A.-. Ἄκουσε λογική ψυχή μου, ἐσύ πού γνωρίζεις τά βαθύτερα σημεῖα τοῦ εἶναι μου. Ἄκουσέ με, γιατί θέλω νά σοῦ μιλήσω, γιά κάποιο θέμα μυστικό καί (κοινοῦ ἐνδιαφέροντος) μά πού ἀπασχολεῖ γενικώτερα τούς ἀνθρώπους. Αὐτό πού κατάλαβα εἶναι ὅτι δέν θά καθαριστεῖς τελικά ἀπό τά πάθη ἀλλά, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, λίγο θά ἀνακουφιστεῖς.
Ξέρω καλά ψυχή μου, ὅτι καί ἐγώ καί ἐσύ κινούμαστε «παρά φύσιν». Ξέρω ὅτι εἴμαστε πλανεμένοι ἀπό τήν ἄγνοια καί γι᾿ αὐτό κατηγοροῦμε τούς ἄλλους γιά τίς ἁμαρτίες μας, λέγοντας ὅτι ἡ κακία βρίσκεται ἔξω καί μακριά ἀπό ἐμᾶς. Ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς πλάνης μας, τή μιά τά ρίχνουμε στόν Ἀδάμ ἄλλοτε μᾶς φταίει ὁ σατανᾶς καί ἄλλοτε θεωροῦμε ὑπεύθυνους γιά ὅ,τι κακό μᾶς συμβαίνει τούς ἀνθρώπους. Κι ἐνῶ νομίζουμε ὅτι κάνοντας αὐτό, πολεμᾶμε ἄλλους, πολεμᾶμε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας. Καί ἐνῶ νομίζουμε ὅτι ὁ ἕνας μας ὑπερασπίζει τήν ἄλλη καί εἶναι φίλος μας, τήν ἄλλη ὥρα, στήν καθημερινότητα γινόμαστε ἐχθροί μεταξύ μας. Καί ἐνῶ νομίζουμε ὅτι εὐεργετοῦμε τούς ἑαυτούς μας, τούς βασανίζουμε, φορτώνοντας πάνω μας δικαιώματα, κόπους καί ντροπές πού σέ τίποτε δέν θά μᾶς ὠφελήσουν.
Ἔχουμε τήν ἐντύπωση ὅτι ἀγαποῦμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀλλά στήν πραγματικότητα μισοῦμε καί ἀποφεύγουμε τίς αἰτίες πού μᾶς προκαλοῦν νά τίς ἐφαρμόσουμε. Κατάλαβα λοιπόν πολύ καλά ὅτι δέν ἑλκόμαστε ἄδικα καί ἀναγκαστικά ἀπό κάποια ἄλλη ἐξουσία ἔξω ἀπό ἐμᾶς, οὔτε πρός τό καλό, οὔτε πρός τό κακό.
Ἀπό τότε πού βαπτιστήκαμε ἰσχύει αὐτή ἡ πνευματική ἀρχή: Μέ ὅποιου τό θέλημα συνταχθοῦμε καί συμπράξουμε, δηλαδή εἴτε μέ τοῦ Θεοῦ εἴτε μέ τοῦ διαβόλου, σέ ἐκεῖνον καί θά ἀνήκουμε καί ἀπό ἐκεῖνον θά συρθοῦμε δίκαια, πρός τό μέρος πού αὐτός ἐξουσιάζει.
Β.-. Ἡ βάση τοῦ κακοῦ ἔχει δύο ἐντελῶς παράλογες αἰτίες. Ἡ μία εἶναι ὁ ἔπαινος τῶν ἀνθρώπων καί ἡ ἄλλη ἡ ἄνεση τοῦ σώματος, στά ὁποῖα ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δίνουμε τή δυνατότητα νά μᾶς προσβάλουν. Αὐτά ὅμως, πρίν ἐμεῖς συγκατατεθοῦμε, δέν εἶναι στήν πραγματικότητα οὔτε ἀρετές οὔτε κακίες, ἀλλά εἶναι ἀφορμές, γιά νά φανεῖ καθαρά πρός τά ποῦ ρέπουμε.
Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Κύριος θέλει ἀπό ἐμᾶς νά ὑπομένουμε τίς ὕβρεις, τούς χλευασμούς καί τίς κακοπάθειες, ἐνῶ ὁ διάβολος ἐπιζητεῖ τά ἀντίθετα. Ἐάν λοιπόν ἐμεῖς συγκατατεθοῦμε μέ ἐκεῖνο πού μᾶς ὑποβάλλει ὁ διάβολος, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι στρέψαμε τόν ἑαυτό μας καί τό θέλημά μας πρός τή φιληδονία καί ὅτι ἔχουμε παρακούσει τόν Κύριο. Ὅταν ὅμως αἰσθανόμαστε βαθιά θλίψη, γιατί συγκατατεθήκαμε στίς προσβολές τοῦ διαβόλου, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι στραφήκαμε πρός τόν Θεό, ἀγαπώντας καί ἀκολουθώντας τήν στενή ὁδό τῶν ἐντολῶν Του.
Γι᾿ αὐτό ὁ Θεός παρεχώρησε, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά ὑφίσταται αὐτές τίς προσβολές. Ἐκεῖνοι λοιπόν πού διαλέγουν νά πορευτοῦν σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, παραδίδουν στόν Χριστό τό θέλημά τους. Ἔτσι ἀφοῦ βρεῖ ὡς εἴσοδο ὁ Χριστός τό θέλημα τοῦ ἀνθρώπου, θά εἰσέλθει καί θά ὁδηγήσει τόν νοῦ στήν ἀλήθεια. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τό διάβολο.
