Συμεών ο Νέος Θεολόγος
ΑΔΕΛΦΟΙ και πατέρες, είναι καλό να διακηρύττουμε σε όλους το έλεος του Θεού και να γνωστοποιούμε στους πλησίον μας την ευσπλαγχνία και την άφατη αγαθότητά του σε μας. Ο θείος Δαβίδ λέει: «Εγώ δεν νήστεψα, δεν αγρύπνησα, δεν κοιμήθηκα καταγής, αλλά απλώς ταπεινώθηκα και μ' έσωσε ο Κύριος» (Ψαλμ. 116:6) Και για να πω συντομότερα: «Μόνο πίστεψα και με δέχθηκε ο Κύριος» (Ψαλμ.26:10). Διότι ενώ για την απόκτηση της ταπεινώσεως παρεμβάλλονται πολλά εμπόδια, για την απόκτηση της πίστεως κανένα. Εάν θελήσουμε με την ψυχή μας η πίστη ενεργεί αμέσως, επειδή είναι θείο δώρο και φυσικό χάρισμα -αφού οι Σκύθες και οι βάρβαροι πιστεύουν ο ένας στα λόγια του άλλου- εξαρτάται όμως και από την αυτεξούσια προαίρεσή μας. Αλλά για να σας αποδείξω την ενέργεια της ενδιάθετης πίστεως, θα σας διηγηθώ προς επιβεβαίωση των λόγων μου μια ιστορία που άκουσα από στόμα αληθινό.
Ζούσε στα χρόνια μας στην Κωνσταντινούπολη ένας νέος, που ονομαζόταν Γεώργιος (1), περίπου είκοσι ετών. Ήταν ωραίος στην όψη και κάπως επιδεικτικός στους τρόπους, στο βάδισμα και σ' όλη του την εμφάνιση. Γι' αυτό μερικοί που βλέπουν μόνο εξωτερικά και κατακρίνουν τους άλλους, είχαν σχηματίσει κακή ιδέα γι' αυτόν. Αυτός, λοιπόν, γνωρίστηκε με κάποιον άγιο μοναχό, που ζούσε σ' ένα από τα μοναστήρια της πόλεως (2). Του εμπιστεύθηκε την ψυχή του και έλαβε απ' αυτόν ένα μικρό πνευματικό κανόνα με την προτροπή να μην τον αμελήσει. Ο νέος του ζήτησε και κάποιο βιβλίο, που να αναφέρεται στη ζωή των μοναχών και την πρακτική τους άσκηση, και ο γέροντας του έδωσε το βιβλίο του αββά Μάρκου του Ασκητού "Περί του πνευματικού νόμου". Εκείνος το δέχτηκε σαν από Θεού και ελπίζοντας να καρπωθεί κάτι σπουδαίο απ' αυτό, το διάβασε ολόκληρο με πόθο και προσοχή. Απ' όλα ωφελήθηκε, αλλά τρία ιδιαιτέρως κεφάλαια έβαλε στην καρδιά του. Το ένα περιείχε αυτά τα λόγια:
Αν θέλεις τη θεραπεία σου επιμελήσου τη συνείδηση, κάνε ό,τι σου λέει και θα βρεις ωφέλεια.
Τό δεύτερο έλεγε:
Όποιος επιζητεί τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος προ της εργασίας των εντολών μοιάζει με δούλο, που μόλις τον αγόρασαν επιδιώκει αμέσως την απελευθέρωση.
Και το τρίτο:
Είναι τυφλός αυτός που κράζει και λέει: «Υιέ Δαβίδ ελέησόν με» [Μαρκ.10:47-48], και προσεύχεται σωματικά χωρίς να έχει ακόμη γνώση πνευματική. Αυτός όμως ο πρώην τυφλός, αφού άνοιξε τα μάτια του και είδε τον Κύριο, δεν τον ονομάζει πια υιό Δαβίδ αλλά τον ομολογεί Υιό Θεού και τον προσκυνεί [Ιω.9:38].
Διαβάζοντάς τα αυτά ο νέος θαύμασε και θαυμάζοντας πίστεψε ότι επιμελούμενος τη συνείδηση θα βρεί ωφέλεια, με την εργασία των θείων εντολών θα κατανοήσει την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, και με τη χάρη του θα αναβλέψει νοερώς και θα δει τον Κύριο, από την αγάπη και τον πόθο του οποίου πληγώθηκε η καρδιά του και επιζητούσε με ελπίδα το πρώτο και μη φαινόμενο κάλλος.
