Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

Ὁ Ἅγιος Θεόδοτος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Κυρήνειας Κύπρου 2 Μαρτίου



Ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. τότε ποὺ τὸ νησὶ τῆς Κύπρου βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὴ βαριὰ Ρωμαϊκὴ σκλαβιά. Ὁ ἐπίσκοπος Θεόδοτος, ἄνθρωπος ταπεινὸς καὶ φλογερὸς στὴν πίστη, μὰ καὶ δραστήριος καὶ φιλάνθρωπος σὲ ὅλους, ἦταν ἕνα ἀληθινὸ δῶρο Θεοῦ γιὰ τὸ πολυβασανισμένο νησί. Οἱ χριστιανοὶ πολὺ τὸν ἀγαποῦσαν. Κι οἱ εἰδωλολάτρες ἐπίσης ἰδιαίτερα τὸν ἐκτιμοῦσαν. Στὸ ἱερὸ πρόσωπό του ἔβλεπαν ὅλοι τὸν στοργικὸ πατέρα καὶ τὸν ἀληθινὸ προστάτη. Μὲ τὰ λόγια του τὰ εὐαγγελικὰ ἁπάλυνε τὸν πόνο τοῦ λαοῦ του καὶ μὲ τὰ ἔργα του τὰ καθημερινά, ἔργα ἀγάπης καὶ καλοσύνης, ἀνακούφιζε τὴ δυστυχία ὅπου τὴν ἔβρισκε.
Ἤρεμα κι ὄμορφα κυλοῦσε ἡ ζωὴ στὴν Κύπρο, μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ξέσπασε ὁ νέος διωγμός. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ προχωροῦσε ὁλοένα στὴ νίκη καὶ τὴ δόξα. Ἡ εἰδωλολατρία ἀντίθετα μέρα μὲ τὴ μέρα ἔφθινε. Βάδιζε πρὸς τὸν θάνατο. Δὲν τῆς ἔμενε παρὰ λίγη ζωή. Κι αὐτὴ τὴ στιγμὴ τὴν ὕστατη σὰν τὸ πληγωμένο θηρίο ὁ πονηρὸς συγκέντρωσε ὅση δύναμη μποροῦσε κι ὄρμισε γιὰ τὴν τελευταία μάχη: Γιὰ τὴν ἐξόντωση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ἡγεμόνας στὸ νησὶ ἦταν ὁ Σαβίνος.
Ἡ Ἱστορία τὸν περιγράφει σὰν ἄνθρωπο σκληρὸ κι ἀδίστακτο στὰ σχέδια καὶ τὶς ἐπιδιώξεις του. Φανατικὸς εἰδωλολάτρης ἐκμεταλλεύεται τὴν εὐκαιρία, γιὰ νὰ ἁρπάξει, νὰ φυλακίσει, νὰ ἐξορκίσει, νὰ θανατώσει κάθε ὀπαδὸ τοῦ Ναζωραίου Ἰησοῦ. Πόνος βαρὺς εἶχε πλακώσει τότε τὶς χριστιανικὲς καρδιές.
Οἱ πιστοὶ «διωκόμενοι, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ τοὶς ὀπαὶς τῆς γῆς" κινδυνεύουν νὰ ἀποκάμουν, νὰ κλονιστοῦν, νὰ πέσουν». Τὰ μαρτύρια εἶναι τρομερά. Πῶς νὰ τὰ ἀντέξουν;

Τὴ στιγμὴ αὐτὴ παρήγορος ἄγγελος προβάλλει ὁ ἱεράρχης τοῦ Θεοῦ. Ἀκούραστος, ἀτρόμητος, ἀλύγιστος τρέχει παντοῦ. Νὰ παρηγορήσει, νὰ τονώσει, νὰ ἐνισχύσει, νὰ ἀτσαλώσει τὴ θέληση γιὰ ἀγῶνα, νὰ ἐνθουσιάσει. Τῆς προσφορᾶς του αὐτῆς τὰ ἀποτελέσματα γίνονται σὲ λίγο παντοῦ αἰσθητά. Οἱ χριστιανοὶ μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη καὶ μὲ ψαλμῳδίες ἱερὲς βαδίζουν στὴν ὁμολογία, τὸ μαρτύριο, τὸν θάνατο. Οἱ εἰδωλολάτρες κατάπληκτοι μπροστὰ στὸ θάρρος τῶν χριστιανῶν καὶ τὴν παρρησία τους ὁμολογοῦν κι αὐτοὶ Θεὸ τοὺς τὸν Χριστὸ καὶ πεθαίνουν μὲ τ' ὄνομά του στὸ στόμα τους.