Ὅσοι πάλι ἀγαποῦν τήν ἀνθρώπινη δόξα καί τήν ἄνεση τοῦ σώματος, ἔχουν δώσει ἤδη εἴσοδο στό διάβολο. Καί αὐτός ἀφοῦ βρεῖ τήν εἴσοδο πού θέλει, περνάει μέσα στόν ἄνθρωπο τά δικά του κακά. Καί ἄν οἱ ἄνθρωποι τόν καλοδεχτοῦν, δέν σταματάει νά φέρνει συνεχῶς καί καινούργια κακά, μέχρι νά μισήσουν μέ ὅλη τούς τήν καρδιά τίς αἰτίες τῆς συμφορᾶς πού ἀναφέραμε πιό πάνω.
Ἐμεῖς ὅμως τόσο πολύ ἔχουμε ἀγαπήσει αὐτές τίς δύο ἀφορμές τῶν κακῶν, ὥστε ἔχουμε προδώσει καί ἔχουμε στερηθεῖ ἐξαιτίας τους ὄχι μονάχα τήν ἀρετή, ἀλλά πολλές φορές καί προδίδουμε καί ἀνταλλάσουμε τή μιά κακία μέ τήν ἄλλη. Συμβαίνει γιά παράδειγμα συχνά, ἐξαιτίας τῆς φιληδονίας νά προτιμᾶμε τήν ἀτιμία.
Ὅταν τέλος συνθηκολογήσουμε μέ αὐτά τά πάθη καί δέν αἰσθανόμαστε πιά καμιά λύπη γιά ὅ,τι μᾶς συμβαίνει, τότε ἀποζητᾶμε τά αἴτια ἐκεῖνα πού τρέφουν αὐτά τά πάθη καί τά αὐξάνουν. Τροφή τῆς κενοδοξίας καί τῆς ἡδονῆς εἶναι ἡ φιλαργυρία, πού εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή (Α´ Τιμ. 6, 10).
Γ.-. Θά μοῦ πεῖς ὅμως ἀγαπητή ψυχή μου, ὅτι ἐμεῖς δέν ἔχουμε οὔτε χρυσάφι, οὔτε κτήματα. Κι ἐγώ θά σοῦ ἀπαντήσω ὅτι οὔτε τό χρυσάφι οὔτε τά κτήματα μᾶς κάνουν κακό, ἀλλά ὅπως εἶπα καί πρίν, ἡ κακή χρήση τους, αὐτή πού γίνεται ἐξαιτίας τῆς ἐμπάθειάς μας. Κι αὐτό φαίνεται καθαρά καί στίς περιπτώσεις πού μερικοί πλούτισαν, χωρίς νά δεθοῦν ἐμπαθῶς μέ τόν πλοῦτο ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰώβ καί ὁ Δαβίδ. Ἔτσι εὐαρέστησαν στό Θεό. Ἀντίθετα ἄλλοι ἀπό ἐμᾶς, χωρίς νά ἔχουμε πλούτη, στρέψαμε τό πάθος τῆς φιλοχρηματίας σέ τιποτένια πράγματα καί γι᾽ αὐτό εἴμαστε πιό ἄθλιοι καί ἀπό τούς πλούσιους. Κι αὐτό γιατί ἀφήσαμε μέ πανουργία τήν κακοπάθεια, πού φέρνει ἡ στέρηση τῶν πάντων καί ἀπολαμβάνουμε τίς ἡδονές, νομίζοντας ὅτι ξεφεύγουμε ἀπό τό μάτι τοῦ Θεοῦ. Δέν μαζεύουμε χρυσάφι καί κάνουμε συλλογή ἀπό τιποτένια πράγματα. Δέν ἀναλαμβάνουμε διοικητικές ἐξουσίες καί ἀρχηγιλίκια, ἀλλά μέ κάθε τρόπο δρέπουμε τίς δόξες καί τούς ἐπαίνους πού ἐκεῖνα προσφέρουν. Ἐγκαταλείπουμε τίς ἰδιοκτησίες ἀπό τή μιά, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη, δέν παραιτούμαστε ἀπό τίς ἀπολαύσεις τους. Καί ὅταν νομίζουμε ὅτι παραιτούμαστε, τό κάνουμε ὄχι ἐπειδή ἀποφεύγουμε τήν πλεονεξία, ἀλλά ἐπειδή ἀποστρεφόμαστε τά κτίσματα τοῦ Θεοῦ! «Μήν ἀγγίξεις, μή δοκιμάσεις, μήν ἀκουμπήσεις» (Κολ. 2, 21).