Τίποτε άλλο δεν έκανε, όπως με βεβαίωσε με όρκο, παρά μόνο κάθε βράδυ τον μικρό εκείνο κανόνα, που του όρισε ο γέροντας και μετά κοιμόταν στο κρεβάτι του. Όταν δε η συνείδηση τον προέτρεπε: «Κάνε κι άλλες μετάνοιες, πρόσθεσε μερικούς ψαλμούς ακόμη, λέγε περισσότερες φορές το 'Κύριε ελέησον' μπορείς», πρόθυμα και αδίστακτα την υπάκουε, σαν να του το έλεγε ο ίδιος ο Θεός. Από τότε ποτέ δεν κοιμήθηκε αν τον έλεγχε η συνείδηση και του έλεγε: «Γιατί δεν το έκανες αυτό;». Εκείνος λοιπόν την ακολουθούσε πιστά και εκείνη μέρα με τη μέρα πρόσθετε νέες εντολές. Έτσι σε λίγο καιρό αυξήθηκε πολύ η εσπερινή του ακολουθία.
Την ημέρα διηύθυνε τον οίκο ενός πατρικίου στου οποίου το παλάτι πήγαινε κάθε πρωΐ φροντίζοντας για τα προς το ζην αναγκαία. Έτσι κανείς δεν γνώριζε τη μυστική του εργασία. Αυτός όμως κάθε βράδυ έκανε όλο και περισσότερες μετάνοιες πέφτοντας με το πρόσωπο στη γη, ενώ δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του. Οταν στεκόταν σε προσευχή είχε τα πόδια ενωμένα μεταξύ τους και αμετακίνητα. Διάβαζε με πόνο, με στεναγμούς και δάκρυα προσευχές προς τη Θεοτόκο. Πρόσπεφτε στα άχραντα πόδια του Κυρίου σαν να τον έβλεπε παρόντα σωματικά και σαν τυφλός του ζητούσε να τον ελεήσει για ν' αναβλέψει ψυχικά. Και καθώς η προσευχή αύξανε κάθε βράδυ, διαρκούσε μέχρι τα μεσάνυχτα, χωρίς αυτός καθόλου να ραθυμεί ή να χαλαρώνει την προσοχή του κατά τη διάρκειά της. Κανένα μέλος του σώματός του δεν σάλευε τελείως, ούτε τα μάτια του έστρεφαν δεξιά-αριστερά ή πάνω, αλλά στεκόταν ακίνητος σαν άγαλμα ή σαν ασώματος.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Εδώ ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος αναφέρεται συγκεκαλυμμένα στην αρχή της δικής του πνευματικής πορείας. Γεώργιος φαίνεται πως ήταν το κοσμικό του όνομα.
2. Πρόκειται για τη φημισμένη Μονή Στουδίου και για τον οσιώτατο μοναχό Συμεών τον Ευλαβή, πνευματικό πατέρα και γέροντα του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου.
ΑΔΕΛΦΟΙ και πατέρες, είναι καλό να διακηρύττουμε σε όλους το έλεος του Θεού και να γνωστοποιούμε στους πλησίον μας την ευσπλαγχνία και την άφατη αγαθότητά του σε μας. Ο θείος Δαβίδ λέει: «Εγώ δεν νήστεψα, δεν αγρύπνησα, δεν κοιμήθηκα καταγής, αλλά απλώς ταπεινώθηκα και μ' έσωσε ο Κύριος» (Ψαλμ. 116:6) Και για να πω συντομότερα: «Μόνο πίστεψα και με δέχθηκε ο Κύριος» (Ψαλμ.26:10). Διότι ενώ για την απόκτηση της ταπεινώσεως παρεμβάλλονται πολλά εμπόδια, για την απόκτηση της πίστεως κανένα. Εάν θελήσουμε με την ψυχή μας η πίστη ενεργεί αμέσως, επειδή είναι θείο δώρο και φυσικό χάρισμα -αφού οι Σκύθες και οι βάρβαροι πιστεύουν ο ένας στα λόγια του άλλου- εξαρτάται όμως και από την αυτεξούσια προαίρεσή μας. Αλλά για να σας αποδείξω την ενέργεια της ενδιάθετης πίστεως, θα σας διηγηθώ προς επιβεβαίωση των λόγων μου μια ιστορία που άκουσα από στόμα αληθινό.
Ζούσε στα χρόνια μας στην Κωνσταντινούπολη ένας νέος, που ονομαζόταν Γεώργιος (1), περίπου είκοσι ετών. Ήταν ωραίος στην όψη και κάπως επιδεικτικός στους τρόπους, στο βάδισμα και σ' όλη του την εμφάνιση. Γι' αυτό μερικοί που βλέπουν μόνο εξωτερικά και κατακρίνουν τους άλλους, είχαν σχηματίσει κακή ιδέα γι' αυτόν. Αυτός, λοιπόν, γνωρίστηκε με κάποιον άγιο μοναχό, που ζούσε σ' ένα από τα μοναστήρια της πόλεως (2). Του εμπιστεύθηκε την ψυχή του και έλαβε απ' αυτόν ένα μικρό πνευματικό κανόνα με την προτροπή να μην τον αμελήσει. Ο νέος του ζήτησε και κάποιο βιβλίο, που να αναφέρεται στη ζωή των μοναχών και την πρακτική τους άσκηση, και ο γέροντας του έδωσε το βιβλίο του αββά Μάρκου του Ασκητού "Περί του πνευματικού νόμου". Εκείνος το δέχτηκε σαν από Θεού και ελπίζοντας να καρπωθεί κάτι σπουδαίο απ' αυτό, το διάβασε ολόκληρο με πόθο και προσοχή. Απ' όλα ωφελήθηκε, αλλά τρία ιδιαιτέρως κεφάλαια έβαλε στην καρδιά του. Το ένα περιείχε αυτά τα λόγια:
Αν θέλεις τη θεραπεία σου επιμελήσου τη συνείδηση, κάνε ό,τι σου λέει και θα βρεις ωφέλεια.