Ὁ Σαβίνος, ἄνθρωπος πονηρὸς κι ἔξυπνος, δὲν δυσκολεύεται νὰ ἀναγνωρίσει τὸν τροφοδότη αὐτοῦ τοῦ πνεύματος τῶν χριστιανῶν. Κι ἀποφασισμένος νὰ συντρίψει ὁπωσδήποτε τὴν πίστη τὴ χριστιανική, διατάζει νὰ συλλάβουν τὸν ἐπίσκοπο Θεόδοτο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν μπροστά του.
Σὲ λίγο ὁ πολιὸς ἱεράρχης σύρεται δέσμιος μπροστὰ στὸν σκληρὸ ἄρχοντα. Ἡ αἴθουσα εἶναι γεμάτη ἀπὸ εἰδωλολάτρες ἐπισήμους καὶ πάνοπλους στρατιῶτες. Σὲ λαμπρὸ θρόνο κάθεται ὁ ἡγεμόνας. Ἡ ματιά του σκληρὴ καὶ διαπεραστικὴ καρφώθηκε πάνω στὸν ἐπίσκοπο. Καὶ μία φωνὴ βαριὰ κι ἄγρια ἀκούεται νὰ τοῦ λέει:
- Καιρὸς νὰ ξεκαθαρίσεις τὴ θέση σου, γέρο. Καιρὸς νὰ ἔρθεις μαζί μας καὶ νὰ προσφέρεις κι ἐσὺ θυσία στοὺς μεγάλους θεούς μας. Ἀλλιῶς...
Γαλήνιος ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος σπεύδει νὰ δώσει τὴν ἀπάντησή του.
- Ἄρχοντα, τὴν πίστη μου δὲν τὴν ἀρνοῦμαι. Τὸ χρυσάφι ποτὲ δὲν τὸ ἀνταλλάζει ἕνας μὲ τὸ χῶμα. Χρυσάφι ἄδολο εἶναι ἡ πίστη μου. Χῶμα ἄχρηστο τὰ εἴδωλα κι οἱ πέτρες ποὺ λατρεύετε σεῖς. Λίγος καιρὸς θὰ περάσει κι ἡ βασιλεία τῶν θεῶν σου θὰ ἐκλείψει ἀπὸ τὴ γῆ μας. Τοῦ Χριστοῦ μου ἡ βασιλεία ἄφθαρτος καὶ αἰωνία θὰ ξαπλωθεῖ σ' ὅλο τὸν κόσμο. Σ' αὐτὴ τὴ βασιλεία ὑπάρχει θέση καὶ γιὰ σένα καὶ γιὰ ὅλους. Ἐλᾶτε ὅλοι στὸν Χριστό...
Ἡ φωνὴ τοῦ γέροντα ἐπισκόπου, γλυκιὰ καὶ σταθερὴ βγαίνει ἀπ' τὰ στήθη του καὶ καταπλήσσει ὅσους τὸν ἀκοῦνε. Οἱ ἐπίσημοι, οἱ στρατιῶτες καὶ τὰ πλήθη ποὺ παρευρίσκονται τὰ ἔχουν χαμένα. Ποτὲ δὲν περίμεναν ἀπὸ ἕνα γέροντα ἱεράρχη τόσο θάρρος καὶ τόση ἀφοβία. Ὁ ἡγεμόνας σὰν πληρωμένο θεριὸ πετάχτηκε ἀπ' τὴ θέση του καὶ μὲ μανία διατάσσει:
- Στὰ βασανιστήρια. Ἐμπρός! Ἀρχίστε τὰ βασανιστήρια. Οἱ δήμιοι ξεσηκώνονται κι ἀρχίζουν. Μπροστὰ στὸν μαινόμενο ἡγεμόνα ἀφαιροῦν τὰ ἐνδύματα τοῦ ἐπισκόπου καὶ κτυποῦν μὲ τὰ μαστίγια τους. Τὸ γυμνὸ κορμὶ ξεσχίζεται. Τὸ αἷμα τρέχει ἄφθονο καὶ ποτίζει τὴ μαρτυρικὴ γῆ.
