Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Του Μεγάλου Αντωνίου μετά του Δαίμονος ο διάλογος.


Όταν ο Μέγας Αντώνιος ησκήτευεν εις την έρημον, να και έρχεται ο Δαίμων τα μεσάνυκτα, και του εκτύπησε την πόρτα διά να του ανοίξη. Εσηκώθη λοιπόν ο Μέγας Αντώνιος, και αφού άνοιξε την πόρτα του, βλέπει έξαφνα άνθρωπον αλλόκοτον και έστεκεν έξω.
Λέγει του ο Άγιος "Ποίος είσαι οπού μου κτυπάς τα μεσάνυκτα την πόρταν, και τι θέλεις";
Λέγει του ο μιαρός Δαίμων "Εγώ είμαι ο Δαίμων".
Καί λέγει προς αυτόν ο Άγιος "Πως ήλθες, παγκάκιστε εδώ";
Καί λέγει προς αυτόν ο Δαίμων "Ήλθα να σού ειπώ πως μάχονται οι καλόγηροι και λοιποί Χριστιανοί, υβριζόμενοι κατά πάσαν ώραν, και πως τους κοσμικούς γυρίζω εύκολα εις το θέλημά μου".
Λέγει του ο Άγιος "Παγκάκιστε, διατί κάμνεις αυτό";
Λέγει του ο Δαίμων "Εγώ φθονώ τους καλογήρους, διότι ο αυθέντης μου ο Εωσφόρος έχει πολύν φθόνον εις αυτούς, επειδή μέλλει ο Θεός ν΄αποκαταστήση το Τάγμα των Αγγέλων οπού εξέπεσεν από ημάς, και να κάμη Αγγέλους από τους καλούς Ιερείς και τους ταπεινούς Μοναχούς, και διά τούτο έχομεν τόσον φθόνον εις αυτούς".
Λέγει του ο Άγιος "Επειδή ήλθες εδώ, ω Δαίμων, ορκίζω σε εις τον Θεόν του παντός τον κτίσαντα τα πάντα, να σταθής αυτού έως ου να ομολογήσης όλα όσα πράττεις".
Λέγει του ο Δαίμων "Διατί με έδεσες Αντώνιε, εγώ ήλθα να σού πω το καύχημά μου μόνον το πως μάχονται οι μοναχοί και λοιποί χριστιανοί, και συ με έδεσες";
Λέγει ο Άγιος "Είπέ μοι τα έργα των Δαιμόνων, τι κάμνωσιν εις τους Μοναχούς και λοιπούς χριστιανούς".
Λέγει του ο Δαίμων "Άκουσον Αντώνιε ημείς είμεθα πρώτα άγγελοι και ο Εωσφόρος, ο πρώτος μας, από την υπερηφάνειαν εξέπεσε, διότι ηθέλησε να στήση τον θρόνον του επάνωθεν του Θεού, συλλογιζόμενος δις τον εαυτόν του να γίνη όμοιος με τον Θεόν. «Καί έσομαι ομοίως τω Υψίστω». Καί μόλις το εσυλλογίσθη, παρευθύς έπεσε κάτω εις τα καταχθόνια του άδου, ακολουθούντες αυτόν και ημείς, και εξ αιτίας τούτου, από άγγελοι εγείναμεν δαίμονες, και διά τούτο έχομεν τον φθόνον εις τους μοναχούς και τους ορθοδόξους χριστιανούς, και τους πειράζομεν. Αλλά άλλο δεν μας θανατώνει περισσότερον από την προσευχήν, την νηστείαν και την ταπείνωσιν οπού κάμνουν οι μοναχοί και λοιποί ορθόδοξοι χριστιανοί- διά τούτο και ημείς πασχίζομεν κατά πολλά διά να τους κάμωμεν ούτε να προσεύχωνται ούτε να νηστεύωσιν, αλλά να αμελώσι και να υπερηφανεύωνται, και άλλοι να λέγωσιν ότι είναι εύμορφοι, ενώ είναι άσχημοι, και άλλοι ότι είναι προκομμένοι και δεν γνωρίζουν ούτε τα άλφα, και βάνωμεν πολλήν έχθραν ανάμεσον του ενός και του άλλου διά να μαλώνουν, και εξ΄αιτίας τούτου πηγαίνωμεν από τόπον εις τόπον, και άλλους κάμνωμεν να αρνώνται τον Χριστόν, και άλλους να αφίνουν την μοναχικήν ζωήν και να γίνωνται κοσμικοί, και μ΄αυτόν τον τρόπον τους πέρνομεν μαζύ εις την αιώνιον κόλασιν. Αλλ' άκουσε και τούτο, Άγιε του Θεού. Ότι άλλο δεν μας πειράζει ούτε η προσευχή, ούτε η νηστεία, όσον η ταπείνωσις. Καί αυτήν την βλέπομεν εις πολλούς μοναχούς και εις ολίγους κοσμικούς, αλλά αυτούς τόσον πολύ σπουδάζωμεν να τους σείρωμεν εις τον εαυτόν μας, όσον το σκουλίκι οπού βόσκει εις τι δένδρον και πασχίζει να το ξηράνη και να το καταντήση άχρηστον εις το να κάμη καρπόν ώστε να βαλθή εις την φωτιάν. Τέτοιας λογής λοιπόν πασχίζομεν και ημείς ώστε να ξηράνωμεν την καρδία αυτών οπού πράττουσι τα έργα του Θεού. Ύστερον να τους ρίξωμεν εις την αιώνιον κόλασιν.
