Κάποτε ο άγιος Μακάριος καθ' οδόν υπήντησε τον Διάβολον ο οποίος κρατούσε δρεπάνι και με αυτό προσπάθησε να κτυπήση τον Άγιον, αλλά δεν μπόρεσε και του λέγει: Πολύ βιάζομαι από σένα, Μακάριε, και τίποτε δεν μπορώ να σου κάνω· διότι ό,τι εσύ κάνεις κι εγώ το κάνω. Εσύ νηστεύεις κι εγώ δεν τρώγω καθόλου· εσύ αγρυπνείς κι εγώ ποτέ δεν κοιμούμαι· ένα πράγμα υπάρχει μόνον εις το οποίον με νικάς, λέγει ο Αββάς Μακάριος: ποίον είναι αυτό; και ο Δαίμων αποκρίνεται: η ταπείνωσίς σου! και γι' αυτό δεν μπορώ να κάνω τίποτε εναντίον σου.
Εάν θυμηθή κανείς ποτέ αυτόν που τον ελύπησε ή τον προσέβαλε ή τον
αδίκησε ή του έκανε ένα οποιοδήποτε άλλο κακό, οφείλει να τον θυμηθή
και να τον θεώρηση ως ιατρόν της ψυχής του και εκ βάθους ψυχής να
προσεύχεται γι' αυτόν.
Εάν δε κάνη σκέψεις εναντίον του, πρέπει να γνωρίζη ότι κάνει κακό εναντίον της ιδίας της ψυχής του, όπως οι Δαίμονες.
Μάλλον δε, γίνεται ο ίδιος εις τον εαυτόν του Δαίμων και εχθρός, διότι δεν επιθυμεί να απαλλαγή από την κακία, αλλά θέλει να υποφέρη από ασθένειαν αθεράπευτον. Διότι, αν δεν ήτο πραγματικά άρρωστος δεν θα εσκέπτετο άσχημα για κείνον που τον ελύπησε ή εζημίωσε και ο οποίος εστάλη εις αυτόν από τον Χριστόν ως ιατρός και με την ύβριν ή την ζημίαν που του επροξένησε τον ωφέλησε, διότι έτσι εφανερώθη το πάθος που εκρύπτετο μέσα του.
Εάν πράγματι επιθυμή να θεραπευθή, οφείλει να τον θεωρή ως ευεργέτην και να δέχεται οτιδήποτε του κάνει αυτός, ως φάρμακον ιαματικόν που του στέλνει ο Χριστός και να ευχαριστή για όλα αυτά, αν και προς το παρόν του δημιουργούν πικρία και πόνο. Διότι ο ασθενής ουδέποτε δέχεται ευχαρίστως την εγχείρησι ή την καυτηρίασι ή το να πίη καθαρτικά φάρμακα, αλλά και με αηδία τα σκέπτεται. Όταν όμως πείση τον εαυτόν του, ότι χωρίς αυτά είναι αδύνατον να απαλλαγή από την ασθένεια, εγκαταλείπει τον εαυτόν του εις τον ιατρόν, γνωρίζοντας ότι με μικρή αηδία θα απαλλαγή από πολυχρόνιον ασθένειαν. Καυτήριον του Ιησού είναι εκείνος που σου φέρει ζημίας και ύβρεις, αλλά σε απαλλάσσει από την πληγήν της πλεονεξίας και της υπερηφάνειας. Εάν όμως δεν ανέχεσαι να υποφέρης όλα αυτά και όχι μόνον δεν ευχαριστείς, αλλά και σκέπτεσαι να εκδικηθής τον εχθρόν σου, τότε ομοιάζεις σαν να λέγης εις τον Χριστόν: «Δεν θέλω να με θεραπεύσης, δεν δέχομαι τα φάρμακα σου· προτιμώ να σαπίση το σώμα μου από τα τραύματα μου». Και τότε τι θα κάνη για σένα ο αγαθός Κύριος; Γνώριζε, αδελφέ, ότι εκείνος που αποφεύγει τον πειρασμόν τον οποίον αν υπέμενε θα ωφελείτο η ψυχή του, αποφεύγει και χάνει την αιώνιον ζωήν.
Ο ταπεινός άνθρωπος κάθε τι λυπηρόν που θα ακούση ή που θα πάθη εξ αιτίας της κακίας των άλλων, το χρησιμοποιεί ως αφορμή για να προσβάλη και να εξυβρίση τον εαυτόν του. Εάν δε συμβή να ταραχθή ποτέ ο ταπεινός από την ύβριν και την αδικία που παθαίνει, ευθύς σπεύδει να προσευχηθή και διά της προσευχής καταπραΰνεται η ταραχή της καρδίας του. Όχι δε μόνον αυτό κάμνει, αλλά και όταν ταράσσεται, με αυστηρότητα επιπλήττει και ελέγχει τον εαυτόν του, λέγοντας στην ψυχή του: «Τι θυμώνεις αθλία ψυχή; Τι ταράσσεσαι ως οι αφρίζοντες; αυτή ακριβώς η ταραχή αποδεικνύει ότι είσαι άρρωστη· διότι αν δεν ήσουν άρρωστη δεν θα υπέφερες· γιατί, ταλαίπωρη, ψυχή σταμάτησες να κατηγορής τον εαυτόν σου και κατηγορείς τον αδελφό διότι σου εφανέρωσε την ασθένεια που ήταν κρυμμένη μέσα σου και άγνωστη ως τώρα; Μιμήσου τον Χριστόν, ο Οποίος «λοιδορούμενος ουκ αντελοιδώρει, πάσχων ουκ ηπείλει».
