Παρασκευή 11 Απριλίου 2014

Διάλογος: Οὁ Αμαρτωλός και ο διάβολος έλθειν αποσπάσασθαι την ψυχην του αμαρτωλου. ῦ.



Κατ᾿ ἀλφάβητον.

Ὁ Ἁμαρτωλός:
Ἄφες με τρισκατάρατε, τί ἔχεις μετ᾿ ἐμένα;
καὶ κακὴν κάκως μὲ τραβᾶς, τὶς ἔστειλεν ἐσένα;

Ὁ Διάβολος:
Βέβηλε καὶ παμμίαρε, ἐρωτᾶς τὴν αἰτίαν;
ἐνθυμήσου τὰ ἔργα σου, τὴν κακὴν πολιτείαν.


Ὁ Ἁμαρτωλός:
Γλήγορα φίλοι δράμετε, ἔλθετε βοηθοί μου,
τί νὰ γενῶ ὁ ἄθλιος; Εὐγαίνει ἡ ψυχή μου.

Ὁ Διάβολος:
Δὲν σ᾿ ὠφελοῦν ταλαίπωρε, φίλοι καὶ συγγενεῖς σου,
ματαίως κράζεις καὶ βοᾶς, ἐγὼ παίρνω τὴν ψυχήν σου.

Ὁ Ἁμαρτωλός:
Ἐλέησόν με ἄπονε, λυπήσου τὸν καημένον,
συμπόνεσε ἀπάνθρωπε, ἄνθρωπον πονεμένον.

Ὁ Διάβολος:
Ζωὴν κακὴν ἐπέρασες, δὲν εἶχες Θεοῦ φόβον,
ἔλα λοιπὸν μὲ λόγου μου, εἰς τοῦ ᾍδου τὸν ζόφον.

Ὁ Ἁμαρτωλός:
Ἤκουα δὲν ἐπίστευα, ἔλεγα τίς ἠξεύρῃ;
τὰ μέλλοντα· δὲν ἤλπιζα, τέτοια ὀργὴ νὰ μ᾿ εὕρῃ.

Ὁ Διάβολος:
Θανατηφόροι δαίμονες, ποῦ εἶσθε, τί ἀργεῖτε;
εὐγάλετέ του τὴν ψυχήν, καὶ μὴν τὸν λυπηθῆτε.

Ὁ Ἁμαρτωλός:
Ἴσως δὲν ἔμεινεν ἐλπίς, πλέον τῆς σωτηρίας,
ἄφες μ᾿ ὀλίγον καὶ καιρόν, δός μοι τῆς μετανοίας.

Ὁ Διάβολος:
Κακόγερε, ἀκάθαρτε, ὁ ἐν κακοῖς γηράσας,
τῶρα ζητεῖς μετάνοιαν, εἰς τὰς χεῖράς μου φθάσας;

Ὁ Ἁμαρτωλός:
Λυπήσου με καὶ ἔφες με, κᾄν νὰ γλυκοφιλήσω,
τὰ τέκνα τὴν γυναῖκά μου, λόγον νὰ τοὺς μιλήσω.

Ὁ Διάβολος:
Μαχαῖρι βαστῶ δίστομον, καὶ ὅποιον κεντήσει,
δὲν ἠμπορεῖ, παρὰ εὐθὺς νὰ μὲ ἀκολουθήσῃ.

Ὁ Ἁμαρτωλός:
Νὰ δώσω ὁ ταλαίπωρος, ὅλο τὸ τίποτές μου,
νὰ ξαγοράσω τὴν ζωήν, μὲ ἀφίνεις εἰπές μου;

Ὁ Διάβολος:
Ξώρας ζητεῖς τὴν ξαγοράν, εἶχες καιρόν πλὴν τῶρα,
ἀπέταξε καὶ ἡ κακὴ σὲ ἔφθασεν ἡ ὥρα.

Ὁ Ἁμαρτωλός:
Ὁ τόπος δὲ ὁποῦ ἐσύ, νὰ πάγω μὲ βιάζεις,
εἰπέ μου ποῦ εὑρίσκεται, καὶ πῶς τὸν ὀνομάζεις;

Ὁ Διάβολος:
Παμφάγος ᾍδης λέγεται, καὶ εἶναι εἰς τὸν πάτον,
τῆς γῆς τὸν σκοτεινότατον, ὅλον ψυχαῖς γεμάτο.

