Αθεΐα. Τίτλος μεγάλος και καύχημα για τον σημερινόν άνθρωπο. Όποιος τον αποχτήσει, γίνεται παρευθύς στα μάτια των άλλων σοφός κι ας είναι αλογάριαστος, υπεράξιος κι ας είναι ανάξιος, επιστήμονας κι ας είναι κουφιοκέφαλος.
Σήμερα ο κόσμος είναι βουτηγμένος στο σκοτάδι της απιστίας και στον παγερό ίσκιο του θανάτου. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουνε γυρίσει πάλι στην κατάσταση που βρισκότανε η ανθρωπότητα σε ’κείνα τα φοβερά χρόνια που εξουσιάζανε την οικουμένη οι Ρωμαίοι. Δηλαδή, σε πολλά ξαναπέσανε στο κτήνος κι ας μη το παραδέχουνται. Οι σημερινοί άνθρωποι ζούνε όπως ζούσανε και ’κείνοι, δίχως τα λεπτά αισθήματα που φανερώνουνε πως ο άνθρωπος είναι τιμημένος και σφραγισμένος με μια θεϊκή σφραγίδα.
«Ψωμί και θεάματα!», φώναζε ’κείνος ο εξαγριωμένος όχλος μ’
αφρισμένο στόμα· το ίδιο φωνάζει κι η σημερινή ανθρωπότητα, μόνο με άλλα
λόγια. Τα είδωλα εκεινών ήτανε οι μονομάχοι που παλεύανε με τις
αρκούδες και με τα λιοντάρια, καθώς κι οι πόρνες που ξεγυμνωνόντανε
μπροστά στον κόσμο. Τα ίδια είδωλα λατρεύουνε και προσκυνάνε κι οι
σημερινοί άνθρωποι· και σ’ αυτό το προσκύνημα παίρνουνε μέρος σήμερα
όλοι οι κάτοικοι της γης, επειδή σε τούτο συνεργούνε τα διάφορα
μηχανήματα που εφευρεθήκανε για να υπηρετούνε τους αμαρτωλούς πόθους
τους. Ο διάβολος έχει τυλιγμένη με την ουρά του την υδρόγειο και
χαίρεται βλέποντας πού κατάντησε τον άνθρωπο, που θαρρεί πως είναι
λεύτερος κι εξουσιαστής του κόσμου, ενώ είναι ο ελεεινός σκλάβος του.
Αυτή η κατάσταση σε κάνει να φέρνεις στον νου σου τούτα τα λόγια του
Δαβίδ: «Ἄνθρωπος, ἐν τιμῇ ὤν, οὐ συνῆκεν. Παρεσυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι
τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς». Δηλαδή: «Ο άνθρωπος, μ’ όλο που
πλάσθηκε τιμημένος από τον Θεό, δεν το κατάλαβε. Ανακατεύθηκε μαζί με τα
κτήνη τα ανόητα κι έγινε ίδιος μ’ αυτά» (βλ. Ψαλμ. 48:13).
Δεν μιλώ για τον άνθρωπο που έχει πόθο να πιστέψει, μα δε μπορεί, μ’ όλο που κατά βάθος πάντα η αιτία της απιστίας είναι η περηφάνεια, αυτή η οχιά, που κρύβεται τόσο επιτήδεια μέσα στον άνθρωπο, που δε μπορεί να την καταλάβει.
Όπως και νά ’ναι, οι άνθρωποι που αγωνίζουνται και πολεμάνε με τον άπιστο εαυτό τους, έχουνε όλη τη συμπόνεσή μας. Γι’ αυτούς παρακαλούμε, όσοι πιστεύουνε, να τους βοηθήσει ο Θεός να πιστέψουνε, όπως έκανε και σε ’κείνον τον πατέρα που είχε αρρωστήσει το παιδί του και παρακάλεσε τον Χριστό να το γιατρέψει. Και ’Κείνος του είπε: «Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σε ’κείνον που πιστεύει». Και τότε ο πατέρας του παιδιού έκραξε με δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε! Βοήθα με στην απιστία μου!» (Μάρκ. 9:24)· δηλαδή (ήταν σαν Του να έλεγε): «Έχω πόθο να πιστέψω. Κι Εσύ, Κύριε, δυνάμωσέ τον».
