Ήτανε κάποιος πολύ πλούσιος Ισραηλίτης, μα που είχε πλουτίσει από πλεονεξίες και συκοφαντίες και πολλές αδικίες. Κάποτε, όμως, σκέφτηκε σοβαρότατα τον βίο του και την μέλλουσα κρίση της Δευτέρας Παρουσίας, και πήγε στον ιεροδιδάσκαλο και του λέει:
–Σε παρακαλώ, διδάσκαλε, άκουσέ με· Ο νους μου έγινε αιχμάλωτος από τις βιοτικές μέριμνες και φροντίδες. Γιάτρεψέ με, σε παρακαλώ, για να μη χάσω την ψυχή μου!...
Εκείνος, αντί για όποια άλλη απάντηση και θεραπεία, του δίνει την
«Σοφία Σολομώντος» να διαβάσει. Εκεί, διαβάζοντας αυτός ο πλούσιος και
πλεονέκτης Ισραηλίτης, βρήκε το χωρίο που λέει: «ὁ ἐλεων πτωχὸν δανείζει
Θεω» (Παροιμ. ιθ΄ 17). Και, κλείνοντας το βιβλίο, το δίνει πάλι στον
ιεροδιδάσκαλο, λέγοντας:
–Και ποιος θα μπορούσε να είναι πιο έμπιστος από τον Ίδιο τον Θεό, για να μου επιστρέψει και το κεφάλαιο και τους τόκους, όταν ελεήσω τους φτωχούς;
Φεύγει αμέσως, πουλάει τα πάντα και μοιράζει τα χρήματα στους φτωχούς, δίχως να κρατήσει για τον εαυτό του παρά μονάχα τέσσερα χρυσά νομίσματα, για το ντύσιμό του, όταν χρειαστεί.
Κι έτσι, έγινε πάμφτωχος!
Αργότερα όμως, ξανασκέφτηκε αυτά που έκαμε, και λέει με τον λογισμό του: «Θα πάω στα Ιεροσόλυμα, να βρω τον Κύριο και Θεό μου, για να διαμαρτυρηθώ και να λογαριαστώ μαζί Του, γιατί με απάτησε και εξαιτίας Του εγώ σκόρπισα στους φτωχούς όλα τα υπάρχοντα αγαθά μου κι έμεινα τώρα πάμφτωχος!».
Στο δρόμο που πήγαινε για τα Ιεροσόλυμα, βλέπει δύο άντρες να τσακώνονται μεταξύ τους, γιατί είχαν βρει μια πολύτιμη πέτρα που είχε χαθεί απ’ τον μανδύα του αρχιερέως Ααρών, και αυτοί δεν γνώριζαν τι πράγμα ήταν αυτή η πέτρα.
Τους κάνει την ερώτηση:
–Γιατί μαλώνετε;
–Βρήκαμε μια πέτρα, του λένε εκείνοι, και δεν ξέρουμε τι νά ’ναι.
Και τους λέει εκείνος:
–Δώστε μου εμένα την πέτρα αυτή και σας δίνω τέσσερα δηνάρια.
Κι εκείνοι, με πολλή χαρά, του έδωκαν την πέτρα.
Πηγαίνει, λοιπόν, στα Ιεροσόλυμα και δείχνει σ’ ένα χρυσοχόο την πέτρα.
Εκείνος, ξαφνιασμένος τον ρωτάει:
–Πού τη βρήκες αυτή την πέτρα; Εδώ και τρία χρόνια είναι ανάστατη όλη η πόλη των Ιεροσολύμων και την αναζητεί. Πήγαινε αμέσως να τη δώσεις στον αρχιερέα και θα γίνεις πλούσιος!