Τό δεύτερο έλεγε:
Όποιος επιζητεί τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος προ της εργασίας των εντολών μοιάζει με δούλο, που μόλις τον αγόρασαν επιδιώκει αμέσως την απελευθέρωση.
Και το τρίτο:
Είναι τυφλός αυτός που κράζει και λέει: «Υιέ Δαβίδ ελέησόν με» [Μαρκ.10:47-48], και προσεύχεται σωματικά χωρίς να έχει ακόμη γνώση πνευματική. Αυτός όμως ο πρώην τυφλός, αφού άνοιξε τα μάτια του και είδε τον Κύριο, δεν τον ονομάζει πια υιό Δαβίδ αλλά τον ομολογεί Υιό Θεού και τον προσκυνεί [Ιω.9:38].
Διαβάζοντάς τα αυτά ο νέος θαύμασε και θαυμάζοντας πίστεψε ότι επιμελούμενος τη συνείδηση θα βρεί ωφέλεια, με την εργασία των θείων εντολών θα κατανοήσει την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, και με τη χάρη του θα αναβλέψει νοερώς και θα δει τον Κύριο, από την αγάπη και τον πόθο του οποίου πληγώθηκε η καρδιά του και επιζητούσε με ελπίδα το πρώτο και μη φαινόμενο κάλλος.
Τίποτε άλλο δεν έκανε, όπως με βεβαίωσε με όρκο, παρά μόνο κάθε βράδυ τον μικρό εκείνο κανόνα, που του όρισε ο γέροντας και μετά κοιμόταν στο κρεβάτι του. Όταν δε η συνείδηση τον προέτρεπε: «Κάνε κι άλλες μετάνοιες, πρόσθεσε μερικούς ψαλμούς ακόμη, λέγε περισσότερες φορές το 'Κύριε ελέησον' μπορείς», πρόθυμα και αδίστακτα την υπάκουε, σαν να του το έλεγε ο ίδιος ο Θεός. Από τότε ποτέ δεν κοιμήθηκε αν τον έλεγχε η συνείδηση και του έλεγε: «Γιατί δεν το έκανες αυτό;». Εκείνος λοιπόν την ακολουθούσε πιστά και εκείνη μέρα με τη μέρα πρόσθετε νέες εντολές. Έτσι σε λίγο καιρό αυξήθηκε πολύ η εσπερινή του ακολουθία.
Την ημέρα διηύθυνε τον οίκο ενός πατρικίου στου οποίου το παλάτι πήγαινε κάθε πρωΐ φροντίζοντας για τα προς το ζην αναγκαία. Έτσι κανείς δεν γνώριζε τη μυστική του εργασία. Αυτός όμως κάθε βράδυ έκανε όλο και περισσότερες μετάνοιες πέφτοντας με το πρόσωπο στη γη, ενώ δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του. Οταν στεκόταν σε προσευχή είχε τα πόδια ενωμένα μεταξύ τους και αμετακίνητα. Διάβαζε με πόνο, με στεναγμούς και δάκρυα προσευχές προς τη Θεοτόκο. Πρόσπεφτε στα άχραντα πόδια του Κυρίου σαν να τον έβλεπε παρόντα σωματικά και σαν τυφλός του ζητούσε να τον ελεήσει για ν' αναβλέψει ψυχικά. Και καθώς η προσευχή αύξανε κάθε βράδυ, διαρκούσε μέχρι τα μεσάνυχτα, χωρίς αυτός καθόλου να ραθυμεί ή να χαλαρώνει την προσοχή του κατά τη διάρκειά της. Κανένα μέλος του σώματός του δεν σάλευε τελείως, ούτε τα μάτια του έστρεφαν δεξιά-αριστερά ή πάνω, αλλά στεκόταν ακίνητος σαν άγαλμα ή σαν ασώματος.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Εδώ ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος αναφέρεται συγκεκαλυμμένα στην αρχή της δικής του πνευματικής πορείας. Γεώργιος φαίνεται πως ήταν το κοσμικό του όνομα.
2. Πρόκειται για τη φημισμένη Μονή Στουδίου και για τον οσιώτατο μοναχό Συμεών τον Ευλαβή, πνευματικό πατέρα και γέροντα του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.