Οι άπιστοι, για τους οποίους μιλούμε, δεν είναι τέτοιοι. Όχι μοναχά δεν κλάψανε ποτέ, για να ανοίξουνε με τον πόνο και με τη συντριβή την κλεισμένη πόρτα, την πόρτα της μετανοίας, όπως έκανε ’κείνος ο δυστυχισμένος πατέρας που γράφει το Ευαγγέλιο, αλλά μήτε συγκινηθήκανε ποτέ τους, μήτε αισθανθήκανε καμιά πίκρα για την απιστία τους, μήτε νοιώσανε πως έχουνε γι’ αυτό καμιά ευθύνη, κανένα φταίξιμο. Όλο το φταίξιμο είναι του Θεού· που δεν φανερώνεται μπροστά τους να τους πει: «Ελάτε! Ψηλαφήστε Με, πιάστε Με, μιλήστε μαζί Μου όπως μιλάτε μεταξύ σας, αναλύστε Με με τη χημεία σας, κομματιάστε Με με το μαχαίρι της ανατομίας σας, ζυγίστε Με, μετρήστε Με, ικανοποιήστε τις άπιστες αισθήσεις σας, χορτάστε με τ’ αχόρταγο λογικό σας!».
Αυτοί οι αυτοτιτλοφορούμενοι άπιστοι, που επιδείχνουνε την εξυπνάδα τους, φουσκωμένοι από τον κούφιον αγέρα της περηφάνειας κι από την πονηρή ευστροφία του μυαλού τους, δεν είναι σε θέση, οι δύστυχοι, να νοιώσουνε πόσο ανόητοι και στενόψυχοι φαίνουνται σε ’κείνους που πιστεύουνε. Γιατί, για να πιστέψουνε, ζητάνε κάποιες αποδείξεις που κάνουνε τον πιστό να τους ελεεινολογεί για την περιορισμένη αντίληψη που έχουνε για το πνεύμα και για τα πνευματικά ζητήματα. Ο πιστός ξέρει πολύ καλά ως πού μπορούνε να φτάξουνε οι διαλογισμοί του άπιστου, γιατί κι αυτός, σαν άνθρωπος, τους έχει εκείνους τους λογισμούς· τους λογισμούς της σάρκας, τους λογισμούς τούτου του κόσμου. Ενώ, ο άπιστος, είναι ανύποπτος για όσα έχει μέσα του ο πιστός και για ό,τι βρίσκεται παραπέρα από την πρακτική γνώση του, δηλαδή για τα μυστήρια που είναι κρυμμένα από τα μάτια του και που γι’ αυτό θεωρεί πως δεν υπάρχουνε. Κι από την ανοησία του κορδώνεται και μιλά με καταφρόνηση για ’κείνους που είναι σε θέση να νοιώσουνε τη βαθύτερη σύσταση του κόσμου, ενώ αυτός, ο δυστυχής, είναι τυφλός και κουφός και θεωρεί πως τ’ ακούει όλα και πως τα βλέπει όλα.
Ο πιστός έχει πνευματικά μάτια και πνευματικά αυτιά, καθώς και κάποια «ὑπὲρ αἴσθησιν» (αισθητήρια). Ο άπιστος, πώς να πάρει είδηση από ’κείνον τον μυστικό κόσμο μόνο με τα χονδροειδή μέσα που έχει, δηλαδή με τις σωματικές αισθήσεις; Πώς να πιάσει τα λεπτά κι αλλόκοτα μυστήρια εκείνου του κόσμου, αφού, ο δυστυχής, δεν έχει τις κεραίες που χρειάζουνται για να τα πιάσει;
Ο Απόστολος Παύλος γράφει στην Α΄ προς Κορινθίους Επιστολή του, με τον τρόπο που γνωρίζει μοναχά αυτός (να γράφει), για το τι είναι σε θέση να νοιώσει ο πιστός και (για) το τι μπορεί να νοιώσει ο άπιστος:
«Λαλούμε», λέγει, «τη σοφία του Θεού που είναι μέσα σε μυστήριο και που είναι κρυμμένη· τη σοφία που προόρισε ο Θεός, πριν από τους αιώνες, για δόξα δική μας· και που, αυτή τη σοφία, δεν τη γνώρισε κανένας από τους άρχοντες τούτου του κόσμου (δηλαδή, τους σοφούς της κοσμικής σοφίας)· και που, αυτή η σοφία ξεσκεπάζει αυτά που, κατά τη Γραφή, δεν τα είδε (ανθρώπινο) μάτι και που δεν τ’ άκουσε (ανθρώπινο) αυτί και που δεν ανεβήκανε στην καρδιά κανενός ανθρώπου, (όλα) εκείνα που ετοίμασε ο Θεός για ’κείνους που Τον αγαπούνε. Αλλά σε ’μας τα φανέρωσε (όλ’ αυτά) ο Θεός, με το Πνεύμα Του το Άγιο.