Λέγει του ο Άγιος "Αμή τους κοσμικούς διατί τους πειράζετε";
Λέγει του ο Δαίμων - επειδή και ο Χριστός διά τον Αδάμ έρριψε τον πρώτον μας, και έχομεν πολύν φθόνον εις αυτούς, βλέπεις δε και ετούτα τα μαχαίρια οπού έχω εις την ζώσίν μου. Όλα δι' αυτούς τα έχω, και όταν μεθύσωσιν από το κρασί τους βάνω εις μάχην πολλήν και από λόγον εις λόγον πιάνονται, και εγώ αναμαζώνω τους και σφάζονται, και όχι εγώ μοναχός μου, αλλά και οι λοιποί μου αδελφοί.
Λέγει του ο Άγιος "Καί που είναι οι αδελφοί σου";
Λέγει του ο Δαίμων "Εις κάποιον τόπον γίνεται πανήγυρις και πηγαίνουν εκεί διά να κάμουν σκάνδαλα".
Λέγει του ο Άγιος "Καί πως λέγουν τα ονόματά των";
Λέγει του ο Δαίμων "Τον ένα τον λέγουν Κενόδοξον, ήγουν της κενοδοξίας, και τον άλλον Θυμώδη, επειδή θυμώνει τους ανθρώπους και δέρνονται, κάμνοντας και αλλά πολλότατα κακά, δηλαδή να πηγαίνωσιν εις τα κριτήρια, να εξοδεύωσι τον βίον τους, έχοντες και ημείς από αυτούς πολύ διάφορον τουτέστι μερδικόν, μόνον εκείνους έχομεν εχθρούς οπού δεν αφίνουν τους άλλους να πηγαίνουν εις τους Κριτάς, διά τούτο και ημείς εκείνους οπού δεν κάμνουν το θέλημα μας πολλά τους πολεμούμεν, αλλά δεν κάμνωμεν τίποτε, και όταν υπάγωμεν εις τον πρώτον μας πολύ μας μαλώνει και υβρίζει. Διά τούτο παρακαλώ σε, να με αφήσης να υπάγω, ότι πολύν καιρόν έκαμα εδώ, και άργησα, και πλέον μη με ερωτάς, διότι πολύ θέλει με παιδεύσει ο αυθέντης μου.
Λέγει του ο Άγιος, τόσους χρόνους έχετε, παγκάκιστοι εχθροί, οπού πειράζετε τον κόσμον και ακόμη δεν εχορτάσατε; Αμή πάλιν ορκίζω σε, εις τον Παντοδύναμον Θεόν να μου ειπής την αλήθειαν εις ο,τι σε ερωτήσω.
Τότε λέγει του ο Δαίμων: "Αντώνιε, διατί με έδεσες περισσότερον, οπού εγώ βιάζομαι; πηγαίνω διατί πολύν καιρόν άργησα εδώ οπού έως τώρα ήθελα γυρίσει εις το θέλημά μου πολλούς ανθρώπους, αλλά συ δεν με αφίνεις, και όταν υπάγω με μαλώνει ο αυθέντης μου, ερώτα με λοιπόν ογρήγορα, διότι όλοι μου οι αδελφοί υπάγουν με κανίσκια εις τον αυθέντην μας τον πρώτον, και δεν έχω με τι να υπάγω κ΄εγώ, επειδή με κατέστησες άμοιρον της χάριτός μου, και με μαλώνουν οι αδελφοί μου οπού πηγαίνουν εις τα πανηγύρια.