Ὅταν ἀγαπητή μου ψυχή, ἀκούσεις γιά τήν παράβαση τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, νά πιστεύεις ὅτι βέβαια, ἀρχικά αὐτό συνέβη σ᾿ αὐτούς προσωπικά, τώρα ὅμως τό ἴδιο ἁμάρτημα νοητά θά τό συναντήσεις σέ σένα καί σέ μένα: «Αὐτά συνέβηκαν σέ ἐκείνους συμβολικά καί γράφτηκαν γιά νουθεσία δική μας πού ζοῦμε τά ἔσχατα χρόνια» (Α´ Κορ. 10, 11). Δέστε τώρα. Ἐνῶ ἔχουμε ἀναγεννηθεῖ μέ τό Βάπτισμα, παραβαίνουμε τήν ἐντολή Ἐκείνου πού μᾶς ἔχει ἀναγεννήσει. Κι ἐνῶ ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε ἐντολή νά ἀγαπᾶμε τούς συναθρώπους καί τούς ὁμοπίστους μας καί νά τρῶμε μέ ὑπομονή τόν καρπό πού καθένας τους μᾶς προσφέρει, ὅπως ἔχει εἰπωθεῖ «Νά τρῶτε ἀπό κάθε καρπό τῶν δένδρων τοῦ Παραδείσου» (Γεν. 2, 16), ἐμεῖς κάνουμε χρήση τοῦ λογισμοῦ πού μᾶς ὑποβάλη τό φίδι. Γι’ αὐτό ἄλλους ἐπειδή εἶναι καλοί τούς ἀγαπᾶμε, ἄλλους ἐπειδή εἶναι κακοί τούς μισοῦμε. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἔχουμε δοκιμάσει τό ξύλο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ καί ὅτι εἴμαστε πνευματικά νεκροί. Κι αὐτό βέβαια ὄχι ἐπειδή ἔχει ὁ Θεός δημιουργήσει τό θάνατο, ἀλλά ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος μίσησε τόν συνάνθρωπό του. Γιατί ὁ Θεός «δέν δημιούργησε τό θάνατο, οὔτε εὐχαριστεῖται μέ τήν ἀπώλεια τῶν ἀνθρώπων» (Σοφ. Σολ. 1, Β), οὔτε κινεῖται ἀπό πάθη ὀργῆς, οὔτε ἐπινοεῖ κατιτί γιά νά καλύψει τόν ἑαυτό Του, οὔτε ἀλλοιοῦται ἀνάλογα μέ τοῦ καθενός τήν ἀξία. Ἀντίθετα τά δημιούργησε ὅλα μέ σοφία καί ὅρισε νά κινοῦνται καί νά ρυθμίζονται ὅλα ἀπό πνευματικό νόμο. Γι᾿ αὐτό δέν εἶπε στόν Ἀδάμ. «Τή μέρα πού θά φᾶτε ἐγώ θά σᾶς θανατώσω» ἀλλά, γιά νά τόν προφυλάξει, τοῦ προλέγει τό νόμο τῆς δικαιοσύνης. Τοῦ λέει λοιπόν: «Τή μέρα πού θά φᾶτε, θά πεθάνετε» (Γεν. 2, 17). Καί μέ λίγα λόγια κάθε πράγμα ἤ καλό ἤ κακό ὅρισε νά ἀκολουθεῖται ἀπό τήν ἀντίστοιχη συνέπεια. Κι αὐτό ὄχι μέ ἐφευρετική πονηρία, ὅπως νομίζουν μερικοί καί ὅπως λένε, ἐκεῖνοι πού ἀγνοοῦν τόν πνευματικό νόμο.
Ἐμεῖς λοιπόν πού κατά κάποιο τρόπο τά ξέρουμε αὐτά, πρέπει νά ἔχουμε στό νοῦ μας ὅτι, ἄν κάποιον ὁμόπιστο συνάνθρωπό μας τόν μισήσουμε, ἐπειδή εἶναι κακός, κι ἐμᾶς πού εἴμαστε κακοί, θά μᾶς μισήσει ὁ Θεός. Κι ἄν δέν δώσουμε στό συνάνθρωπο τήν εὐκαιρία τῆς μετάνοιας κι ἐμεῖς, σάν ἁμαρτωλοί πού εἴμαστε, θά πάθουμε τό ἴδιο. Ἄν δέν συγχωρήσουμε τά ἁμαρτήματα τοῦ πλησίον οὔτε τά δικά μας θά συγχωρεθοῦν. Αὐτό τόν πνευματικό νόμο ἀποκαλύπτοντας ὁ Χριστός εἶπε: «Μή κρίνετε γιά νά μήν κριθεῖτε. Συγχωρέστε γιά νά συγχωρεθοῦν καί τά δικά σας» (Λουκ. 6, 37). Γνωρίζοντας καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τοῦτο τόν πνευματικό νόμο μᾶς τόν φανέρωσε λέγοντας: «Ἐσύ πού κρίνεις τόν ἄλλον, δέν κατακρίνεις μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο τόν ἑαυτό σου;» (Ρωμ. 2, 1). Ὁ προφήτης Δαυίδ ἐπίσης, γνωρίζοντας τόν πνευματικό αὐτό νόμο, κραύγαζε πρός τόν Θεό λέγοντας: «Γιατί ἐσύ, θά ἀποδώσεις στόν καθένα σύμφωνα μέ τά ἔργα του» (Ψαλμ. 61, 13). Καί ἄλλος Προφήτης ἐκπροσωπώντας τό Θεό εἶπε:«Ἐγώ θά πάρω ἐκδίκηση, ἐγώ θά ἀνταποδώσω, λέγει ὁ Κύριος» (Δευτ. 32, 43, Ρωμ. 12, 19, Ἑβρ. 10, 30).
Δ.-. Καί γιατί νά τά ἀραδιάζω τώρα ἕνα-ἕνα. Ὅπου κι ἄν ἀνοίξει κανείς τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη, ἰδιαίτερα ὅμως στό Ψαλτήρι, θά βρεῖ ὅτι ὁ μεγάλος Προφήτης Δαυίδ, μᾶς ὑπογραμμίζει μέ πολλή σαφήνεια, αὐτόν τόν πνευματικό νόμο. Ἔτσι, βλέποντας ἐμεῖς ὅτι αὐτός ὁ νόμος εἶναι πνευματικός καί ὅτι καλύπτει κάθε ἐνδεχόμενη τροπή μας πρός τήν ἁμαρτία, νά φοβηθοῦμε καί νά φροντίζουμε καί φανερά ἀλλά καί καρδιακά νά ἀγαπᾶμε τούς ἀδελφούς μας. Γιατί αὐτός ἐδῶ δέν εἶναι ὁ Μωσαϊκός νόμος, πού ἐλέγχει ὅσα κάνουμε φανερά, ἀλλά παρακολουθεῖ καί ὅσα λειτουργοῦμε μέσα μας κρυφά. Κι ἐκεῖνον βέβαια ὁ Θεός τόν νομοθέτησε ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες, πού εἶχαν οἱ ἄνθρωποι ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἀλλά καί αὐτόν ἐδῶ ὁ Ἴδιος τόν συμπλήρωσε μέ τήν Χάρη τοῦ Κυρίου μας ὁ Ὁποῖος εἶπε: «Δέν ἦρθα γιά νά καταλύσω τό νόμο, ἀλλά γιά νά τόν συμπληρώσω» (Ματθ. 5, 17). Γι᾿ αὐτό, γιά νά μήν ξαναλέμε τά ἴδια, πρέπει νά συγχωροῦμε αὐτόν πού νομίζουμε ὅτι μᾶς ἀδίκησε, εἴτε εἶναι δικαιολογήμενο τό ἀδίκημα, εἴτε ἀδικαιολόγητο, γνωρίζοντας ὅτι μεγαλύτερη ἀρετή εἶναι ἐκείνη τῆς συγχωρήσεως. Καί ἐπειδή, λόγω τῆς ἁμαρτίας πού ἔχει ἀπό παλιά κυριεύσει τήν ψυχή μας, δέν μποροῦμε νά τό καταφέρουμε αὐτό μέ τίς δικές μας δυνάμεις, ὀφείλουμε μέ τή βοήθεια τῆς κακοπάθειας καί τῆς ἀγρυπνίας, νά παρακαλοῦμε τό Θεό, μέχρι πού νά βροῦμε ἔλεος καί νά δεχτοῦμε ἀπό Ἐκεῖνον τήν ἀντίστοιχη δύναμη.