Επειδή το Άγιο Πνεύμα όλα τα ερευνά, (καθώς) και τα βάθη του Θεού. Γιατί, ποιος άνθρωπος γνωρίζει το μέσα του ανθρώπου, παρά μονάχα το πνεύμα του ανθρώπου που είναι μέσα στον άνθρωπο; Έτσι και τα μυστήρια του Θεού· δεν τα γνωρίζει κανένας παρά μοναχά το Πνεύμα του Θεού. Κι εμείς δεν πήραμε το πνεύμα του κόσμου (δηλαδή, τη φιλοσοφία και την κοσμική γνώση), αλλά το Πνεύμα του Θεού, για να γνωρίσουμε όσα χάρισε σε ’μας ο Θεός.
Κι αυτά (τα χαρίσματα) δεν τα εκφράζουμε με λόγια που διδάσκεται η ανθρώπινη σοφία, αλλά με λόγια που διδάσκει το Άγιο Πνεύμα, μιλώντας σε πνευματικούς ανθρώπους με πνευματικό τρόπο. Πλην, ο άνθρωπος που έχει τη σαρκική γνώση (τον ορθολογισμό), δεν παραδέχεται όσα διδάσκει το Πνεύμα του Θεού, γιατί τα νομίζει για ανοησίες και (γιατί) δεν είναι σε θέση να καταλάβει πώς ανακρίνεται πνευματικά (από Αυτό το Ίδιο το Πνεύμα). Ο πνευματικός όμως άνθρωπος, (μπορεί και) ανακρίνει κάθε άνθρωπο, ενώ αυτός από κανέναν (κοσμικό και σαρκικό άνθρωπο) δεν ανακρίνεται (βλ. Α΄ Κορ. 2:6–15).
Η απιστία υπήρχε πάντα. Μα σήμερα, με την αποτρόπαια ματαιοδοξία που μας τρώγει, την επιδείχνουμε σαν να μας δίνει τη μεγαλύτερη αξία. Όποιος έχει πίστη στον Θεό και στην αλήθεια που φανέρωσε, είναι καταφρονεμένος, σα στενόμυαλος κι ανόητος, και τραβά πάνω του όλα τα περιγελάσματα. Λογαριάζεται για «βλαμμένος» από τον πολύν κόσμο, μάλιστα από τον κόσμο που ξέρει να «τα καταφέρνει» στη ζωή, να «πετυχαίνει», να βγάζει λεφτά, να καλοπερνά, να μη δίνει πεντάρα για τίποτα, κατά το ρητό που λέγει: «Να φάμε, να πιούμε κι αύριο ας πεθάνουμε». Για τούτο, χρειάζεται να έχει μεγάλο θάρρος και να περιφρονά την εκτίμηση του κόσμου και το υλικό συμφέρον του, όποιος λέγει πως έχει πίστη στον Θεό.
Ενώ εκείνον που δεν πιστεύει σε τίποτα, α΄) Τον έχει ο κόσμος σε μεγάλη υπόληψη και σεβασμό, μάλιστα δε, όσο περισσότερο άπιστος λέγει πως είναι, τόσο περισσότερη είναι η εκτίμηση που φανερώνει ο «έξυπνος» και «σοβαρός» κόσμος στο πρόσωπό του. Ο τέτοιος άνθρωπος είναι συνοφρυωμένος, με λίγα και βαριά λόγια, αράθυμος κι απότομος, «θετικός άνθρωπος», «γερό μυαλό». β΄) Όλα του έρχονται βολικά, και δεν σκοτίζεται, δεν στενοχωριέται για τίποτα. Δεν έχει ευθύνες και ζαλούρες: «Εδώ κάτω», λέγει, «είναι η Κόλαση κι ο Παράδεισος. Η ζωή, είναι για να την απολαβαίνουνε οι “έξυπνοι”. Οι κοιμισμένοι κι οι αφιονισμένοι, ας πεθάνουνε!».
Εξάλλου, δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα από το να κάνεις τον άπιστο! Πατάς ένα μονάχο κουμπί, κι όλα σου έρχονται βολικά. Ο διάβολος είπε στον Χριστό: «Πέσε, προσκύνησέ με, και θα γίνουνε οι πέτρες ψωμιά»· «οἱ λίθοι ἄρτοι».