Λέγει του ο Άγιος "Ποίον είναι το μεγαλήτερον σκάνδαλον οπού δίδετε εσείς οι δαίμονες εις τους ανθρώπους;"
Λέγει του ο Δαίμων "Κενοδοξίαν και εις τούτο εγώ πιάνω και τους δαιμονίζω, διά να πιασθούν ένας με τον άλλον, έπειτα φθάνει και ο θυμώδης ο μεγαλύτερός μου αδελφός και τους δίδει διπλήν την κενοδοξίαν και τότε πιάνωμεν και τους ανακατώνομεν πολλά, και ούτω κάμνουν το θέλημα μας και τότε υπάγωμεν εις τον αυθέντην μας, και αυτός πολύ μας χαίρεται, και μας αξιώνει εις μεγαλητέραν τιμήν".
Λέγει του ο Άγιος "Αμή πως δεν φοβείσθε τον Θεόν, αλλά τολμάτε και κάμνετε σκάνδαλα εις τους χριστιανούς;"
Λέγει του ο Δαίμων: "Αντώνιε, ημείς έχομεν από τον Θεόν θέλημα, και ο,τι θελήσωμεν κάμνωμεν, αφινοντάς μας και οι Άγγελοί του να πράξωμεν ο,τι θέλωμεν και η παραχώρησις αύτη δίδεται εις ημάς, διά να δοκιμάζωνται οι πιστοί από τους απίστους• διατί όσοι έχουν πίστιν σταθεράν δεν κάμνουν τα θελήματα μας, διά τούτο πηγαίνουμεν και εις τα τραπέζια οπού έχουν παιγνίδια, και κανένας δεν μας εμποδίζει, και χαιρόμεθα και ημείς μαζύ με αυτούς, και γίνονται ιδικοί μας υπηρέται, και αφίνοντες τον Θεόν λατρεύουν ημάς αγκαλά και πολλαίς φοραίς μας υβρίζουν, αλλ´ όταν πίνουν το κρασί με τα παιγνίδια, πάλιν κάμνουν το θέλημα μας".
Λέγει του ο Άγιος ορκίζω σε εις τον Θεόν να με ειπής και τούτο "Δηλ. την Κυριακήν τι κάμνετε εις τους χριστιανούς;"
Λέγει του ο Δαίμων "Ημείς καθόλου δεν αναπαυόμεθα όλον τον καιρόν, ούτε παύομεν τα σκάνδαλα, μόνον εις αυτά ευρισκόμεθα παντοτεινά, και την Κυριακήν κάμνομεν πολλά εις τους χριστιανούς και άλλους κάμνομεν να ράπτουν, άλλους να πραγματεύωνται, άλλους να γελούν, άλλους να τραγωδώσι, και εις τας γυναίκας, άλλας να τις κάμνωμεν να κεντώσιν, άλλας να πραγματεύονται την Κυριακήν, κάμνομεν τους άνδρας και τας γυναίκας να πολυκοιμώνται και να μη πηγαίνουν εις την εκκλησίαν, τους δίδομεν πόνον εις την κεφαλήν η εις άλλο μέρος του κορμίου, διά να ευρίσκουν πρότασιν, να λέγωσι πως δεν ημπορούν να υπάγουν εις την εκκλησίαν, και τον χειμώνα τους δίδομεν ζέσταν, και το καλοκαίριον γλυκύτητα εις τον ύπνον και βάρος εις την κεφαλήν διά να μη σηκωθούν να υπάγουν εις την εκκλησίαν, και ούτω κάμνουν και αυτοί τα θέλημα μας. Εκείνοι όμως οπού γυρίζουν εις θεογνωσίαν, φεύγωμεν απ΄αυτούς και πηγαίνομεν εις εκείνους οπού κάμνουν το θέλημα μας, να έχουν και να κρατούν τον βίον τους σιμά των ως να δουλεύουν τας Κυριακάς και τας εορτάς να μην τιμούν. Εκείνοι όμως οπού τιμούν τους αγίους, παρακαλούν και οι Άγιοι δι αυτούς τον Θεόν, και συγχωρούνται αι αμαρτίαι των, και ξαναφεύγουν από ημάς, και ημείς θρηνούμεν πως τους εχάσαμεν, διατί δεν κάμνουν πλέον το θέλημα μας, και διά τούτο ο πρώτος μας, πολλά συγχίζεται και θλίβεται δι' αυτούς, τότε δε κάμνει σύναξιν μεγάλην εις όλους τους Δαίμονας και πολλά πολλά τους μαλώνει και τους υβρίζει, πως