Πάνω ἀπό ὅλα ψυχή μου, ὀφείλουμε νά ἔχουμε παντοῦ καί πάντα στό νοῦ μας τοῦτο τό πρᾶγμα: Πρέπει ὅταν, μέ ὁποιοδήποτε τρόπο, μᾶς ἀδικοῦν οἱ ἄνθρωποι, νά χαιρόμαστε καί νά μή λυπούμαστε. Νά χαιρόμαστε ὄχι ἔτσι ἁπλά καί χωρίς λόγο, ἀλλά γιατί βρήκαμε τήν εὐκαιρία νά συγχωρέσουμε ἁμαρτήματα καί ἔτσι νά δεχτοῦμε καί ἐμεῖς συγχώρεση γιά τά δικά μας. Αὐτή ἐδῶ εἶναι καί πραγματική γνώση τοῦ Θεοῦ, αὐτή πού περιέχει μέσα της, κάθε ἄλλου εἴδους γνώση καί μέ τήν ὁποία μποροῦμε νά παρακαλοῦμε τό Θεό καί Ἐκεῖνος νά μᾶς εἰσακούει. Αὐτή εἶναι ἡ καρποφορία τῆς προσευχῆς. Μέ αὐτή γινόμαστε ἱκανοί νά σηκώσουμε τό σταυρό μας καί νά ἀκολουθήσουμε τόν Κύριο. Αὐτή εἶναι μητέρα ὅλων τῶν πρώτων καί μεγάλων ἐντολῶν. Μέ αὐτή εἴμαστε σέ θέση νά ἀγαπᾶμε καί τό Θεό καί τόν πλησίον, ἀπό τῆς βάθη τῆς καρδιᾶς μας καί μέ ὅλη μας τή δύναμη. Μέ αὐτή πρέπει νά νηστεύουμε καί νά ἀγρυπνοῦμε καί νά ἀσκούμαστε στήν κακοπάθεια, ὥστε ἀφοῦ ἀνοιχτεῖ ἡ καρδιά καί τό ἐσώτατο εἶναι μας, νά τά δεχτοῦν αὐτά καί νά μήν τά ἀποβάλουν. Τότε θά βροῦμε ὄχι μυστικά καί κρυφά, ἀλλά αἰσθητά καί πραγματικά, τή Χάρη πού μᾶς δόθηκε κατά τό Ἅγιο Βάπτισμα. Ὅλα αὐτά θά συντελεστοῦν ἐπειδή θά ἔχουμε συγχωρέσει τά ἁμαρτήματα τοῦ πλησίον μας.
Ε.-. Αὐτή τήν ἀρετή ὅμως τήν ἐμποδίζουν δύο κακίες: Ἡ κενοδοξία καί ἡ ἡδονή. Αὐτές πρέπει προηγουμένως νά τίς πετάξουμε ἀπό μέσα μας, ὥστε ἔτσι νά βασιλεύσει ἡ ἀρετή. Γι᾿ αὐτό ψυχή μου, ὅταν παραδίνεσαι στά δύο αὐτά θελήματα, νά μήν θεωρεῖς ὑπεύθυνο καί αἴτιο τόν Ἀδάμ, οὔτε τό Σατανά, οὔτε τούς ἀνθρώπους, ἀλλά νά πολεμᾶς τό θέλημά σου καί μή τό θεωρήσεις μικρό πρᾶγμα. Γιατί ὁ πόλεμος δέν εἶναι ἐξωτερικός, ἀλλά ἐμφύλιος. Δέν ἔχουμε νά πολεμήσουμε ἐναντίον τῶν συνανθρώπων μας καί τῶν ἀδελφῶν μας, ἀλλά μέσα μας εἶναι ὁ ἐχθρός καί κανένας ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει. Μονάχα Ἕνα ἔχουμε, ἀπό τότε πού βαπτιστήκαμε, κρυμένον βαθιά μέσα μας, τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι καί ἀνίκητος καί ἀλάθητος. Ἐκεῖνος θά γίνει σύμμαχός μας, ἄν ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις μας τηρήσουμε τίς ἐντολές Του. Ἐχθροί μας εἶναι, ὅπως προείπαμε, ἡ ἡδονή πού ἐκφράζεται μέ τό σῶμα καί ἡ κενοδοξία. Αὐτές οἱ δυό ἔχουν κυριεύσει καί σένα καί μένα. Αὐτές οἱ δυό καί τήν Εὔα πλάνησαν καί τόν Ἀδάμ ἐξηπάτησαν. Ἡ ἡδονή ἦταν ἐκείνη πού ἔδειξε, ὅτι ὁ καρπός ἦταν γλυκύς καί νόστιμος, κι ὅτι θά ἦταν εὔγεστη καί ἀπολαυστική τροφή. Ἡ κενοδοξία πάλι εἶπε: «Θά γίνετε ὅμοιοι θεοί καί θά γνωρίζετε τό καλό καί τό κακό» (Γέν. 3, 5). Καί ὅπως ἀκριβῶς ὁ πρωτόπλαστος Ἀδάμ καί ἡ Εὔα μετά τήν πτώση ντρέπονταν ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ἔτσι εἴμαστε καί ἐμεῖς. Ἀδιαφορώντας γιά τήν κακία τῶν νοητῶν ματιῶν καί βλέποντας τούς ἑαυτούς μας γυμνούς, ντρεπόμαστε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, γιατί μᾶς ἐλέγχει ἡ συνείδηση. (Ἔτσι ράβουμε καί φορᾶμε σάν ἄλλα φύλλα συκῆς, λόγια καί χειρονομίες καί δικαιολογίες). Ἔτσι ὑφαίνουμε δικαιολογίες, ἔργα καί λόγια καί σάν ἄλλα φύλλα συκῆς τά προβάλουμε, γιά νά καλύψουμε τούς ἑαυτούς μας.
