Καί ἐπειδή ἔκανε δεκαέξι ἡμέρες στην πόλη, ὅπως μᾶς ἔλεγε, τίς νύχτες κοιμόταν στό νάρθηκα τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μάρκου.
Ἔτσι, εἶδε πῶς γίνεται ἡ ἀκολουθία τῆς ἐκκλησίας στις πόλεις, ἔμαθε μάλιστα και μερικά τροπάρια και γύρισε πίσω πάλι στον Γέροντα.
Τοῦ λέει λοιπόν ὁ Γέροντάς του:
«Σε βλέπω, παιδί μου, ταραγμένο μήπως σου συνέβη κάποιος πειρασμός στην πόλη;»
Κι ὁ ἀδελφός τοῦ ἀπαντᾶ:
«Πραγματικά, ἀββα, μέ ἀδιαφορία σπαταλοῦμε τόν καιρό μας σ' αὐτήν ἐδῶ τήν ἔρημο· οὔτε κανόνες οὔτε τροπάρια ψάλλουμε.
Γιατί, ὅταν βρέθηκα στην Αλεξάνδρεια, είδα τήν τάξη τῆς ἐκκλησίας πῶς ψάλλουν καί μ' ἔπιασε μεγάλη λύπη γιατί δέν ψάλλουμε κι ἐμεῖς κανόνες καί τροπάρια;»
Τοῦ λέει τότε ὁ Γέροντας:
«Αλίμονό μας, παιδί μου, γιατί ἔφθασαν οἱ μέρες πού οἱ μοναχοί θ᾿ ἀφήσουν τη στερεά τροφή, πού ὑπαγόρευσε τό Ἅγιο Πνεῦμα, καί θά ἀκολουθήσουν ψαλσίματα και μελωδίες.
Ποιά ἀλήθεια κατάνυξη καί τί λογῆς δάκρυα μποροῦν νά προέλθουν ἀπό τά τροπάρια;
Τί κατάνυξη μπορεῖ νά ἔχει ὁ μοναχός, ὅταν στέκεται στήν ἐκκλησία ή στο κελί καί ὑψώνει τή φωνή του ὅπως τα βόδια;
Τήν ὥρα πού παρουσιαζόμαστε μπροστά στόν Θεό, ὀφείλουμε μέ πολλή κατάνυξη να στεκόμαστε καί ὄχι μέ ἔπαρση.
Σίγουρα δέν βγῆκαν οἱ μοναχοί στήν ἔρημο αὐτή γιά νά παρουσιάζονται στον Θεό καί νά παίρνουν ὑπερήφανη στάση, να ψάλλουν τροπάρια καί νά ρυθμίζουν μελωδίες, να κουνᾶνε ἐδῶ κι ἐκεῖ τά χέρια και να μετακινοῦν τά πόδια.
Ἀντίθετα, ὀφείλουμε μέ πολύ φόβο καί τρόμο, μέ δάκρυα καί στεναγμούς, μέ εὐλάβεια, καί μέ χαμηλή καί ταπεινή φωνή, πού δημιουργεῖ κατάνυξη, να προσφέρουμε τις προσευχές μας στόν Θεός.
Καί νά, σοῦ τό λέω, παιδί μου, ὅτι θά ρθοῦν ἡμέρες κατά τίς ὁποῖες οἱ χριστιανοί θά καταστρέφουν τα βιβλία τῶν ἁγίων Εὐαγγελίων, τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν θαυμασίων προφητῶν, σβήνοντας τίς ἅγιες γραφές καί γράφοντας τροπάρια καί λόγους ἑλληνικούς, ὁπότε θά διασκορπίζεται ὁ νοῦς σέ τροπάρια καί στίς θεωρίες τῶν ῾Ελλήνων.
Γι' αὐτό ἐξάλλου εἶπαν οἱ πατέρες μας, νά μή γράφουν οἱ καλλιγράφοι, πού βρίσκονται σ' αὐτή τήν ἔρημο, τούς βίους καί λόγους τῶν ἁγίων πάνω σε μεμβράνη ἀλλά σέ πάπυρο γιατί σκοπεύει ἡ γενεά πού ἔρχεται νά σβήνουν τούς βίους τῶν ἁγίων πατέρων καί νά γράφουν αὐτά πού θέλουν αὐτοί».
Τοῦ εἶπε τότε ὁ ἀδελφός:
«Ἀλήθεια, θά ἀλλάξουν οἱ συνήθειες καί οἱ παραδόσεις τῶν χριστιανῶν καί δέν θά ὑπάρχουν ἱερεῖς στήν ἐκκλησία, ὥστε νά μποροῦν νά γίνονται τέτοια πράγματα;»
«Ἐκεῖνο τόν καιρό θά ψυχρανθεῖ ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν καί θά πέσει μεγάλη θλίψη·
θά γίνουν ἐπιδρομές ἐθνῶν, μετακινήσεις λαῶν, ἀστάθεια στούς βασιλεῖς, ἀνωμαλία στούς κυβερνῆτες, οἱ ἱερεῖς θά γίνουν ἄσωτοι καί οἱ μοναχοί θά ζοῦν μέ ἀμέλεια. Οἱ ἡγούμενοι θά ἀδιαφοροῦν γιά τή δική τους σωτηρία ἀλλά καί τοῦ ποιμνίου τους· θά εἶναι ὅλοι τους πρόθυμοι καί πρῶτοι στά τραπέζια καί ἐριστικοί ὀκνηροί στις προσευχές ἀλλά πρόθυμοι στήν καταλαλιά, ἕτοιμοι για κατηγόρια· δέν θά θέλουν οὔτε νά μιμοῦνται οὔτε νά ἀκοῦνε βίους καί λόγους Γερόντων, ἀλλά κυρίως θά φλυαροῦν καί θά λένε “ἄν ζούσαμε κι ἐμεῖς στις μέρες τους, θά ἀγωνιζόμασταν κι ἐμεῖς”.
Οἱ ἐπίσκοποι πάλι τῶν καιρῶν ἐκείνων θά δείχνουν δουλικότητα πρός τούς ἰσχυρούς· θά βγάζουν τίς ἀποφάσεις ανάλογα μέ τά δῶρα πού θα παίρνουν καί δέν θά ὑπερασπίζονται τούς φτωχούς, ὅταν θά κρίνονται θά θλίβουν τίς χῆρες καί θά καταταλαιπωροῦν τά ὀρφανά. Ακόμη θά εισχωρήσει καί στόν λαό ἀπιστία, ἀσωτία, μίσος, ἔχθρα, ζήλεια, φιλονικία, κλεψιά, μέθη, ἔξαλλες διασκεδάσεις, μοιχεία, πορνεία, φόνοι και διαρπαγές». Είπε τότε ὁ ἀδελφός:
«Καί τί θά μπορεῖ νά κάνει κανείς σέ τέτοιους δύσκολους καιρούς;»
Καί ἀπάντησε ὁ Γέροντας:
«Παιδί μου, σέ τέτοιες μέρες θά σωθεῖ ἐκεῖνος πού θέλει καί προσπαθεῖ νά σώσει τήν ψυχή του καί αὐτός θά όνομαστεί μέγας στη Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν».
Από το βιβλίο: Τό Μέγα Γεροντικόν Τόμος Α΄
Κεφάλαιο Α' σσ. 109-113
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.