Το 1227 κατέλαβαν την Γεωργία οι Χωράσμιοι*, περσική φυλή, με αρχηγό τον Τζαλαλεντίν. Πολιόρκησε την Τιφλίδα ωστόσο, λόγω της ηρωικής άμυνας των υπερασπιστών της, δεν μπορούσε να την κυριέψει, παρά τις αλλεπάλληλες επιθέσεις του. Και αναμφίβολα η πόλη θα είχε μείνει απόρθητη, αν δεν βοηθούσαν τον εχθρό οι Πέρσες
κάτοικοί της. Τί έγινε, δηλαδή;
κάτοικοί της. Τί έγινε, δηλαδή;
Στο νοτιοανατολικό τμήμα της Τιφλίδας ζούσαν από χρόνια πολλοί Πέρσες, που ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο. Κάποιοι απ’ αυτούς, λοιπόν, ήρθαν σε μυστική συνεννόηση με τον Ντζαλαλαλντίν και συμφώνησαν μαζί του ν’ ανοίξουν σε προκαθορισμένη μέρα και ώρα τη νοτιοανατολική πύλη του τείχους, τη λεγόμενη Γαντζίς –Κάρι. Από την πύλη εκείνη θα έμπαιναν οι στρατιώτες στην πόλη και θα την κυρίευαν.
Το σχέδιό τους στεφανώθηκε από απόλυτη επιτυχία. Έτσι, ένα πρωί, έκπληκτοι και έντρομοι οι κάτοικοι της πρωτεύουσας είδαν τους δρόμους γεμάτους πάνοπλους Πέρσες πολεμιστές. Η φρουρά της πόλης, πάντως, με επικεφαλής το Μέμνονα, έπεσε πάνω τους χωρίς να χάσει καιρό. Οδομαχίες απερίγραπτης σκληρότητας άρχισαν. Οι αντίπαλοι πολεμούσαν λυσσαλέα σώμα με σώμα. Η απελπισμένη μαχητικότητα των Γεωργιανών ήταν απίστευτη.
Ο Μέμνων με το σπαθί του θέριζε τα κεφάλια των εχθρών. Σε μια στιγμή όμως, από την πολλή ορμή, του έφυγε το κράνος. Τότε κάποιος από τους Πέρσες της Τιφλίδας πέταξε στο ακάλυπτο κεφάλι του ένα ακόντιο και τον σκότωσε.
Οι Γεωργιανοί, χάνοντας τον ανδρείο αρχηγό τους, έχασαν και το ηθικό τους. Σάστισαν και λιγοψύχησαν. Έτσι οι εχθροί δεν άργησαν να τους διαλύσουν για να παραδώσουν ύστερα την πόλη στη φωτιά και το ξίφος. Αναρίθμητοι χριστιανοί – άνδρες, γυναίκες και παιδιά – σφάχτηκαν, ενώ εκατό χιλιάδες αιχμαλωτίστηκαν. Όλα τα κτίρια λεηλατήθηκαν και όλοι οι ναοί βεβηλώθηκαν, πριν πυρποληθούν και ερειπωθούν. Μέσα σ’ ελάχιστο χρόνο εκεί όπου κάποτε απλωνόταν μια ωραία και ζωντανή πόλη, δεν υπήρχαν παρά χαλάσματα, καπνοί και πτώματα. Ό,τι είχε μείνει από την Ιερουσαλήμ μετά την καταστροφή της από τους Ρωμαίους, το 70 μ. Χ., έμεινε και τώρα από την Τιφλίδα.
Ο Ντζαλαλαλντίν, κύριος πια όλης της πόλης, πρόσταξε να βγάλουν τον τρούλο από τον καθεδρικό ναό της Αγίας Σιών και στη θέση εκείνου να στήσουν τη σκηνή του. Όταν η προσταγή του εκτελέστηκε, ανέβηκε εκεί, για ν’ αγναντέψει με ικανοποίηση τα ερείπια της πανέμορφης κάποτε Τιφλίδας.
Πρώτα διατάζει να βγάλουν από το τέμπλο του καθεδρικού ναού τις εικόνες του Κυρίου και της Θεοτόκου και να τις τοποθετήσουν στη μέση μιας γέφυρας, που ενώνει τις όχθες του ποταμού Κύρου. Ύστερα παρατάσσει στρατιώτες με γυμνά σπαθιά στις δυο πλευρές της γέφυρας. Και τέλος, βάζει έναν βροντόφωνο ντελάλη να αναγγείλει στους αιχμαλώτους, που ήταν συγκεντρωμένοι εκεί, την απόφασή του:
-Ο μεγάλος βασιλιάς μας σας προστάζει ν’ αρνηθείτε το Χριστό σας και να δεχθείτε την πίστη μας. Για ν’ αποδείξετε τη μεταστροφή σας, θα πρέπει να φτύσετε και να ποδοπατήσετε αυτές εδώ τις εικόνες. Αν υπακούσετε, θα ελευθερωθείτε αμέσως και θ’ αμειφθείτε με πλούσια δώρα. Αν, απεναντίας, παρακούσετε, θα σφαχθείτε από τα κοφτερά σπαθιά, που βλέπετε στα χέρια των στρατιωτών, και θα ριχθείτε στο ποτάμι.