Λέγει, λοιπόν, ο «έξυπνος»: «Να κάθεσαι, άνθρωπος με τετρακόσια μυαλά, να χάνεις τον καιρό σου με χαζομάρες σαν τις γριές, με θεούς, με κόλαση και με παράδεισο, με καντήλια, με θυμιατά, με δισκοπότηρα, με παπάδες και με καλόγριες;! Και, σε ποια εποχή; Στην εποχή μας, που η επιστήμη στέλνει ανθρώπους στους πλανήτες;! Ακούς, φίλε μου, βλακεία που έχει αυτός ο κόσμος;!».
Αυτά, λένε για τους πιστούς οι «έξυπνοι» και οι τιμημένοι τούτου του κόσμου, και τους χειροκροτούνε οι πολλοί, που τους έχουνε για φρόνιμους σε όλα, επειδή δεν κυνηγάνε ίσκιους, αλλά έχουνε μυαλό γερό και επιτυχαίνουνε σε ό,τι καταπιαστούνε.
Ναι! Επιτυχαίνουνε, γιατί, μ’ έναν λόγο, η απιστία είναι «η πλατιά η θύρα και ο ευρύχωρος ο δρόμος» (βλ. Ματθ. 7:13), που δεν πιστεύουνε πως είναι αυτός που «οδηγεί στην απώλεια» όπως είπε ο Χριστός, αλλά στην επίγεια ευδαιμονία. Ενώ η πίστη είναι «η στενή η θύρα και ο δρόμος που είναι γεμάτος θλίψεις και δοκιμασίες» (βλ. Ματθ. 7:14), που δεν πιστεύουνε όμως πως αυτός είναι «που οδηγεί προς τη ζωή», αλλά στην επίγεια δυστυχία και περιφρόνηση. «Πολλοί είναι εκείνοι που περνάνε την πλατιά πύλη», κατά τον λόγο του Κυρίου, «και λίγοι εκείνοι που βρίσκουν τη στενή πύλη».
Όλοι οι άπιστοι λένε πως αν βλέπανε ένα θαύμα, θα πιστεύανε. Μα η πίστη δεν έρχεται με τη βία, αλλά με τη συγκατάθεση της ψυχής. Γι’ αυτό, σε όσους ζητάνε θαύμα για να πιστέψουνε, δεν δίνεται· κατά τον λόγο που είπε ο Χριστός στους Φαρισαίους: «Πονηρή και μοιχαλίδα γενιά! Που ζητάει θαύμα και θαύμα δεν πρόκειται να της δοθεί!» (Ματθ. 16:4). Αλλά και θαύμα να δει ένας άπιστος, η περηφάνεια δεν τον αφήνει να πιστέψει, για να μη φανεί ευκολόπιστος και καταφρονεθεί.
Η παγερή απιστία κι ο χιονιάς του μηδενισμού έχουνε κάνει τη ψυχή του ανθρώπου μιαν αποτρόπαιη έρημο. Αληθινά, οι σημερινοί άνθρωποι είναι «αυτοί που δεν έχουν ελπίδα» (βλ. Α΄ Θεσσ. 4:13), που λέγει ο Απόστολος Παύλος. Και σ’ έναν κόσμο που δεν υπάρχει το χαροποιό φως της ελπίδας, ποια ευτυχία μπορεί να υπάρξει; Ρωτώ να μάθω! Και τούτοι οι (σημερινοί) κατάδικοι της απελπισίας πασχίζουνε να ψευτοπαρηγορηθούνε με κάτι γιατροσόφια, καταγινόμενοι, άλλοι με τα μάταια ψαξίματα του κατασκότεινου μυαλού τους, άλλοι με λογής–λογής μανίες, άλλοι με λογοτεχνίες, με θέατρα, με στοιχήματα, με κουβέντες δίχως σημασία, και με ένα σωρό μάταια και ψεύτικα. Σωστά έγραφε ο Βλάσιος Πασκάλ (Blaise Pascal, 1623–1662) για τους τέτοιους άθεους τούτα τα λόγια: «Αληθινά, είναι για δόξα της θρησκείας το να έχει για εχθρούς της κάποιους ανθρώπους τόσο ανόητους!».
Αυτοί οι δυστυχισμένοι άνθρωποι λένε πως νοιώθουνε μέσα τους ένα σωρό ανησυχίες, κι ωστόσο δεν καταλαβαίνουνε καμιά ενόχληση από την αλαζονεία, από τη φιλοδοξία, από την ακολασία, μ’ έναν λόγο, από την κάθε λογής πνευματική ασκήμια κι ακαταστασία που φωλιάζει μέσα τους. Πώς, λοιπόν, να γυρέψουνε το γιατρό, αφού δεν νοιώθουνε την αρρώστιά τους; Η αποκτήνωση τούς χαρίζει τη μακαριότητα.
