπηκα την μικρότητά μου. Πόνεσα για την κενότητά μου. Όσο ξένοι ήταν αυτοί οι μοναχοί προς εμένα, άλλο τόσο ήμουν εγώ προς το πνεύμα και την ζωή τους.
Το καραβάκι έφθασε στον προορισμό του…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.