Ο Ντζαλαλαλντίν ήταν βέβαιος ότι θα συμμορφώνονταν με το πρόσταγμά του, για να μη χάσουν τη ζωή τους. Mα έπεσε έξω. Δεν ήξερε πως η πίστη του γεωργιανού λαού στο Χριστό ήταν τόσο δυνατή, που δεν νικιόταν ούτε από το θάνατο. Έτσι, σαν άκουσαν τον ντελάλη οι εκατό χιλιάδες αιχμάλωτοι χριστιανοί, -άνδρες, γυναίκες, γέροι, νέοι, επίσκοποι, ιερείς και μοναχοί-, ομόψυχα και ολόψυχα αποφάσισαν να προσφέρουν τα σώματά τους «θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τω Θεώ» (Ρωμ. 12,1). Χαίρονταν, μάλιστα, τόσο γιατί θα ομολογούσαν την πίστη τους μπροστά στους βαρβάρους, επισφραγίζοντας την ομολογία με το αίμα τους, όσο και γιατί θα γλύτωναν σύντομα από τα πρόσκαιρα βάσανα, κερδίζοντας με το θείο έλεος τα αιώνια αγαθά της ουράνιας βασιλείας. Η απάντησή τους στο σάχη ήταν ξεκάθαρη:
–Εμείς, με τη χάρη του Κυρίου, είμαστε χριστιανοί. Αυτή την άγια πίστη διδαχθήκαμε και παραλάβαμε από τους προγόνους μας. Ομολογούμε, λοιπόν, μπροστά σας, ότι πιστεύουμε στον Τριαδικό Θεό. Τώρα, βέβαια, επειδή αθετήσαμε τις εντολές Του και περιφρονήσαμε το νόμο Του, δίκαια παραχώρησε την καταστροφή της πατρίδος μας και την αιχμαλώτισή μας από σας, τους άπιστους εχθρούς μας. Ό,τι κι αν πάθουμε όμως, δεν θ’ αρνηθούμε τον αληθινό Θεό μας και δεν θ’ ατιμάσουμε τις σεπτές εικόνες Του. Για την κάθαρσή μας από τις αμαρτίες, που διαπράξαμε στην παρούσα ζωή, είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε μαρτυρικά. Μη νομίσετε, άθεοι, πως είτε ο φόβος του θανάτου είτε τα πλούσια δώρα σας μπορούν να μας χωρίσουν από την αγάπη του Χριστού. Ούτε ένας από μας δεν θα Τον απαρνηθεί! Ούτε ένας από μας δεν θα φτύσει και δεν θα ποδοπατήσει τις ιερές εικόνες! Να τα κεφάλια μας! Κόψτε τα, για ν’ αντικρίσουν το θείο πρόσωπο του Κυρίου.
Και σηκώνοντας τα χέρια στον ουρανό, τελείωσαν με μια σύντομη προσευχή:
–Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού! Ελέησέ μας, δυνάμωσέ μας και δέξου στα χέρια Σου τις ψυχές μας.
Οι στρατιώτες άρχισαν να τους οδηγούν μπροστά στις εικόνες. Ένας – ένας, πλησιάζοντας, αντί να τις φτύσει, τις προσκυνούσε με σεβασμό. Την ίδια στιγμή του έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μαζί με το σώμα στα νερά του ποταμού Κύρου, που κυλούσε κάτω από τη γέφυρα. Μ’ αυτόν τον τρόπο θανατώθηκαν μέσα σε μια μέρα και οι εκατό χιλιάδες αιχμάλωτοι Γεωργιανοί!
Ένας γέροντας…
Αναφέρουν για ένα ασπρομάλλη γέροντα, πως, όταν πλησίασε στις εικόνες και παρακινήθηκε από τους Πέρσες να τις φτύσει, έπεσε στα γόνατα και είπε:
–Μα πώς είναι δυνατό να φτύσω τις ιερές εικόνες του Κυρίου μου και της πανάχραντης Μητέρας Του; Να ξεραθεί το λαρύγγι μου, αν κάνω αυτό που μου ζητούν οι άπιστοι. Θεέ μου, συγχώρεσε με! Παναγία μου, πάρε με στην αγκαλιά σου!
Μ’ αυτά τα λόγια έπεσε πάνω στην εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου και ξεψύχησε. Οι σκληροί δήμιοι, ωστόσο, αποκεφάλισαν ακόμα και το νεκρό γεροντικό του σώμα, πριν το πετάξου στο ποτάμι.