«Όποιος δεν ένοιωσε την ειρήνη, δεν ένοιωσε τη χαρά», λέγει ένας άγιος. Μα, μπορεί να ειρηνέψει μια ψυχή δίχως την ελπίδα; Και, μπορεί να υπάρχει ελπίδα, εκεί που φωλιάζει ο θάνατος; Η μυρουδιά του θανάτου βρίσκεται μέσα στον άθεο· και ’κείνος, ο δυστυχής, θαρρεί πως αυτή η βρώμα βρίσκεται μέσα στις ψυχές που ευωδιάζουνε από την ελπίδα του Θεού! Αυτό το λέγει, με τούτον τον εξαίσιον τρόπον, ο Απόστολος Παύλος: «Εμείς, που έχουμε την πίστη, είμαστε ευωδία του Θεού, που ευωδιάζουμε και για τους σωσμένους αλλά και για τους χαμένους. Και σε ’κείνους, που έχουνε μέσα τους τη μυρουδιά του θανάτου, μυρίζουμε θάνατο· ενώ σε ’κείνους, που έχουνε μέσα τους τη μυρουδιά της ζωής, μυρίζουμε ζωή...» (Β΄ Κορ. 2:15–16).
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
(1895–1965)
Δεν μιλώ για τον άνθρωπο που έχει πόθο να πιστέψει, μα δε μπορεί, μ’ όλο που κατά βάθος πάντα η αιτία της απιστίας είναι η περηφάνεια, αυτή η οχιά, που κρύβεται τόσο επιτήδεια μέσα στον άνθρωπο, που δε μπορεί να την καταλάβει.
Όπως και νά ’ναι, οι άνθρωποι που αγωνίζουνται και πολεμάνε με τον άπιστο εαυτό τους, έχουνε όλη τη συμπόνεσή μας. Γι’ αυτούς παρακαλούμε, όσοι πιστεύουνε, να τους βοηθήσει ο Θεός να πιστέψουνε, όπως έκανε και σε ’κείνον τον πατέρα που είχε αρρωστήσει το παιδί του και παρακάλεσε τον Χριστό να το γιατρέψει. Και ’Κείνος του είπε: «Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σε ’κείνον που πιστεύει». Και τότε ο πατέρας του παιδιού έκραξε με δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε! Βοήθα με στην απιστία μου!» (Μάρκ. 9:24)· δηλαδή (ήταν σαν Του να έλεγε): «Έχω πόθο να πιστέψω. Κι Εσύ, Κύριε, δυνάμωσέ τον».
Οι άπιστοι, για τους οποίους μιλούμε, δεν είναι τέτοιοι. Όχι μοναχά δεν κλάψανε ποτέ, για να ανοίξουνε με τον πόνο και με τη συντριβή την κλεισμένη πόρτα, την πόρτα της μετανοίας, όπως έκανε ’κείνος ο δυστυχισμένος πατέρας που γράφει το Ευαγγέλιο, αλλά μήτε συγκινηθήκανε ποτέ τους, μήτε αισθανθήκανε καμιά πίκρα για την απιστία τους, μήτε νοιώσανε πως έχουνε γι’ αυτό καμιά ευθύνη, κανένα φταίξιμο. Όλο το φταίξιμο είναι του Θεού· που δεν φανερώνεται μπροστά τους να τους πει: «Ελάτε! Ψηλαφήστε Με, πιάστε Με, μιλήστε μαζί Μου όπως μιλάτε μεταξύ σας, αναλύστε Με με τη χημεία σας, κομματιάστε Με με το μαχαίρι της ανατομίας σας, ζυγίστε Με, μετρήστε Με, ικανοποιήστε τις άπιστες αισθήσεις σας, χορτάστε με τ’ αχόρταγο λογικό σας!».