δεν ημπόρεσαν να κάμουν σκάνδαλα εις τους χριστιανούς, τους εορτάζοντας τας Κυριακάς, διά τούτο μαλώνει ημάς και τότε πηγαίνομεν και ημείς και τους ανακατώνομεν και ούτω κάμνουν πάλιν το θέλημα μας, και επιστρέφομεν εις τον αυθέντην μας, και μας χαίρεται κατά πολλάς, και μας αξιόνει εις περισσοτέραν τιμήν, και πάλιν στέλλει καθ' έναν από ημάς εις διαφόρους υπηρεσίας, δηλαδή άλλους εις την θάλασσαν να παρακινούν τους ναύτας να πνίγουν τους επιβάτας διά να πάρουν τον βίον τους αν έχουν, άλλους εις τα ποτάμια, και πάλιν στέλλει τον έξαρχον με εκατόν πεντήκοντα Δαίμονας να ταράσσουν την θάλασσαν διά να κινδυνεύουν τα καράβια, και να αγανακτούν οι ναύται και να υβρίζουν την πίστιν τους, και να λέγουν πολλάς άλλας βλασφημίας, άλλους διά να φονεύουν τους ανθρώπους, και άλλους εις τα παιγνίδια διά να κάμουν σκάνδαλα να μαλώνουν και να υβρίζωνται ένας τον άλλον άνθρωπον, οι οποίοι από ολίγον εις ολίγον πιάνονται και δέρνονται και έτζι κάμνουν το θέλημα μας, δίδοντες εις αυτούς πολύν θυμόν διά να χάνουν τον μισθόν τους από τον Άγιον οπού εορτάζουν, και άλλοι πάλιν δαίμονες εισχωρούν εις ανδρόγυνα και κάμνουν πολλήν μάχην, και άλλοι εις εκείνους οπού έχουν περισσόν βίον, διά να σκληρύνουν, τας καρδίας των και να μη λυπώνται τους πτωχούς διόλου, αλλά μόνον να παίρνουν των πτωχών το αμπέλι, η το χωράφι, και διά τούτο σπουδάζομεν πολύ να μη λυπώνται οι πλούσιοι τους πτωχούς".
Τότε λέγει του ο Άγιος "Ορκίζω σε εις τον Θεόν του ουρανού και της γης, να μου ειπής και τούτο τι έχετε εσείς οι δαίμονες με τους πτωχούς;"
Λέγει του ο Δαίμων "Ημείς από τους πτωχούς διάφορον δεν έχομεν, παρά από εκείνους οπού κλέπτουν, επειδή και αυτοί είναι ιδικοί μας δούλοι αλλά από εκείνους οπού φυλάττουν την πίστιν τους διάφορον δεν έχομεν."
Λέγει του ο Άγιος "Αμή εκείνους οπού δίδουν τα αργύρια τους με το διάφορον πως τους έχετε;"
Λέγει του ο Δαίμων "Αυτοί είναι ιδικοί μας φίλοι."
Λέγει του ο Άγιος "Αμή εκείνους οπού μαντεύουν πως τους έχετε;"
Λέγει του ο Δαίμων "Αυτοί είναι ωσάν μανάδες μας, επειδή πλανούν τον κόσμον, και έρχεται προς ημάς και έχομεν πολύ διάφορον από αυτούς, διατί αφίνουν τον Θεόν, και κάμνουσι το ιδικόν μας θέλημα, επειδή κάμνουν τον εαυτόν τους διά Θεόν και προσκαλούν ημάς διά να δώσωμεν εις τον άρρωστον την υγείαν του, και τότε ο μαντατοφόρος Δαίμων στέλλει δώδεκα υπηρέτας να κάμουν φαντασίαν, πως από την μαντείαν εσηκώθη ο άρρωστος, και ευθύς, ο μαντατοφόρος Δαίμων γράφει εις το κατάστιχον του εκείνους οπού κάμνουν την αμαρτίαν και το θέλημα του, διά τούτο και ο αυθέντης μας πολλά τους χαίρεται, και τους αξιόνει εις μεγαλητέραν τιμήν.
Λέγει του ο Άγιος "Εκείνους οπού δεν τιμούν την αγίαν Κυριακήν πως τους έχετε;"
Λέγει του ο Δαίμων "Ωσάν οι γονείς τα παιδία των - διατί ημέραν Κυριακήν μας άρπαξεν ο Χριστός όσους είχαμεν εις την κόλασιν."
