Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

«ΦΩΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ» ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ (1895–1965)


Απάνου στα κεραμίδια της εκκλησιάς ανεμίζουνται κάτι ψιλά χορτάρια.
Από μέσα όμως από τον κουμπέ είναι ο Παντοκράτορας,
σαν να σκύβει από τον ουρανό
«ἐπιβλέπων ἐπὶ πάντας τοὺς υἱοὺς των ἀνθρώπων».
Η κεφαλή Του είναι μεγαλόπρεπη με πυκνά και άφθονα μαλλιά,
οπού πέφτουνε στον αριστερόν ώμο Του.

Το γένι Του είναι πυκνό.
Η έκφρασή Του είναι απλή, με ταπείνωση και με πραότητα·
έχει ωστόσο ένα θεϊκό μεγαλείο.
Πλατύλαιμος, μ’ ανοιχτό πουκάμισο, με φαρδειές πλάτες
και με τα χέρια ανασηκωμένα, όπως πάγει ο γύρος.

Είναι περιτυλιγμένος μέσα σ’ έναν φαρδύν μανδύα,
σα να αγκαλιάζει όλον τον κόσμο.
«Αβυσσος ὡς ἱμάτιον τὸ περιβόλαιον Αυτού »!
Με το δεξί χέρι Του βλογά τον κόσμο,
και με τ’ αριστερό Του κρατά το Βαγγέλιο, τον Νόμο του Θεού.

Ησυχία βασιλεύει όλη την ημέρα μέσα στον τρούλλο, ακόμα και τότες
που βουΐζουνε όξω η θάλασσα και τα δέντρα από τον άνεμο.
Διάφορα μαμούδια πετάμενα, χρυσόμυιγες, μελίσσια,
φτερουγίζουνε εκεί απάνου και βοΐζουνε ολόγυρα στους Προφήτες,
ύστερ’ ανεβαίνουνε κλωθογυρίζοντας στο μεγάλο Παντοκράτορα·
μάλιστα μια σφύγκα έχει κολλημένη τη χωματένια φωλιά της
σε μια ζαρωματιά που σκεδιάζει το πουκάμισό Του.
Ο Χριστός όλα τα δέχεται με καλωσύνη.

Προς το βράδυ,
ένα χρυσαφένιο γλυκό φως μπαίνει μέσα στον αγιασμένον πύργο,
σα να τον γεμίζει με θυμίαμα.
Τούτην την ιερή ώρα που βασιλεύει ο ήλιος,

βουΐζει ο τελευταίος φτερωτός προσκυνητής,
ένας αθώος καντηλοσβήστης.
Σιμώνει με ευλάβεια στο θεϊκό πρόσωπο, προσκυνά το μέτωπο,
μια χαϊδεύει το μουστάκι, μια τα άγια τα μαλλιά,
ύστερ’ ανεσπάζεται το χέρι Του, φτερουγίζει στο Βαγγέλιο,
σα να μετρά τα μαργαριτάρια που το πλουμίζουνε,
παίρνει βόλτα στους ώμους του Θεού,
ψάχνει μέσα στις δίπλες που κάνει το φόρεμά Του.
Παίρνει βόλτα πολλές φορές τον κουμπέ,
οσμίζοντας το λιβάνι και το κερί που μοσκοβολά
από αιώνες κολλημένο απάνου στον καπνισμένον θόλο.
Ώρα πολλή ακούγεται το ίσο που βαστά
’κείνο το αθώο μαμούδι, ο λεγόμενος χαμπαρολόγος,
σα να μη θέλει να χωριστεί από τον Χριστό
για να πετάξει στα βουνά,
σα να λέγει με το βουρβούρισμά του:
«Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά Σου, Κύριε των δυνάμεων!».
Τ’ άγιο ’κείνο φτερωτό, σα νά ’ναι κανένα μικρό Σεραφείμ,
αγάλλεται μέσα στην ανοιχτή αγκαλιά
του «Παλαιου των Ἡμερων», του Τρισαγίου.
Κι Εκείνος βλέπει από πάνου με πραότητα.
Το χέρι Του δεν κουράζεται ν’ απλώνει σε σχήμα ευλογίας,
δε σαλεύει για να διώξει το αθώο πεταλούδι που βουΐζει στ’ αυτιά Του,
μπαίνει στα μάτια Του, χαϊδεύει το λαιμό Του.
’Κείνο πάλε ξέρει πως είναι ο πατέρας του
και δε φοβάται την αυστηρή ματιά Του,
κι ολοένα μουρμουρίζει, ως που μονομιάς κόβεται το βούϊσμα,
γιατί βγήκε από το στενό θυρίδι κι έφυγε στον αγέρα.

Από κάτου, ’κείνη την ώρα,
λέγει ο καλόγερος με φωνή ήσυχη
το «Φως Ἱλαρόν»,
ενώ ο ήλιος βασιλεύει και τελειώνει η μέρα.
«Φως ἱλαρὸν ἁγίας δόξης ἀθανάτου Πατρός,
οὐρανίου, ἁγίου, μάκαρος, Ἰησου Χριστέ,
ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν,
ἰδόντες φως ἑσπερινόν,
ὑμνουμεν Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεύμα α, Θεόν.
Αξιόν Σε ἐν πασι καιροις ὑμνησθαι φωναις αἰσίαις,
Υἱὲ Θεου ζωὴν ὁ διδούς,
διὸ ὁ κόσμος Σὲ δοξάζει».

Δάκρυα έρχονται στα μάτια τ’ ανθρώπου ακούγοντας αυτά τ’ αρχαία λόγια, οπού ’ναι απλά κι αιώνια σαν το βασίλεμα του ήλιου.
Το βιβλίο, πού ’ναι ακουμπισμένο απάνου στ’ αναλόγι,
γράφει πως είναι ποίημα Αθηνογένους του Μάρτυρος.
Παμπάλαιος ύμνος, που τον λένε κάθε βράδυ, σαν τελειώνει η μέρα,
από δύο χιλιάδες χρόνια ίσαμε το σήμερα,
απλοί ανθρώποι που βαστάνε από τους αρχαίους Έλληνες,
σαν και τούτον τον Αγιονορείτη καλόγερο,
πού ’ναι και στο πρόσωπο σαν τους παλαιούς.
Ακατάλυτη Ελληνική φύτρα!
Ποτές δε θα ξεραθείς, ποτές δε θα πεθάνεις!
Από το γέρικο και τιμιώτατο κορμί σου,
πετιούνται ολοένα καινούργια βλαστάρια,
που γεύοντάς τα και τ’ αγρίμια ημερεύουνε!
Σε κάθε καινούργια γέννα σου χαίρεται ο κόσμος,
μα οι οχτροί σου τα κράζουνε στερνοπαίδια,
ως που δεν αργείς να φέρεις άλλον
δράκο στον κόσμο, κι αποσβολώνουνται!

Ας παρατήσουνε πια τους παλαιούς Έλληνες,
κι ας ακούσουνε τον καινούργιο Πίνδαρο
(σημ.: τον Βασίλη Μιχαηλίδη· 1849–1917),
που κράζει από την Κύπρο:
«Ἡ Ῥωμιοσύνη είν ’ φυλὴ συνόκαιρη του κόσμου.
Κανένας δὲν εὑρέθηκε γιὰ νὰ τὴν ἐξαλείψη,
κανένας, γιατὶ σκέπει την ’πὸ τἅψη ὁ Θεός μου.
Ἡ Ῥωμιοσύνη θὰ χαθεί όταν ὁ κόσμος λείψει ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.