Κάποια μέρα- ἥμουνα κι ἐγώ ἐκεῖ, καθώς καί δυό-τρεῖς ἀκόμα – τόν ἐπισκέφθηκε στό κελλί του ἕνας ἄλλος ἀδελφός γιά ν’ ἀκούσει λόγο ὠφέλιμο. Μετά τόν συνηθισμένο ἀσπασμό, ὁ ἐπισκέπτης κάθισε καί ρώτησε τόν ὅσιο:
-Σέ παρακαλῶ, πάτερ, πές μου, ποιός εἶναι ὁ μισθός αὐτῶν πού μοιράζουν τά πλούτη τους ἐλεημοσύνη στούς φτωχούς;
-Δέν ἔχεις ἀκούσει τί λέει τό Εὐαγγέλιο; τοῦ λέει ὁ ἅγιος.
Πολλά ἔχω ἀκούσει καί διαβάσει. Ἀλλά νά, θέλω ν’ ἀκούσω κάτι κι ἀπό τό στόμα σου.
-Ὁ Θεός τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς νά σοῦ δώσει ἀπόκριση μέ τό στόμα μου, σύμφωνα μέ τήν πίστη σου. Γιατί ἐγώ εἶμαι ἀδύναμος καί ἀνάξιος. Ἄκουσε λοιπόν…
Ἔκανε μία παύση καί συνέχισε:
-Στά χρόνια τοῦ ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων Κυριακοῦ*, ζοῦσε ἕνας πολύ εὐσεβής καί ἐλεήμων ἄνθρωπος, ὁ Σώζων.
Αὐτός, περνώντας κάποτε ἀπό τό κεντρικό δρόμο τῆς πόλης, βλέπει ἕνα φτωχό, πού ἦταν σχεδόν γυμνός κι ἔτρεμε ἀπό τό κρύο. Τόσο τόν ψυχοπόνεσε, πού ἔβγαλε τό πανωφόρι του καί τοῦ τό φόρεσε. Ὅταν γύρισε στό σπίτι του, εἶχε πιά βραδιάσει, κι ἔπεσε νά κοιμηθεῖ.
Μόλις τόν πῆρε ὁ ὕπνος, εἶδε στ’ ὄνειρό του ὅτι βρέθηκε σ’ ἕναν θαυμαστό φωτόλουστο κῆπο. Ἦταν γεμάτος λουλούδια ὑπέροχα καί μοσχομυριστά, τριαντάφυλλα καί κρίνα καί ἄλλα ἀμέτρητα, καθώς καί λογῆς-λογῆς δέντρα, τόσο φορτωμένα μέ ἐξαίσιους καρπούς, πού τά κλαδιά τους ἔγερναν ὥς τή γῆ.
Μέσα σ’ αὐτά χωμένα, ἀναρίθμητα πουλιά κελαηδοῦσαν μέ οὐράνια γλυκύτητα, ἑνώνοντας ἀδιάκοπα τούς δοξολογικούς τους ὕμνους μέ τό ἁπαλό θρόσιμα τῶν φύλλων. Τό ἄκουσμα καί τό θέαμα τοῦ κήπου ἐκείνου ἦταν, πραγματικά, πέρα ἀπό κάθε περιγραφή.
Ἐνῶ λοιπόν ὁ Σώζων κοίταζε ὁλόγυρα ἐκστατικός, παρουσιάζεται μπροστά του ἕνας ἄγνωστος νέος καί τοῦ λέει: ‟Ἔλα μαζί μου’’, καί σέ λίγο ἔφτασαν σ’ ἕνα φράχτη μέ χρυσά κάγκελα. Ρίχνοντας τό βλέμμα του πίσω ἀπό τό φράχτη, εἶδε μιάν αὐλή κι ἕνα ὑπέροχο παλάτι.
Καθώς τό θαύμαζε καί τό περιεργαζόταν, βγαίνουν ἀπό μέσα δεκαέξι φτερωτοί ἄνδρες, λαμπεροί σάν τόν ἥλιο, χωρισμένοι σέ τέσσερις τετράδες. Κάθε τετράδα βάσταζε στούς ὤμους κι ἀπό ἕνα χρυσό κιβώτιο. Προχώρησαν μέ γοργά βήματα πρός τό μέρος πού στεκόταν ὁ Σώζων.
Μόλις πλησίασαν στά χρυσά κάγκελα, ἀπέναντί του, στάθηκαν, κατέβασαν τά κιβώτια ἀπό τούς ὤμους καί τ’ ἀκούμπησαν καταγῆς.