…κι ένας νέος.
Σαν ήρθε η σειρά ενός πανέμορφου νέου, ακόμα και οι θηριόψυχοι Πέρσες λυπήθηκαν τη λεβεντιά του. Προσπαθούσαν, λοιπόν, πολλή ώρα να τον πείσουν ότι έπρεπε να υπακούσει, έστω και φαινομενικά, στην προσταγή του σάχη.
-Να! Του είπαν σε μια στιγμή. Μη φτύσεις τις εικόνες. Φτύσε δίπλα τους. Αυτό φτάνει για να σώσεις τη ζωή σου.
Και πραγματικά ο νέος, σαστισμένος, έφτυσε αριστερά από τις εικόνες. Αμέσως οι Πέρσες, χειροκροτώντας και αλαλάζοντας, τον πήραν παράμερα και άρχισαν να τον αγκαλιάζουν, να τον χαϊδεύουν και να τον συγχαίρουν. Μα ξάφνου εκείνος, σαν να συνήλθε από μια παραζάλη, ξεφώνισε!
–Θεέ μου! Τί έκανα; Είναι δυνατό να μη μαρτυρήσω μαζί με τους αδελφούς μου; Είναι δυνατό να Σ’ απαρνηθώ και ν’ ακολουθήσω τον καταραμένο Μωάμεθ˙ Μονάχα εγώ θα γλυτώσω το θάνατο μ’ αυτόν τον επαίσχυντο τρόπο; Όχι! Δεν θα χωριστώ από τους άλλους χριστιανούς. Έρχομαι κοντά Σου, Κύριε!
Με μιαν απότομη κίνηση, ξέφυγε από τα χέρια των Περσών, έτρεξε στις ιερές εικόνες, έπεσε γονατιστός μπροστά τους και, κλαίγοντας πικρά, κραύγασε:
-Βασίλισσα των ουρανών! Πάρε με, τον άσωτο γιο, κάτω από τη σκέπη σου!
Την ίδια στιγμή παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό. Οι δήμιοι αποκεφάλισαν το νεκρό σώμα του και το πέταξαν στα γοργά νερά του ποταμού, όπως είχαν κάνει πρωτύτερα με το σώμα του γέροντα.
Έτσι, ούτε ένας από τους εκατό χιλιάδες Γεωργιανούς αιχμαλώτους δεν αρνήθηκε τον Κύριο. Όλοι σφαγιάστηκαν θεληματικά, σαν πρόβατα πιστά στον καλό τους Ποιμένα.
Τα επακόλουθα.
Όπως αναφέρει ένας χρονογράφος της εποχής, μπορούσε κανείς να περάσει από τη μια όχθη του ποταμού στην άλλη χωρίς να βρέξει τα πόδια του, πατώντας πάνω στα σώματα των αγίων μαρτύρων. Τα νερά, μάλιστα, ήταν κόκκινα από το χριστιανικό αίμα για δυο ολόκληρες εβδομάδες.
Ο αιμοβόρος Ντζαλαλαλντίν παρακολούθησε το μαρτύριο των αιχμαλώτων από τον τρούλλο του καθεδρικού ναού της Αγίας Σιών, όπου είχε στήσει τη σκηνή του. Όταν όμως θανατώθηκε και ο τελευταίος μάρτυρας, αργά το βράδυ, ουράνιο φως με τη μορφή στύλου κατέβηκε πάνω από τη γέφυρα, καταυγάζοντας όλη την περιοχή, ενώ ταυτόχρονα ένας δυνατός σεισμός γκρέμισε τη σκηνή του σάχη από την κορυφή του ναού.
Από τότε η γέφυρα εκείνη ονομάστηκε «Γέφυρα των Αγίων Εκατό Χιλιάδων Μαρτύρων της Τιφλίδας» ή «Γέφυρα του Μαρτυρίου».
Από το βιβλίο: Οι Άγιοι της Γεωργίας. Έκδοσις: Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωροπός Αττικής. 2004. Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
*Χωράσμιοι: Λαός της Περσίας κατοικών εν τη Σογδιανή χώρα περί τον Ωξον ποταμόν εν τη νυν Καρεσμ ή Χορασάν. ( Ηροδοτ. 3,93 – Διοδ. Σικ. α’ , 115- Strabo, Geography , ΙΙ.8.8.) –Η Χορασμία ή Χωρεσμία είναι μια μεγάλη περιοχή-όαση. Η σημερινή Χορασμία ανήκει μερικώς στο Ουζμπεκιστάν, Καζακστάν και Τουρκμενιστάν. Στην αρχαιότητα αποτελούσε μία από τις τρεις σπουδαιότερες σατραπείες των Περσών. Ο Ηρόδοτος την αναφέρει με το όνομα Χορασίμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.