Αυτοί οι αυτοτιτλοφορούμενοι άπιστοι, που επιδείχνουνε την εξυπνάδα τους, φουσκωμένοι από τον κούφιον αγέρα της περηφάνειας κι από την πονηρή ευστροφία του μυαλού τους, δεν είναι σε θέση, οι δύστυχοι, να νοιώσουνε πόσο ανόητοι και στενόψυχοι φαίνουνται σε ’κείνους που πιστεύουνε. Γιατί, για να πιστέψουνε, ζητάνε κάποιες αποδείξεις που κάνουνε τον πιστό να τους ελεεινολογεί για την περιορισμένη αντίληψη που έχουνε για το πνεύμα και για τα πνευματικά ζητήματα. Ο πιστός ξέρει πολύ καλά ως πού μπορούνε να φτάξουνε οι διαλογισμοί του άπιστου, γιατί κι αυτός, σαν άνθρωπος, τους έχει εκείνους τους λογισμούς· τους λογισμούς της σάρκας, τους λογισμούς τούτου του κόσμου. Ενώ, ο άπιστος, είναι ανύποπτος για όσα έχει μέσα του ο πιστός και για ό,τι βρίσκεται παραπέρα από την πρακτική γνώση του, δηλαδή για τα μυστήρια που είναι κρυμμένα από τα μάτια του και που γι’ αυτό θεωρεί πως δεν υπάρχουνε. Κι από την ανοησία του κορδώνεται και μιλά με καταφρόνηση για ’κείνους που είναι σε θέση να νοιώσουνε τη βαθύτερη σύσταση του κόσμου, ενώ αυτός, ο δυστυχής, είναι τυφλός και κουφός και θεωρεί πως τ’ ακούει όλα και πως τα βλέπει όλα.
Ο πιστός έχει πνευματικά μάτια και πνευματικά αυτιά, καθώς και κάποια «ὑπὲρ αἴσθησιν» (αισθητήρια). Ο άπιστος, πώς να πάρει είδηση από ’κείνον τον μυστικό κόσμο μόνο με τα χονδροειδή μέσα που έχει, δηλαδή με τις σωματικές αισθήσεις; Πώς να πιάσει τα λεπτά κι αλλόκοτα μυστήρια εκείνου του κόσμου, αφού, ο δυστυχής, δεν έχει τις κεραίες που χρειάζουνται για να τα πιάσει;
Ο Απόστολος Παύλος γράφει στην Α΄ προς Κορινθίους Επιστολή του, με τον τρόπο που γνωρίζει μοναχά αυτός (να γράφει), για το τι είναι σε θέση να νοιώσει ο πιστός και (για) το τι μπορεί να νοιώσει ο άπιστος:
«Λαλούμε», λέγει, «τη σοφία του Θεού που είναι μέσα σε μυστήριο και που είναι κρυμμένη· τη σοφία που προόρισε ο Θεός, πριν από τους αιώνες, για δόξα δική μας· και που, αυτή τη σοφία, δεν τη γνώρισε κανένας από τους άρχοντες τούτου του κόσμου (δηλαδή, τους σοφούς της κοσμικής σοφίας)· και που, αυτή η σοφία ξεσκεπάζει αυτά που, κατά τη Γραφή, δεν τα είδε (ανθρώπινο) μάτι και που δεν τ’ άκουσε (ανθρώπινο) αυτί και που δεν ανεβήκανε στην καρδιά κανενός ανθρώπου, (όλα) εκείνα που ετοίμασε ο Θεός για ’κείνους που Τον αγαπούνε. Αλλά σε ’μας τα φανέρωσε (όλ’ αυτά) ο Θεός, με το Πνεύμα Του το Άγιο.
Επειδή το Άγιο Πνεύμα όλα τα ερευνά, (καθώς) και τα βάθη του Θεού. Γιατί, ποιος άνθρωπος γνωρίζει το μέσα του ανθρώπου, παρά μονάχα το πνεύμα του ανθρώπου που είναι μέσα στον άνθρωπο; Έτσι και τα μυστήρια του Θεού· δεν τα γνωρίζει κανένας παρά μοναχά το Πνεύμα του Θεού. Κι εμείς δεν πήραμε το πνεύμα του κόσμου (δηλαδή, τη φιλοσοφία και την κοσμική γνώση), αλλά το Πνεύμα του Θεού, για να γνωρίσουμε όσα χάρισε σε ’μας ο Θεός.
Κι αυτά (τα χαρίσματα) δεν τα εκφράζουμε με λόγια που διδάσκεται η ανθρώπινη σοφία, αλλά με λόγια που διδάσκει το Άγιο Πνεύμα, μιλώντας σε πνευματικούς ανθρώπους με πνευματικό τρόπο. Πλην, ο άνθρωπος που έχει τη σαρκική γνώση (τον ορθολογισμό), δεν παραδέχεται όσα διδάσκει το Πνεύμα του Θεού, γιατί τα νομίζει για ανοησίες και (γιατί) δεν είναι σε θέση να καταλάβει πώς ανακρίνεται πνευματικά (από Αυτό το Ίδιο το Πνεύμα). Ο πνευματικός όμως άνθρωπος, (μπορεί και) ανακρίνει κάθε άνθρωπο, ενώ αυτός από κανέναν (κοσμικό και σαρκικό άνθρωπο) δεν ανακρίνεται (βλ. Α΄ Κορ. 2:6–15).