Καί ὁ Κύριος μᾶς φτιάχνει τούς δερμάτινους χιτῶνες καί λέει: «Μέ τήν ὑπομονή σας θά κερδίσετε τίς ψυχές σας» (Λουκ. 21, 19). Καί στή συνέχεια μᾶς συμβουλεύει: «Ἐκεῖνος πού θά βρεῖ τήν ψυχή του», δηλαδή πού θά τήν κρατάει μέσα στή μνησκακία «θά τήν χάσει». «Καί ἐκεῖνος πού θά τήν χάσει «μαζί μέ τήν μνησικακία) θά τήν κερδίσει αἰώνια» (Ματθ. 10, 32).
Σ᾿ Αὐτόν ἀνήκει ἡ αἰώνια δόξα. Ἀμήν.
Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Κύριος θέλει ἀπό ἐμᾶς νά ὑπομένουμε τίς ὕβρεις, τούς χλευασμούς καί τίς κακοπάθειες, ἐνῶ ὁ διάβολος ἐπιζητεῖ τά ἀντίθετα. Ἐάν λοιπόν ἐμεῖς συγκατατεθοῦμε μέ ἐκεῖνο πού μᾶς ὑποβάλλει ὁ διάβολος, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι στρέψαμε τόν ἑαυτό μας καί τό θέλημά μας πρός τή φιληδονία καί ὅτι ἔχουμε παρακούσει τόν Κύριο. Ὅταν ὅμως αἰσθανόμαστε βαθιά θλίψη, γιατί συγκατατεθήκαμε στίς προσβολές τοῦ διαβόλου, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι στραφήκαμε πρός τόν Θεό, ἀγαπώντας καί ἀκολουθώντας τήν στενή ὁδό τῶν ἐντολῶν Του.
Γι᾿ αὐτό ὁ Θεός παρεχώρησε, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά ὑφίσταται αὐτές τίς προσβολές. Ἐκεῖνοι λοιπόν πού διαλέγουν νά πορευτοῦν σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, παραδίδουν στόν Χριστό τό θέλημά τους. Ἔτσι ἀφοῦ βρεῖ ὡς εἴσοδο ὁ Χριστός τό θέλημα τοῦ ἀνθρώπου, θά εἰσέλθει καί θά ὁδηγήσει τόν νοῦ στήν ἀλήθεια. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τό διάβολο.
Ὅσοι πάλι ἀγαποῦν τήν ἀνθρώπινη δόξα καί τήν ἄνεση τοῦ σώματος, ἔχουν δώσει ἤδη εἴσοδο στό διάβολο. Καί αὐτός ἀφοῦ βρεῖ τήν εἴσοδο πού θέλει, περνάει μέσα στόν ἄνθρωπο τά δικά του κακά. Καί ἄν οἱ ἄνθρωποι τόν καλοδεχτοῦν, δέν σταματάει νά φέρνει συνεχῶς καί καινούργια κακά, μέχρι νά μισήσουν μέ ὅλη τούς τήν καρδιά τίς αἰτίες τῆς συμφορᾶς πού ἀναφέραμε πιό πάνω.
Ἐμεῖς ὅμως τόσο πολύ ἔχουμε ἀγαπήσει αὐτές τίς δύο ἀφορμές τῶν κακῶν, ὥστε ἔχουμε προδώσει καί ἔχουμε στερηθεῖ ἐξαιτίας τους ὄχι μονάχα τήν ἀρετή, ἀλλά πολλές φορές καί προδίδουμε καί ἀνταλλάσουμε τή μιά κακία μέ τήν ἄλλη. Συμβαίνει γιά παράδειγμα συχνά, ἐξαιτίας τῆς φιληδονίας νά προτιμᾶμε τήν ἀτιμία.
Ὅταν τέλος συνθηκολογήσουμε μέ αὐτά τά πάθη καί δέν αἰσθανόμαστε πιά καμιά λύπη γιά ὅ,τι μᾶς συμβαίνει, τότε ἀποζητᾶμε τά αἴτια ἐκεῖνα πού τρέφουν αὐτά τά πάθη καί τά αὐξάνουν. Τροφή τῆς κενοδοξίας καί τῆς ἡδονῆς εἶναι ἡ φιλαργυρία, πού εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή (Α´ Τιμ. 6, 10).