Ὁ ἐπίσκοπος σιωπηλὸς κι ἀτάραχος δὲν ἀφήνει οὔτε ἕνα στεναγμὸ νὰ ξεφύγει ἀπ' τὸ στόμα του. Μὲ τὰ μάτια ὑψωμένα στὸν οὐρανὸ προσεύχεται καὶ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ νὰ τὸν βοηθήσει. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου "μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεινάντων τὸ σῶμα τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτείναι" γίνονται γι' αὐτὸν ἀσπίδα καὶ "τεῖχος ἀπροσμάχητον". Ἀλύγιστος δέχεται τὰ κτυπήματα. Οὔτε ἕνα παράπονο δὲν βγαίνει ἀπ' τὰ στήθη του. Μὰ οὔτε κι ἕνα δάκρυ δὲν κυλᾷ ἀπὸ τὰ μάτια του.
Τὴν ἡρωικὴ αὐτὴ στάση του ὑπέροχα ψάλλει κι ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ τοῦτα τὰ λόγια!
- "Καὶ βουνεύροις τυπτόμενος καὶ ἐν ξύλῳ τεινόμενος καὶ πικρῶς ξεόμενος, ἀξιάγαστε, καὶ φυλακὴ συγκλειόμενος, καὶ ἤλοις τοὺς πόδας σου καθηλούμενος δεινῶς πυρωθέντι κραββάτω τὲ προσκλινόμενος, ἀπερίτρεπτος ὤφθης τὸν ἐν πάσι, δυναμούντα σὲ δοξάζων, ἱερομάρτυς Θεόδοτε".
Ἡ σιωπὴ κι ἡ καρτερία τοῦ μάρτυρος ἐξοργίζει περισσότερο τὸν ἀνάλγητο ἡγεμόνα, ποὺ δίνει ἐντολὴ γιὰ δεύτερο βασανιστήριο.
Μὲ τρεμάμενα χέρια παίρνουν οἱ δήμιοι τὰ σιδερένια νύχια. Μὲ δυσκολία τὰ βυθίζουν στὸ σῶμα τοῦ ἁγίου καὶ τὸ ξεσχίζουν. Τὸ αἷμα τώρα τρέχει σὰν ποτάμι. Τὸ κορμὶ σφαδᾴζει. Οἱ πόνοι συγκλονίζουν τὸν μάρτυρα. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἄλλοι δήμιοι μὲ λαμπάδες καῖνε τὶς ἀνοιγμένες πληγές. Τὰ πλήθη, ποὺ μὲ συγκρατημένη ἀναπνοὴ παρακολουθοῦν τὸ μαρτύριο, κλαίγουν καὶ θρηνοῦν.
Ὁ ἅγιος καὶ πάλιν γενναῖος καὶ καρτερικὸς δὲν κάμπτεται. Κάποια στιγμὴ μονάχα ἀνοίγει τὸ στόμα του. Ὄχι γιὰ νὰ ὑβρίσει. Οὔτε καὶ νὰ καταραστεῖ. Αὐτά, οἱ ὕβρεις κι οἱ κατάρες, δὲν εἶναι γνωρίσματα τῶν μεγάλων ψυχῶν. Κι ὁ ἐπίσκοπος Θεόδοτος εἶναι μία μεγάλη ψυχή. Εἶναι ἕνα πιστὸ ἀντίγραφο τοῦ Πρωτομάρτυρας τοῦ Γολγοθά. Τί ἔκανε ὁ Κύριος, ὅταν ἦταν καρφωμένος στὸν σταυρό; Ἄνοιξε τὸ στόμα γιὰ νὰ πεῖ: "Πάτερ ἅφες αὐτοὶς οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιούσι".
Κι ὁ ἱεράρχης μας ἀνοίγει τὸ στόμα γιὰ νὰ ψελλίσει: "Κύριέ μου, συγχώρησέ τους..."