Η απιστία υπήρχε πάντα. Μα σήμερα, με την αποτρόπαια ματαιοδοξία που μας τρώγει, την επιδείχνουμε σαν να μας δίνει τη μεγαλύτερη αξία. Όποιος έχει πίστη στον Θεό και στην αλήθεια που φανέρωσε, είναι καταφρονεμένος, σα στενόμυαλος κι ανόητος, και τραβά πάνω του όλα τα περιγελάσματα. Λογαριάζεται για «βλαμμένος» από τον πολύν κόσμο, μάλιστα από τον κόσμο που ξέρει να «τα καταφέρνει» στη ζωή, να «πετυχαίνει», να βγάζει λεφτά, να καλοπερνά, να μη δίνει πεντάρα για τίποτα, κατά το ρητό που λέγει: «Να φάμε, να πιούμε κι αύριο ας πεθάνουμε». Για τούτο, χρειάζεται να έχει μεγάλο θάρρος και να περιφρονά την εκτίμηση του κόσμου και το υλικό συμφέρον του, όποιος λέγει πως έχει πίστη στον Θεό.
Ενώ εκείνον που δεν πιστεύει σε τίποτα, α΄) Τον έχει ο κόσμος σε μεγάλη υπόληψη και σεβασμό, μάλιστα δε, όσο περισσότερο άπιστος λέγει πως είναι, τόσο περισσότερη είναι η εκτίμηση που φανερώνει ο «έξυπνος» και «σοβαρός» κόσμος στο πρόσωπό του. Ο τέτοιος άνθρωπος είναι συνοφρυωμένος, με λίγα και βαριά λόγια, αράθυμος κι απότομος, «θετικός άνθρωπος», «γερό μυαλό». β΄) Όλα του έρχονται βολικά, και δεν σκοτίζεται, δεν στενοχωριέται για τίποτα. Δεν έχει ευθύνες και ζαλούρες: «Εδώ κάτω», λέγει, «είναι η Κόλαση κι ο Παράδεισος. Η ζωή, είναι για να την απολαβαίνουνε οι “έξυπνοι”. Οι κοιμισμένοι κι οι αφιονισμένοι, ας πεθάνουνε!».
Εξάλλου, δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα από το να κάνεις τον άπιστο! Πατάς ένα μονάχο κουμπί, κι όλα σου έρχονται βολικά. Ο διάβολος είπε στον Χριστό: «Πέσε, προσκύνησέ με, και θα γίνουνε οι πέτρες ψωμιά»· «οἱ λίθοι ἄρτοι».
Λέγει, λοιπόν, ο «έξυπνος»: «Να κάθεσαι, άνθρωπος με τετρακόσια μυαλά, να χάνεις τον καιρό σου με χαζομάρες σαν τις γριές, με θεούς, με κόλαση και με παράδεισο, με καντήλια, με θυμιατά, με δισκοπότηρα, με παπάδες και με καλόγριες;! Και, σε ποια εποχή; Στην εποχή μας, που η επιστήμη στέλνει ανθρώπους στους πλανήτες;! Ακούς, φίλε μου, βλακεία που έχει αυτός ο κόσμος;!».
Αυτά, λένε για τους πιστούς οι «έξυπνοι» και οι τιμημένοι τούτου του κόσμου, και τους χειροκροτούνε οι πολλοί, που τους έχουνε για φρόνιμους σε όλα, επειδή δεν κυνηγάνε ίσκιους, αλλά έχουνε μυαλό γερό και επιτυχαίνουνε σε ό,τι καταπιαστούνε.
Ναι! Επιτυχαίνουνε, γιατί, μ’ έναν λόγο, η απιστία είναι «η πλατιά η θύρα και ο ευρύχωρος ο δρόμος» (βλ. Ματθ. 7:13), που δεν πιστεύουνε πως είναι αυτός που «οδηγεί στην απώλεια» όπως είπε ο Χριστός, αλλά στην επίγεια ευδαιμονία. Ενώ η πίστη είναι «η στενή η θύρα και ο δρόμος που είναι γεμάτος θλίψεις και δοκιμασίες» (βλ. Ματθ. 7:14), που δεν πιστεύουνε όμως πως αυτός είναι «που οδηγεί προς τη ζωή», αλλά στην επίγεια δυστυχία και περιφρόνηση. «Πολλοί είναι εκείνοι που περνάνε την πλατιά πύλη», κατά τον λόγο του Κυρίου, «και λίγοι εκείνοι που βρίσκουν τη στενή πύλη».