Ὁ Ἁμαρτωλός:
Ῥάβδισε, κάψε, παίδευσε, βασάνισε καὶ κάμε,
σὲ μὲ ὅτι θέλεις ἐδώ, μόνον ἐκεῖ μὴ πᾶμε.

Ὁ Διάβολος:
Σῶμα χωρὶς ψυχὴ νὰ ζῆ, δύναται και τὸ ψάρι,
στὴν γῆν· παρὰ ὁ διάβολος, τὸν κακὸν νὰ μὴν πάρῃ.

Ὁ Ἁμαρτωλός:
Τί κάμνουν ὅσ᾿ εὑρίσκονται ἐκεῖ φανέρωσέ μου,
ἔχουν ποτὲ ἐλευθεριάν, ἤ ἄνεσιν κᾄν πές μου;

Ὁ Διάβολος:
Ὑπάρχουσιν ἐν τῇ φλογί, καίγονται αἰωνίως,
τυραννοῦνται ἀπὸ ἡμᾶς, χωρὶς σπλάγχνος τελείως.

Ὁ Ἁμαρτωλός:
Φωνάζω καὶ παρακαλῶ, Κύριε καὶ Θεέ μου,
ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ δαίμονος, σῶσόν με Πλαστουργέ μου.

Ὁ Διάβολος:
Χάνεις τὸν κόπον ἄθλιε, καὶ σὺ εἶσαι δικός μου,
ἄν ἤθελες ἐγλύτωνες, ὅταν ἤσουν ἐν κόσμῳ.

Ὁ Ἁμαρτωλός:
Ψέματα τὰ βιβλία μας, θαῤῥοῦσα ὁ καημένος,
δὲν ἄκουα τί μ᾿ ἔλεγαν, καὶ εἶμαι κολασμένος.

Ὁ Διάβολος:
Ὤχ, ὤχ, ὅποιος σὰν ἐμὲ κάμει θέλει νὰ πάθῃ,
καὶ σὰν ἐμὲ καὶ νὰ ἔλθῃ, εἰς τοῦ ᾍδου τὰ βάθη.


Διάλογος, ἐν ᾧ εἰσάγεται ὁ ἁμαρτωλὸς τῇ Θεοτόκῳ,
διαλεγόμενος, καὶ τυχεῖν σωτηρίας δεόμενος.
Κατ᾿ ἀλφάβητον.

Ὁ Ἁμαρτωλός:
Ἀνύμφευτε Θεόνυμφε, οὐρανοῦ γῆς Κυρία,
σῶσόν με τὸν ταλαίπωρον, Θεοῦ Μῆτερ Μαρία.

Ἡ Θεοτόκος:
Βεβαία ἤθελες σωθῇ, εἰ μὲν μετανοήσῃς,
εἰ δὲ μὴ εἰς τὴν κόλασιν, θέλεις νὰ καταντήσῃς.

Ὁ Ἁμαρτωλός:
Γνωρίζεις Παναγία μου, πόσον σὲ ἀγαποῦσα,
μὲ πόθον καὶ εὐλάβειαν, πόσον σ᾿ ἐπροσκυνοῦσα.

Ἡ Θεοτόκος:
Δὲν σῴζει ἡ εὐλάβεια, καὶ ἡ ἀγάπη στεῖραν,
χωρὶς τὰ ἔργα τὰ καλά, ψυχῆς τὴν ἰατρείαν.

Ὁ Ἁμαρτωλός:
Ἐλέησόν με κράζω σοι, κατὰ τὸ ἔλεός σου,
εὔσπλαγχνὸς πολυέλεος, εἶναι γὰρ ὁ Υἱός σου.

Ἡ Θεοτόκος:
Ζητεῖς πρᾶγμα ἀδύνατον, εἶναι γὰρ ὁ Υἱός μου,
εὔσπλαγχνὸς πλὴν καὶ δίκαιος, ὑπάρχει ὁ Θεός μου.

Ὁ Ἁμαρτωλός:
Ἠθέλησα πολλαῖς φοραῖς, ἵνα μετανοήσω,
ὁ κόσμος δὲν εἶναι γλυκύς, καὶ σύρνομαι ὀπίσω.