Γ.-. Θά μοῦ πεῖς ὅμως ἀγαπητή ψυχή μου, ὅτι ἐμεῖς δέν ἔχουμε οὔτε χρυσάφι, οὔτε κτήματα. Κι ἐγώ θά σοῦ ἀπαντήσω ὅτι οὔτε τό χρυσάφι οὔτε τά κτήματα μᾶς κάνουν κακό, ἀλλά ὅπως εἶπα καί πρίν, ἡ κακή χρήση τους, αὐτή πού γίνεται ἐξαιτίας τῆς ἐμπάθειάς μας. Κι αὐτό φαίνεται καθαρά καί στίς περιπτώσεις πού μερικοί πλούτισαν, χωρίς νά δεθοῦν ἐμπαθῶς μέ τόν πλοῦτο ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰώβ καί ὁ Δαβίδ. Ἔτσι εὐαρέστησαν στό Θεό. Ἀντίθετα ἄλλοι ἀπό ἐμᾶς, χωρίς νά ἔχουμε πλούτη, στρέψαμε τό πάθος τῆς φιλοχρηματίας σέ τιποτένια πράγματα καί γι᾽ αὐτό εἴμαστε πιό ἄθλιοι καί ἀπό τούς πλούσιους. Κι αὐτό γιατί ἀφήσαμε μέ πανουργία τήν κακοπάθεια, πού φέρνει ἡ στέρηση τῶν πάντων καί ἀπολαμβάνουμε τίς ἡδονές, νομίζοντας ὅτι ξεφεύγουμε ἀπό τό μάτι τοῦ Θεοῦ. Δέν μαζεύουμε χρυσάφι καί κάνουμε συλλογή ἀπό τιποτένια πράγματα. Δέν ἀναλαμβάνουμε διοικητικές ἐξουσίες καί ἀρχηγιλίκια, ἀλλά μέ κάθε τρόπο δρέπουμε τίς δόξες καί τούς ἐπαίνους πού ἐκεῖνα προσφέρουν. Ἐγκαταλείπουμε τίς ἰδιοκτησίες ἀπό τή μιά, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη, δέν παραιτούμαστε ἀπό τίς ἀπολαύσεις τους. Καί ὅταν νομίζουμε ὅτι παραιτούμαστε, τό κάνουμε ὄχι ἐπειδή ἀποφεύγουμε τήν πλεονεξία, ἀλλά ἐπειδή ἀποστρεφόμαστε τά κτίσματα τοῦ Θεοῦ! «Μήν ἀγγίξεις, μή δοκιμάσεις, μήν ἀκουμπήσεις» (Κολ. 2, 21).
Ὅταν ἀγαπητή μου ψυχή, ἀκούσεις γιά τήν παράβαση τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, νά πιστεύεις ὅτι βέβαια, ἀρχικά αὐτό συνέβη σ᾿ αὐτούς προσωπικά, τώρα ὅμως τό ἴδιο ἁμάρτημα νοητά θά τό συναντήσεις σέ σένα καί σέ μένα: «Αὐτά συνέβηκαν σέ ἐκείνους συμβολικά καί γράφτηκαν γιά νουθεσία δική μας πού ζοῦμε τά ἔσχατα χρόνια» (Α´ Κορ. 10, 11). Δέστε τώρα. Ἐνῶ ἔχουμε ἀναγεννηθεῖ μέ τό Βάπτισμα, παραβαίνουμε τήν ἐντολή Ἐκείνου πού μᾶς ἔχει ἀναγεννήσει. Κι ἐνῶ ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε ἐντολή νά ἀγαπᾶμε τούς συναθρώπους καί τούς ὁμοπίστους μας καί νά τρῶμε μέ ὑπομονή τόν καρπό πού καθένας τους μᾶς προσφέρει, ὅπως ἔχει εἰπωθεῖ «Νά τρῶτε ἀπό κάθε καρπό τῶν δένδρων τοῦ Παραδείσου» (Γεν. 2, 16), ἐμεῖς κάνουμε χρήση τοῦ λογισμοῦ πού μᾶς ὑποβάλη τό φίδι. Γι’ αὐτό ἄλλους ἐπειδή εἶναι καλοί τούς ἀγαπᾶμε, ἄλλους ἐπειδή εἶναι κακοί τούς μισοῦμε. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἔχουμε δοκιμάσει τό ξύλο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ καί ὅτι εἴμαστε πνευματικά νεκροί. Κι αὐτό βέβαια ὄχι ἐπειδή ἔχει ὁ Θεός δημιουργήσει τό θάνατο, ἀλλά ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος μίσησε τόν συνάνθρωπό του. Γιατί ὁ Θεός «δέν δημιούργησε τό θάνατο, οὔτε εὐχαριστεῖται μέ τήν ἀπώλεια τῶν ἀνθρώπων» (Σοφ. Σολ. 1, Β), οὔτε κινεῖται ἀπό πάθη ὀργῆς, οὔτε ἐπινοεῖ κατιτί γιά νά καλύψει τόν ἑαυτό Του, οὔτε ἀλλοιοῦται ἀνάλογα μέ τοῦ καθενός τήν ἀξία. Ἀντίθετα τά δημιούργησε ὅλα μέ σοφία καί ὅρισε νά κινοῦνται καί νά ρυθμίζονται ὅλα ἀπό πνευματικό νόμο. Γι᾿ αὐτό δέν εἶπε στόν Ἀδάμ. «Τή μέρα πού θά φᾶτε ἐγώ θά σᾶς θανατώσω» ἀλλά, γιά νά τόν προφυλάξει, τοῦ προλέγει τό νόμο τῆς δικαιοσύνης. Τοῦ λέει λοιπόν: «Τή μέρα πού θά φᾶτε, θά πεθάνετε» (Γεν. 2, 17). Καί μέ λίγα λόγια κάθε πράγμα ἤ καλό ἤ κακό ὅρισε νά ἀκολουθεῖται ἀπό τήν ἀντίστοιχη συνέπεια. Κι αὐτό ὄχι μέ ἐφευρετική πονηρία, ὅπως νομίζουν μερικοί καί ὅπως λένε, ἐκεῖνοι πού ἀγνοοῦν τόν πνευματικό νόμο.