Όλοι οι άπιστοι λένε πως αν βλέπανε ένα θαύμα, θα πιστεύανε. Μα η πίστη δεν έρχεται με τη βία, αλλά με τη συγκατάθεση της ψυχής. Γι’ αυτό, σε όσους ζητάνε θαύμα για να πιστέψουνε, δεν δίνεται· κατά τον λόγο που είπε ο Χριστός στους Φαρισαίους: «Πονηρή και μοιχαλίδα γενιά! Που ζητάει θαύμα και θαύμα δεν πρόκειται να της δοθεί!» (Ματθ. 16:4). Αλλά και θαύμα να δει ένας άπιστος, η περηφάνεια δεν τον αφήνει να πιστέψει, για να μη φανεί ευκολόπιστος και καταφρονεθεί.
Η παγερή απιστία κι ο χιονιάς του μηδενισμού έχουνε κάνει τη ψυχή του ανθρώπου μιαν αποτρόπαιη έρημο. Αληθινά, οι σημερινοί άνθρωποι είναι «αυτοί που δεν έχουν ελπίδα» (βλ. Α΄ Θεσσ. 4:13), που λέγει ο Απόστολος Παύλος. Και σ’ έναν κόσμο που δεν υπάρχει το χαροποιό φως της ελπίδας, ποια ευτυχία μπορεί να υπάρξει; Ρωτώ να μάθω! Και τούτοι οι (σημερινοί) κατάδικοι της απελπισίας πασχίζουνε να ψευτοπαρηγορηθούνε με κάτι γιατροσόφια, καταγινόμενοι, άλλοι με τα μάταια ψαξίματα του κατασκότεινου μυαλού τους, άλλοι με λογής–λογής μανίες, άλλοι με λογοτεχνίες, με θέατρα, με στοιχήματα, με κουβέντες δίχως σημασία, και με ένα σωρό μάταια και ψεύτικα. Σωστά έγραφε ο Βλάσιος Πασκάλ (Blaise Pascal, 1623–1662) για τους τέτοιους άθεους τούτα τα λόγια: «Αληθινά, είναι για δόξα της θρησκείας το να έχει για εχθρούς της κάποιους ανθρώπους τόσο ανόητους!».
Αυτοί οι δυστυχισμένοι άνθρωποι λένε πως νοιώθουνε μέσα τους ένα σωρό ανησυχίες, κι ωστόσο δεν καταλαβαίνουνε καμιά ενόχληση από την αλαζονεία, από τη φιλοδοξία, από την ακολασία, μ’ έναν λόγο, από την κάθε λογής πνευματική ασκήμια κι ακαταστασία που φωλιάζει μέσα τους. Πώς, λοιπόν, να γυρέψουνε το γιατρό, αφού δεν νοιώθουνε την αρρώστιά τους; Η αποκτήνωση τούς χαρίζει τη μακαριότητα.
«Όποιος δεν ένοιωσε την ειρήνη, δεν ένοιωσε τη χαρά», λέγει ένας άγιος. Μα, μπορεί να ειρηνέψει μια ψυχή δίχως την ελπίδα; Και, μπορεί να υπάρχει ελπίδα, εκεί που φωλιάζει ο θάνατος; Η μυρουδιά του θανάτου βρίσκεται μέσα στον άθεο· και ’κείνος, ο δυστυχής, θαρρεί πως αυτή η βρώμα βρίσκεται μέσα στις ψυχές που ευωδιάζουνε από την ελπίδα του Θεού! Αυτό το λέγει, με τούτον τον εξαίσιον τρόπον, ο Απόστολος Παύλος: «Εμείς, που έχουμε την πίστη, είμαστε ευωδία του Θεού, που ευωδιάζουμε και για τους σωσμένους αλλά και για τους χαμένους. Και σε ’κείνους, που έχουνε μέσα τους τη μυρουδιά του θανάτου, μυρίζουμε θάνατο· ενώ σε ’κείνους, που έχουνε μέσα τους τη μυρουδιά της ζωής, μυρίζουμε ζωή...» (Β΄ Κορ. 2:15–16).
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
(1895–1965)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.