Ἡ Θεοτόκος:
Θέλησε, ἀποφάσισε, τὴν γνώμην σὺ βιάζεις,
τὴν Βασιλείαν Οὐρανῶν, οἱ βιασταὶ ἁρπάζουν.

Ὁ Ἁμαρτωλός:
Ἱλάσθητί μοι Δέσποινα, εἰς σὲ μόνην ἐλπίζω,
μετὰ Θεὸν ὁ ἄθλιος, ἐκ μήτρας σὲ γνωρίζω.

Ἡ Θεοτόκος:
Καλὴ εἶναι καὶ ἡ ἐλπίς, καὶ σῶνει τὴν ψυχήν σου,
καὶ ἔργα ὅμως πρόσθεσε, καλὰ εἰς τὴν ζωήν σου.

Ὁ Ἁμαρτωλός:
Λύτρωσαί με πανάχραντε, πυρὸς τοῦ αἰωνίου,
ἐσὺ γὰρ θέλεις δύνασαι, ὡς Μήτηρ τοῦ Κυρίου.

Ἡ Θεοτόκος:
Μὴ μ᾿ ἐνοχλεῖς ταλαίπωρε, μὲ τὴν πολυλογίαν,
εἰς ἄνθρωπον ἁμαρτωλόν, δὲν δίδω εὐλογίαν.

Ὁ Ἁμαρτωλός:
Νινευΐτας ὁ Κύριος ἔσωσε, καὶ τὴν πόρνην,
σῶσον κᾀμὲ Κυρία μου, κράζω ὡς τὸν τελώνην.

Ἡ Θεοτόκος:
Ξύπνησε ἀπ᾿ τὰ κακά, κάνε ἐλεημοσύνη,
καὶ θέλει σώσει καὶ ἐσέ, Θεοῦ ἡ καλοσύνη.

Ὁ Ἁμαρτωλός:
Ὅλας τὰς ἁμαρτίας μου συγχώρησον Κυρία,
ἔχεις γὰρ ἐπακούοντα, τὸν Θεὸν Παναγία.

Ἡ Θεοτόκος:
Πολλὰ καλὰ συγχώρησιν, δίδει ἁμαρτημάτων,
ὁ Κύριός μου πλὴν ζητεῖ, ἀποχὴν τῶν πταισμάτων.

Ὁ Ἁμαρτωλός:
Ῥεῖθρα θερμῶν δακρύων μου, μὴ ἀποσιωπήσῃς,
μετανοοῦντα δοῦλόν σου, δέξαι μὴ μὲ ἀφήσῃς.

Ἡ Θεοτόκος:
Σὲ δέχομαι ἐπήκουσα, τὴν παρακάλεσίν σου,
πρόσεχε ὅμως μὴ στραφῇς, ἀπ᾿ τὴν ὑπόσχεσίν σου.

Ὁ Ἁμαρτωλός:
Τὴν χάριν σου Κυρία μου, φθέγγομαι καὶ οὐ κρύπτω,
εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ, εἰς τοὺς πόδας σου πίπτω.

Ἡ Θεοτόκος:
Ὕμνησον, εὐχαρίστησον, Θεὸν τὸν Λυτρωτήν σου,
καὶ δούλευε καὶ λάτρευε, Αὐτὸν τὸν Ποιητήν σου.

Ὁ Ἁμαρτωλός:
Φωνὰς τὰς εὐχαριστικάς, Θεῷ καὶ σὺ Κυρία,
ἀναπέμπω ἑκάστοτε, Θεοτόκε Μαρία.

Ἡ Θεοτόκος πρὸς τὸν Χριστόν:
Χάριν τὴν Σὴν κατάπεμψον, παμφίλτατε Υἱέ μου,
τούτῳ μετανοοῦντί Σοι, φιλάνθρωπε Θεέ μου.

Ὁ Ἁμαρτωλός:
Ψάλλω κηρύττω καὶ λαλῶ, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας,
τὴν δόξαν σου Θεόνυμφε, καὶ τὰς εὐεργεσίας.

Ὁ ποιητής:
Ὦ κόσμε τετραπέρατε, ἄλλος δὲν σὲ φυλάττει,
εἰ μὴ Παρθένος ἐκ Θεοῦ, αὐτῶν τῷ κράττει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.