Ἐμεῖς λοιπόν πού κατά κάποιο τρόπο τά ξέρουμε αὐτά, πρέπει νά ἔχουμε στό νοῦ μας ὅτι, ἄν κάποιον ὁμόπιστο συνάνθρωπό μας τόν μισήσουμε, ἐπειδή εἶναι κακός, κι ἐμᾶς πού εἴμαστε κακοί, θά μᾶς μισήσει ὁ Θεός. Κι ἄν δέν δώσουμε στό συνάνθρωπο τήν εὐκαιρία τῆς μετάνοιας κι ἐμεῖς, σάν ἁμαρτωλοί πού εἴμαστε, θά πάθουμε τό ἴδιο. Ἄν δέν συγχωρήσουμε τά ἁμαρτήματα τοῦ πλησίον οὔτε τά δικά μας θά συγχωρεθοῦν. Αὐτό τόν πνευματικό νόμο ἀποκαλύπτοντας ὁ Χριστός εἶπε: «Μή κρίνετε γιά νά μήν κριθεῖτε. Συγχωρέστε γιά νά συγχωρεθοῦν καί τά δικά σας» (Λουκ. 6, 37). Γνωρίζοντας καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τοῦτο τόν πνευματικό νόμο μᾶς τόν φανέρωσε λέγοντας: «Ἐσύ πού κρίνεις τόν ἄλλον, δέν κατακρίνεις μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο τόν ἑαυτό σου;» (Ρωμ. 2, 1). Ὁ προφήτης Δαυίδ ἐπίσης, γνωρίζοντας τόν πνευματικό αὐτό νόμο, κραύγαζε πρός τόν Θεό λέγοντας: «Γιατί ἐσύ, θά ἀποδώσεις στόν καθένα σύμφωνα μέ τά ἔργα του» (Ψαλμ. 61, 13). Καί ἄλλος Προφήτης ἐκπροσωπώντας τό Θεό εἶπε:«Ἐγώ θά πάρω ἐκδίκηση, ἐγώ θά ἀνταποδώσω, λέγει ὁ Κύριος» (Δευτ. 32, 43, Ρωμ. 12, 19, Ἑβρ. 10, 30).
Δ.-. Καί γιατί νά τά ἀραδιάζω τώρα ἕνα-ἕνα. Ὅπου κι ἄν ἀνοίξει κανείς τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη, ἰδιαίτερα ὅμως στό Ψαλτήρι, θά βρεῖ ὅτι ὁ μεγάλος Προφήτης Δαυίδ, μᾶς ὑπογραμμίζει μέ πολλή σαφήνεια, αὐτόν τόν πνευματικό νόμο. Ἔτσι, βλέποντας ἐμεῖς ὅτι αὐτός ὁ νόμος εἶναι πνευματικός καί ὅτι καλύπτει κάθε ἐνδεχόμενη τροπή μας πρός τήν ἁμαρτία, νά φοβηθοῦμε καί νά φροντίζουμε καί φανερά ἀλλά καί καρδιακά νά ἀγαπᾶμε τούς ἀδελφούς μας. Γιατί αὐτός ἐδῶ δέν εἶναι ὁ Μωσαϊκός νόμος, πού ἐλέγχει ὅσα κάνουμε φανερά, ἀλλά παρακολουθεῖ καί ὅσα λειτουργοῦμε μέσα μας κρυφά. Κι ἐκεῖνον βέβαια ὁ Θεός τόν νομοθέτησε ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες, πού εἶχαν οἱ ἄνθρωποι ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἀλλά καί αὐτόν ἐδῶ ὁ Ἴδιος τόν συμπλήρωσε μέ τήν Χάρη τοῦ Κυρίου μας ὁ Ὁποῖος εἶπε: «Δέν ἦρθα γιά νά καταλύσω τό νόμο, ἀλλά γιά νά τόν συμπληρώσω» (Ματθ. 5, 17). Γι᾿ αὐτό, γιά νά μήν ξαναλέμε τά ἴδια, πρέπει νά συγχωροῦμε αὐτόν πού νομίζουμε ὅτι μᾶς ἀδίκησε, εἴτε εἶναι δικαιολογήμενο τό ἀδίκημα, εἴτε ἀδικαιολόγητο, γνωρίζοντας ὅτι μεγαλύτερη ἀρετή εἶναι ἐκείνη τῆς συγχωρήσεως. Καί ἐπειδή, λόγω τῆς ἁμαρτίας πού ἔχει ἀπό παλιά κυριεύσει τήν ψυχή μας, δέν μποροῦμε νά τό καταφέρουμε αὐτό μέ τίς δικές μας δυνάμεις, ὀφείλουμε μέ τή βοήθεια τῆς κακοπάθειας καί τῆς ἀγρυπνίας, νά παρακαλοῦμε τό Θεό, μέχρι πού νά βροῦμε ἔλεος καί νά δεχτοῦμε ἀπό Ἐκεῖνον τήν ἀντίστοιχη δύναμη.