Ἔδειχναν σά νά περίμεναν κάποιο ἀνώτερό τους. Καί πράγματι, μετά ἀπό λίγο βλέπει ὁ Σώζων ἕναν πανέμορφο ἄνδρα νά βγαίνει ἀπό τό παλάτι καί νά κατευθύνεται πρός τούς ἀγγέλους. ‟Ἀνοῖξτε τά κιβώτια’’, τούς πρόσταξε, ‟καί δεῖξτε σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο τί του φυλάω, γιά τό πανωφόρι πού μοῦ χάρισε πρίν ἀπό λίγο διαμέσου ἐκείνου τοῦ φτωχοῦ’’.
Ἀμέσως ἄνοιξαν τό ἕνα χρυσό κιβώτιο καί ἄρχισαν νά βγάζουν χιτῶνες καί φορεσιές βασιλικές, ἄλλες κατάλευκες, ἄλλες κεντητές, περίλαμπρες καί ἀνεκτίμητες.
Τίς ἅπλωσαν μπροστά του. ‟Σώζων, σοῦ ἀρέσουν;’’, τόν ρώτησαν. ‟Δέν εἶμαι ἄξιος οὔτε τή σκιά τους νά δῶ!’’, ἀποκρίθηκε θαμπωμένος ἐκεῖνος. Μά οἱ ἄγγελοι συνέχισαν νά τοῦ παρουσιάζουν λαμπρούς, περίτεχνους καί χρυσοποίκιλτους βασιλικούς χιτῶνες. Ἴσαμε χίλιους, πάνω-κάτω, θά τοῦ δείξανε!
Ὅταν πιά ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων τοῦ φανέρωσε ἔτσι παραστατικά, ὅτι γιά τό ἕνα πανωφόρι πού ἔδωσε θά πάρει πολλαπλάσια καί θά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή, τοῦ λέει: ‟Σέ βεβαιώνω, Σώζων, ὅλα τοῦτα τ’ ἀγαθά τά ἑτοίμασα γιά σένα, ἐπειδή, ὅταν μέ εἶδες γυμνό, μέ σπλαχνίστηκες καί μ’ ἔντυσες.
Πήγαινε λοιπόν καί συνέχισε νά κάνεις τό ἴδιο, γιά νά κάνω κι ἐγώ τό ἴδιο. Ὅταν δίνεις ἐσύ σέ κάποιον φτωχό ἕνα ροῦχο, σοῦ ἑτοιμάζω ἐγώ ἑκατό’’. Γεμάτος χαρά καί δέος ὀ Σώζων ρώτησε: ‟Κύριέ μου, ἤθελα νά ’ξερα, τό ἴδιο κάνεις μ’ ὅλους ὅσοι ἐλεοῦν τούς φτωχούς; Τούς ἑτοιμάζεις ἑκατονταπλάσια ἀγαθά καί ζωή αἰώνια;’’.
Κι Ἐκεῖνος ἀπάντησε: ‟ «Πᾶς ὅστις ἀφῆκεν οἰκίας ἤ ἀγροὺς ἤ πλοῦτον ἤ δόξαν ἤ πατέρα ἤ μητέρα ἤ ἀδελφοὺς ἤ ἀδελφὰς ἤ γυναῖκα ἤ τέκνα ἤ τι τῶν ἐπιγείων, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει». Μή μετανιώνεις λοιπόν ποτέ γιά κάποια ἐλεημοσύνη σου.
Οὔτε νά ταπεινώνεις τόν φτωχό πού τοῦ ἔδωσες κάτι.
Γιατί τότε, ἀντί γιά μισθό, θά πάθεις διπλή ζημιά: Καί τήν ἀμοιβή σου θά χάσεις καί στή μέλλουσα Κρίση θά κατακριθεῖς’’. Τότε ἀκριβῶς ὁ Σώζων ξύπνησε.
Ἦταν ὅλος ἔκπληξη καί θαυμασμό γιά ὅσα εἶδε. Πετάχτηκε ἀμέσως ἀπό τό κρεβάτι –δέν εἶχε πιά καμιά ὄρεξη γιά ὕπνο-, πῆρε καί τό δεύτερο πανωφόρι του καί τό πῆγε σέ κάποιον ἄλλον φτωχό. Μόλις ὅμως γύρισε πίσω, ἀργά τή νύχτα, κι ἔπεσε νά ξανακοιμηθεῖ, εἶδε τό ἴδιο ὅραμα!
Τό πρωί λοιπόν μοίρασε ὅλη του τήν περιουσία στούς φτωχούς, ἀπαρνήθηκε τόν κόσμο κι ἔγινε μοναχός ἀγωνιστής καί ἐνάρετος. Αὐτά ἔχοντας ὑπόψη σου, παιδί μου, κάνε κατά τή δύναμή σου κι ἐσύ τό ἴδιο, συμβούλεψε ὁ ὅσιος τόν ἐπισκέπτη του. Ἔτσι θά θησαυρίσεις στόν οὐρανό ἑκατοναταπλάσια.
Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος, Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.