Τὰ λόγια τοῦ μάρτυρα συγκλονίζουν τὶς καρδιὲς τῶν δημίων. Ὁ λαμπάδες πέφτουν ἀπὸ τὰ χέρια τους. Μὲ δειλία στὴν ἀρχὴ μὲ ἐνθουσιασμὸ στὸ τέλος κραυγάζουν καὶ λένε: «Εἴμαστε κι ἐμεῖς χριστιανοί». «Κι ἐμεῖς», φωνάζουν κι ἄλλοι ἀπ' τὸ πλῆθος. Ὁ ἡγεμόνας χλωμὸς καὶ σαστισμένος βλέποντας τὸν λαὸ ἀγανακτισμένο κι ἕτοιμο νὰ ξεσπάσει σ' ἐπανάσταση φεύγει δειλά - δειλὰ δίνοντας ἐντολὴ νὰ κλείσουν τὸν καταπληγωμένο μάρτυρα στὴ φυλακή.


Ὁ ἐπίσκοπος στὴ φυλακή. Ἀνάμεσα στοὺς κακούργους. Ἀνάμεσα στοὺς κλέφτες καὶ τοὺς λῃστές. Μὲ τὸ κορμὶ ματωμένο καὶ πληγιασμένο. Μὰ μὲ τὸ πρόσωπο ὅλο καλοσύνη καὶ στοργὴ κι ἀγάπη. Ἀπὸ τὸ κελὶ τῆς φυλακῆς μία σιγανὴ μελῳδία ἀκούεται κάπου-κάπου. "Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων, ὧν ἀνταπέδωκεν ἤμιν..."
Κι ὅταν ἡ βαριὰ πόρτα ἀνοίγει κι ὁ ἱεράρχης μὲ δυσκολία, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ μορφὴ γαλήνια σέρνει τὰ πόδια του, γιὰ νὰ πλησιάσει τοὺς ἄλλους κρατουμένους νὰ τοὺς χαιρετήσει καὶ νὰ τοὺς μιλήσει, ἐκεῖνοι πρόθυμα τρέχουν κοντά του μὲ θαυμασμό, γιὰ ν' ἀκούσουν τὰ σωστικὰ λόγια του, Τοῦ Θεοῦ τὰ λόγια. Καὶ τὰ λόγια του αὐτὰ τὰ ἱερά, τοῦ Εὐαγγελίου τὰ λόγια πέτυχαν σὲ λίγες μέρες νὰ μεταλλάξουν τὴ φυλακὴ σὲ μία μικρὴ ἐκκλησία. Οἱ φωνὲς κι οἱ βρισιὲς κι οἱ βλαστήμιες ποὺ ἀκουόντουσαν ἐκεῖ μέσα ὡς τὴν ἥμερα ποὺ φυλακίστηκε ὁ ἅγιος, ἀντικαταστάθηκαν τώρα μὲ τὴν ἱεραποστολική του προσπάθεια. Μὲ προσευχές, ὑμνῳδίες κι ἱερὲς δοξολογίες.
Οἱ ἄγριες μορφὲς τῶν φυλακισμένων ἔχουν ἡμερέψει πιά. Οἱ καρδιὲς ἄνοιξαν στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ συντριβὴ ζήτησαν τὴ συγχώρηση. Τὰ μάτια κλαῖνε ἀπ' τὴ χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη ποὺ ἔχει φέρει στὶς ψυχὲς ἡ ἀληθινὴ μετάνοια. Μία οἰκογένεια ἔχουν γίνει τώρα ὅλοι οἱ φυλακισμένοι. Μία ἀγαπημένη, μονιασμένη, εὐλογημένη οἰκογένεια. Ἀρχηγός της ὁ ἐπίσκοπος. Μέλῃ της οἱ φυλακισμένοι. Οἱ ἀναγεννημένοι κι ἐλεύθεροι αὐτοὶ κρατούμενοι.