Πάνω ἀπό ὅλα ψυχή μου, ὀφείλουμε νά ἔχουμε παντοῦ καί πάντα στό νοῦ μας τοῦτο τό πρᾶγμα: Πρέπει ὅταν, μέ ὁποιοδήποτε τρόπο, μᾶς ἀδικοῦν οἱ ἄνθρωποι, νά χαιρόμαστε καί νά μή λυπούμαστε. Νά χαιρόμαστε ὄχι ἔτσι ἁπλά καί χωρίς λόγο, ἀλλά γιατί βρήκαμε τήν εὐκαιρία νά συγχωρέσουμε ἁμαρτήματα καί ἔτσι νά δεχτοῦμε καί ἐμεῖς συγχώρεση γιά τά δικά μας. Αὐτή ἐδῶ εἶναι καί πραγματική γνώση τοῦ Θεοῦ, αὐτή πού περιέχει μέσα της, κάθε ἄλλου εἴδους γνώση καί μέ τήν ὁποία μποροῦμε νά παρακαλοῦμε τό Θεό καί Ἐκεῖνος νά μᾶς εἰσακούει. Αὐτή εἶναι ἡ καρποφορία τῆς προσευχῆς. Μέ αὐτή γινόμαστε ἱκανοί νά σηκώσουμε τό σταυρό μας καί νά ἀκολουθήσουμε τόν Κύριο. Αὐτή εἶναι μητέρα ὅλων τῶν πρώτων καί μεγάλων ἐντολῶν. Μέ αὐτή εἴμαστε σέ θέση νά ἀγαπᾶμε καί τό Θεό καί τόν πλησίον, ἀπό τῆς βάθη τῆς καρδιᾶς μας καί μέ ὅλη μας τή δύναμη. Μέ αὐτή πρέπει νά νηστεύουμε καί νά ἀγρυπνοῦμε καί νά ἀσκούμαστε στήν κακοπάθεια, ὥστε ἀφοῦ ἀνοιχτεῖ ἡ καρδιά καί τό ἐσώτατο εἶναι μας, νά τά δεχτοῦν αὐτά καί νά μήν τά ἀποβάλουν. Τότε θά βροῦμε ὄχι μυστικά καί κρυφά, ἀλλά αἰσθητά καί πραγματικά, τή Χάρη πού μᾶς δόθηκε κατά τό Ἅγιο Βάπτισμα. Ὅλα αὐτά θά συντελεστοῦν ἐπειδή θά ἔχουμε συγχωρέσει τά ἁμαρτήματα τοῦ πλησίον μας.
Ε.-. Αὐτή τήν ἀρετή ὅμως τήν ἐμποδίζουν δύο κακίες: Ἡ κενοδοξία καί ἡ ἡδονή. Αὐτές πρέπει προηγουμένως νά τίς πετάξουμε ἀπό μέσα μας, ὥστε ἔτσι νά βασιλεύσει ἡ ἀρετή. Γι᾿ αὐτό ψυχή μου, ὅταν παραδίνεσαι στά δύο αὐτά θελήματα, νά μήν θεωρεῖς ὑπεύθυνο καί αἴτιο τόν Ἀδάμ, οὔτε τό Σατανά, οὔτε τούς ἀνθρώπους, ἀλλά νά πολεμᾶς τό θέλημά σου καί μή τό θεωρήσεις μικρό πρᾶγμα. Γιατί ὁ πόλεμος δέν εἶναι ἐξωτερικός, ἀλλά ἐμφύλιος. Δέν ἔχουμε νά πολεμήσουμε ἐναντίον τῶν συνανθρώπων μας καί τῶν ἀδελφῶν μας, ἀλλά μέσα μας εἶναι ὁ ἐχθρός καί κανένας ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει. Μονάχα Ἕνα ἔχουμε, ἀπό τότε πού βαπτιστήκαμε, κρυμένον βαθιά μέσα μας, τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι καί ἀνίκητος καί ἀλάθητος. Ἐκεῖνος θά γίνει σύμμαχός μας, ἄν ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις μας τηρήσουμε τίς ἐντολές Του. Ἐχθροί μας εἶναι, ὅπως προείπαμε, ἡ ἡδονή πού ἐκφράζεται μέ τό σῶμα καί ἡ κενοδοξία. Αὐτές οἱ δυό ἔχουν κυριεύσει καί σένα καί μένα. Αὐτές οἱ δυό καί τήν Εὔα πλάνησαν καί τόν Ἀδάμ ἐξηπάτησαν. Ἡ ἡδονή ἦταν ἐκείνη πού ἔδειξε, ὅτι ὁ καρπός ἦταν γλυκύς καί νόστιμος, κι ὅτι θά ἦταν εὔγεστη καί ἀπολαυστική τροφή. Ἡ κενοδοξία πάλι εἶπε: «Θά γίνετε ὅμοιοι θεοί καί θά γνωρίζετε τό καλό καί τό κακό» (Γέν. 3, 5). Καί ὅπως ἀκριβῶς ὁ πρωτόπλαστος Ἀδάμ καί ἡ Εὔα μετά τήν πτώση ντρέπονταν ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ἔτσι εἴμαστε καί ἐμεῖς. Ἀδιαφορώντας γιά τήν κακία τῶν νοητῶν ματιῶν καί βλέποντας τούς ἑαυτούς μας γυμνούς, ντρεπόμαστε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, γιατί μᾶς ἐλέγχει ἡ συνείδηση. (Ἔτσι ράβουμε καί φορᾶμε σάν ἄλλα φύλλα συκῆς, λόγια καί χειρονομίες καί δικαιολογίες). Ἔτσι ὑφαίνουμε δικαιολογίες, ἔργα καί λόγια καί σάν ἄλλα φύλλα συκῆς τά προβάλουμε, γιά νά καλύψουμε τούς ἑαυτούς μας.
Καί ὁ Κύριος μᾶς φτιάχνει τούς δερμάτινους χιτῶνες καί λέει: «Μέ τήν ὑπομονή σας θά κερδίσετε τίς ψυχές σας» (Λουκ. 21, 19). Καί στή συνέχεια μᾶς συμβουλεύει: «Ἐκεῖνος πού θά βρεῖ τήν ψυχή του», δηλαδή πού θά τήν κρατάει μέσα στή μνησκακία «θά τήν χάσει». «Καί ἐκεῖνος πού θά τήν χάσει «μαζί μέ τήν μνησικακία) θά τήν κερδίσει αἰώνια» (Ματθ. 10, 32).
Σ᾿ Αὐτόν ἀνήκει ἡ αἰώνια δόξα. Ἀμήν.
Ἑρμηνευτική Ἀπόδοση:
Ἀδελφότης Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Καρέα
Ἀδελφότης Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Καρέα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.