Εάν δε κάνη σκέψεις εναντίον του, πρέπει να γνωρίζη ότι κάνει κακό εναντίον της ιδίας της ψυχής του, όπως οι Δαίμονες.
Μάλλον δε, γίνεται ο ίδιος εις τον εαυτόν του Δαίμων και εχθρός, διότι δεν επιθυμεί να απαλλαγή από την κακία, αλλά θέλει να υποφέρη από ασθένειαν αθεράπευτον. Διότι, αν δεν ήτο πραγματικά άρρωστος δεν θα εσκέπτετο άσχημα για κείνον που τον ελύπησε ή εζημίωσε και ο οποίος εστάλη εις αυτόν από τον Χριστόν ως ιατρός και με την ύβριν ή την ζημίαν που του επροξένησε τον ωφέλησε, διότι έτσι εφανερώθη το πάθος που εκρύπτετο μέσα του.
Εάν πράγματι επιθυμή να θεραπευθή, οφείλει να τον θεωρή ως ευεργέτην και να δέχεται οτιδήποτε του κάνει αυτός, ως φάρμακον ιαματικόν που του στέλνει ο Χριστός και να ευχαριστή για όλα αυτά, αν και προς το παρόν του δημιουργούν πικρία και πόνο. Διότι ο ασθενής ουδέποτε δέχεται ευχαρίστως την εγχείρησι ή την καυτηρίασι ή το να πίη καθαρτικά φάρμακα, αλλά και με αηδία τα σκέπτεται. Όταν όμως πείση τον εαυτόν του, ότι χωρίς αυτά είναι αδύνατον να απαλλαγή από την ασθένεια, εγκαταλείπει τον εαυτόν του εις τον ιατρόν, γνωρίζοντας ότι με μικρή αηδία θα απαλλαγή από πολυχρόνιον ασθένειαν. Καυτήριον του Ιησού είναι εκείνος που σου φέρει ζημίας και ύβρεις, αλλά σε απαλλάσσει από την πληγήν της πλεονεξίας και της υπερηφάνειας. Εάν όμως δεν ανέχεσαι να υποφέρης όλα αυτά και όχι μόνον δεν ευχαριστείς, αλλά και σκέπτεσαι να εκδικηθής τον εχθρόν σου, τότε ομοιάζεις σαν να λέγης εις τον Χριστόν: «Δεν θέλω να με θεραπεύσης, δεν δέχομαι τα φάρμακα σου· προτιμώ να σαπίση το σώμα μου από τα τραύματα μου». Και τότε τι θα κάνη για σένα ο αγαθός Κύριος; Γνώριζε, αδελφέ, ότι εκείνος που αποφεύγει τον πειρασμόν τον οποίον αν υπέμενε θα ωφελείτο η ψυχή του, αποφεύγει και χάνει την αιώνιον ζωήν.
Ο ταπεινός άνθρωπος κάθε τι λυπηρόν που θα ακούση ή που θα πάθη εξ αιτίας της κακίας των άλλων, το χρησιμοποιεί ως αφορμή για να προσβάλη και να εξυβρίση τον εαυτόν του. Εάν δε συμβή να ταραχθή ποτέ ο ταπεινός από την ύβριν και την αδικία που παθαίνει, ευθύς σπεύδει να προσευχηθή και διά της προσευχής καταπραΰνεται η ταραχή της καρδίας του. Όχι δε μόνον αυτό κάμνει, αλλά και όταν ταράσσεται, με αυστηρότητα επιπλήττει και ελέγχει τον εαυτόν του, λέγοντας στην ψυχή του: «Τι θυμώνεις αθλία ψυχή; Τι ταράσσεσαι ως οι αφρίζοντες; αυτή ακριβώς η ταραχή αποδεικνύει ότι είσαι άρρωστη· διότι αν δεν ήσουν άρρωστη δεν θα υπέφερες· γιατί, ταλαίπωρη, ψυχή σταμάτησες να κατηγορής τον εαυτόν σου και κατηγορείς τον αδελφό διότι σου εφανέρωσε την ασθένεια που ήταν κρυμμένη μέσα σου και άγνωστη ως τώρα; Μιμήσου τον Χριστόν, ο Οποίος «λοιδορούμενος ουκ αντελοιδώρει, πάσχων ουκ ηπείλει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.