Την ώρα που πήγαινε προς το ιερό, για να βρει τον αρχιερέα, άγγελος Κυρίου παρουσιάζεται στον αρχιερέα και του λέει:
–Σε λίγο έρχεται σ’ εσένα ένας άνθρωπος, που έχει την πέτρα που έχει χαθεί: δώσ’ του χρυσάφι και αργύρια και πολύτιμους λίθους, όσους θέλεις· μα, δώσ’ του επίσης κι ένα δυνατό ράπισμα, λέγοντάς του αυτά τα λόγια: «Να μη διστάζεις μέσ’ από την καρδιά σου και μήτε ν’ απιστείς άλλη φορά στον Θεό που σου λέει, “ὁ ἐλεων πτωχὸν δανείζει Θεω”! Ιδού, που σου έδωκε ο Θεός εφτά φορές περισσότερα σ’ ετούτο το βίο σου, και για τον μέλλοντα αιώνα την αιώνια ζωή!...».
–Και ποιος θα μπορούσε να είναι πιο έμπιστος από τον Ίδιο τον Θεό, για να μου επιστρέψει και το κεφάλαιο και τους τόκους, όταν ελεήσω τους φτωχούς;
Φεύγει αμέσως, πουλάει τα πάντα και μοιράζει τα χρήματα στους φτωχούς, δίχως να κρατήσει για τον εαυτό του παρά μονάχα τέσσερα χρυσά νομίσματα, για το ντύσιμό του, όταν χρειαστεί.
Κι έτσι, έγινε πάμφτωχος!
Αργότερα όμως, ξανασκέφτηκε αυτά που έκαμε, και λέει με τον λογισμό του: «Θα πάω στα Ιεροσόλυμα, να βρω τον Κύριο και Θεό μου, για να διαμαρτυρηθώ και να λογαριαστώ μαζί Του, γιατί με απάτησε και εξαιτίας Του εγώ σκόρπισα στους φτωχούς όλα τα υπάρχοντα αγαθά μου κι έμεινα τώρα πάμφτωχος!».
Στο δρόμο που πήγαινε για τα Ιεροσόλυμα, βλέπει δύο άντρες να τσακώνονται μεταξύ τους, γιατί είχαν βρει μια πολύτιμη πέτρα που είχε χαθεί απ’ τον μανδύα του αρχιερέως Ααρών, και αυτοί δεν γνώριζαν τι πράγμα ήταν αυτή η πέτρα.
Τους κάνει την ερώτηση:
–Γιατί μαλώνετε;
–Βρήκαμε μια πέτρα, του λένε εκείνοι, και δεν ξέρουμε τι νά ’ναι.
Και τους λέει εκείνος:
–Δώστε μου εμένα την πέτρα αυτή και σας δίνω τέσσερα δηνάρια.
Κι εκείνοι, με πολλή χαρά, του έδωκαν την πέτρα.
Πηγαίνει, λοιπόν, στα Ιεροσόλυμα και δείχνει σ’ ένα χρυσοχόο την πέτρα.
Εκείνος, ξαφνιασμένος τον ρωτάει:
–Πού τη βρήκες αυτή την πέτρα; Εδώ και τρία χρόνια είναι ανάστατη όλη η πόλη των Ιεροσολύμων και την αναζητεί. Πήγαινε αμέσως να τη δώσεις στον αρχιερέα και θα γίνεις πλούσιος!
Την ώρα που πήγαινε προς το ιερό, για να βρει τον αρχιερέα, άγγελος Κυρίου παρουσιάζεται στον αρχιερέα και του λέει:
–Σε λίγο έρχεται σ’ εσένα ένας άνθρωπος, που έχει την πέτρα που έχει χαθεί: δώσ’ του χρυσάφι και αργύρια και πολύτιμους λίθους, όσους θέλεις· μα, δώσ’ του επίσης κι ένα δυνατό ράπισμα, λέγοντάς του αυτά τα λόγια: «Να μη διστάζεις μέσ’ από την καρδιά σου και μήτε ν’ απιστείς άλλη φορά στον Θεό που σου λέει, “ὁ ἐλεων πτωχὸν δανείζει Θεω”! Ιδού, που σου έδωκε ο Θεός εφτά φορές περισσότερα σ’ ετούτο το βίο σου, και για τον μέλλοντα αιώνα την αιώνια ζωή!...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.