Ἡ προσευχὴ ποὺ γίνεται μὲ ταπείνωση καὶ πίστη καὶ ἐπιμονὴ κατορθώνει κι ἐκεῖνα, ποὺ φαινομενικὰ παρουσιάζονται σὰν ἀκατόρθωτα. Αὐτὸ πέτυχαν κι οἱ χριστιανοὶ τῆς Κερύνειας. Ἀφοῦ μὲ τὶς φωνὲς καὶ τὶς διαμαρτυρίες τους ἔσωσαν τὸν ἱεράρχη τους, ὕστερα κατέφυγαν στὸ μέσο ποὺ τοὺς ἀπέμεινε: Τὴν προσευχή.
Καὶ νά! Ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ δὲν ἄργησε νὰ ἔρθει. Μία μέρα τρανή, μία μέρα ἅγια καὶ κοσμοϊστορική, ἡ εἰδωλολατρία κτυπήθηκε.
Ο Μ. Κωνσταντῖνος, τῆς Ἁγίας Ἑλένης ὁ εὐλογημένος γιὸς κι ἰσαπόστολος, νίκησε τὸν εἰδωλολάτρη Λικίνιο κι ἀνακήρυξε ὡς ἐπίσημη θρησκεία τῆς ἀπέραντης ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, τὴ χριστιανικὴ θρησκεία.
Τότε κι ὁ ἅγιος ἱερομάρτυρας Θεόδοτος ἀποφυλακίστηκε. Πόσο συγκινητικὴ ἦταν ἐκείνη ἡ στιγμὴ ποὺ οἱ ἄνθρωποι τῆς φυλακῆς κτύπησαν τὴν πόρτα γιὰ νὰ ἀνοίξουν. Ὁ ἅγιος γονατιστὸς προσευχόταν καὶ μὲ λαχτάρα περίμενε τὸν ἐρχομό τους. Περίμενε γιὰ τὴ συνέχεια τοῦ μαρτυρίου. Τὴν εὐλογημένη συνέχεια, ὅπως τὴν ὀνόμασε ὁ ἴδιος. Κι ὅταν οἱ δήμιοι μπῆκαν στὸ κελὶ καὶ τοῦ εἶπαν: «Γέρο, εἶσαι ἐλεύθερος. Τέλειωσαν τὰ βάσανά σου...» καὶ μὲ λίγα λόγια τοῦ ἐξήγησαν αὐτὸ ποὺ ἔγινε, ὁ ἀτρόμητος ἐργάτης τοῦ Χριστοῦ σήκωσε τὰ χέρια καὶ μὲ φωνὴ τρεμάμενη ἀπὸ συγκίνηση φώναξε:
- Δοξασμένο τὸ Πανάγιο Ὄνομά σου, Ἰησοῦ μου! Δοξασμένο εἰς τοὺς αἰῶνας.
Καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ φωνὴ χαμηλή, ψιθυριστά, πρόσθεσε:
- Καὶ τὸ εὐλογημένο μαρτύριο... Ἡ ἀπόλαυση ποὺ ἔνοιωθα, σὰν ὑπέφερα γιὰ τὴν ἀγάπη σου...
Ὕστερα ἀπ' τὴν ἀποφυλάκιση ὁ ζηλωτὴς ἐπίσκοπος γύρισε στὸ ποίμνιό του. Οἱ χριστιανοί του τὸν ὑποδέχθηκαν μὲ δάκρυα χαρᾶς καὶ δοξολογίες τοῦ Μεγάλου Θεοῦ. Δυὸ χρόνια ἔζησε κοντά τους. Πατέρας τους στοργικός, ἀκατάβλητος, φλογερός.
Οἱ κόποι ὅμως καὶ τὰ βάσανα τῆς φυλακῆς τὸν εἶχαν καταβάλει. Κάποιο δειλινὸ τοῦ ἔτους 315 μ.Χ., ἡ ἅγια ψυχή του πέταξε στὸν οὐρανό. Ἄγγελοι τὴν παρέλαβαν, γιὰ νὰ τὴν ὁδηγήσουν μπροστὰ στὸν θρόνο τοῦ Χριστοῦ. Οἱ χριστιανοὶ μ' εὐλάβεια κήδευσαν τὸ σῶμα του καὶ στὴ μνήμη τους διατήρησαν πάντα ἄσβηστη τὴν παρουσία του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.