Λέγει του ο Άγιος "Διατί εβάλλατε τους Εβραίους και τον εσταύρωσαν;"
Λέγει του ο Δαίμων "Δεν το ηξεύραμεν ότι ήτον ο Θεός, αμή ενομίζαμεν αυτόν διά Προφήτην και ηπατήθημεν. Διότι τας βουλάς του Θεού κανείς δεν τας ηξεύρει
. Λοιπόν παρακαλώσε Αντώνιε, άφησέ με να υπάγω, διότι πολύ άργησα, και πλέον με τους αδελφούς μου δεν θα έχω ανάπαυσιν."
Λέγει του ο Άγιος, "Ζη Κύριος ο Θεός μου, δεν σε αφίνω αν δεν μου ειπής ακόμη τας πανουργίας των δαιμόνων."
Καί αποκριθείς ο Δαίμων λέγει προς τον Άγιον "Πολύ κακόν έκαμες εις εμέ, Αντώνιε, και με αργοπορείς κάθοντάς με εδώ αδιαφόρευτον. Καί κατά πολλά ζημιώνομαι, χάνοντας και την υπόληψίν μου από τον αυθέντην μου."
Λέγει του ο Άγιος είπέ μοι και τούτο "Αυτούς οπού δεν αγαπούν ένας τον άλλον, πως τους έχετε";
Λέγει ο Δαίμων "Εδικοί μας κουμπάροι είναι, διότι και ημείς αγάπην αναμεταξύ μας δεν έχομεν, και εκεί οπού ευρίσκεται η αγάπη δεν ημπορούμεν να εμβώμεν εις αυτούς διά να ενεργήσωμεν όλα εκείνα οπού θέλομεν και αρέσουν του αυθεντός μας, διότι ο Θεός δεν επιθυμεί περισσότερον άλλο από τους ανθρώπους, ειμή την αγάπην, διά τούτο και εκείνοι οπού έχουν την αγάπην προς τους γειτόνους των, στεκόμεθα μακράν από αυτούς.
Λέγει του ο Άγιος "Αμή αυτούς οπού δίδουν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς πως τους έχετε";
Λέγει του ο Δαίμων "Πολλαίς μαχαιριαίς εμπήγουν εις την καρδίαν μας όλοι εκείνοι οπού λυπούνται τους πτωχούς, διότι ευσπλαγχνίζεται και αυτούς ο Θεός, και άμα δώσουν την ελεημοσύνην εις τους πτωχούς σβύνονται από το κατάστιχον των γραμμάτων μας αι αμαρτίαι των, και ημείς χάνομεν τον κόπον μας, και δεν έχομεν από αυτούς ποσώς διάφορον."
Λέγει του ο Άγιος "Αμή εκείνους οπού κρατούν το δίκαιον των πτωχών, πως τους έχετε;"
Λέγει του ο Δαίμων "Αυτοί είνε τραπεζίται εδικοί μας, επειδή αυτοί από το ένα μέρος πέρνουν το δίκαιον των πτωχών, και από το άλλο το αρπάζομεν ημείς, και διά τούτο ποτέ τους δεν χορταίνουν, και εις αυτό χαιρόμεθα πολύ• αλλά δεν ήξευρα πως έχεις να με κρατήσης εδώ τόσον καιρόν, αλλά ήθελα να φύγω μακράν από εσένα ώσπερ δαίμων".
Λέγει του ο Άγιος "Καί εγώ θαυμάζω πως εσείς οι δαίμονες κάμνετε τόσον κακόν εις τον κόσμον"
Λέγει του ο Δαίμων "Διά τούτο μας εκαταράσθη ο Θεός, διά να μην έχωμεν κανένα καλόν, αλλά από την καλωσύνην ν΄απέχωμεν πάντοτε και διά τούτο εργαζόμεθα κάθε λογής κακόν εις τον κόσμον, ως και εις τους βασιλείς, και εις τους πατριάρχας, και εις τους μητροπολίτας και εις τους ιερείς και μοναχούς και οσίους και εις τους πτωχούς και πλουσίους, και εις όλους δίδομεν σχεδόν την φιλαργυρίαν, την μάχην, την ζηλίαν, τον φθόνον και όλα τα επίλοιπα κακά, και ως εκ τούτου γίνονται φίλοι μας. Καί τι να σε ειπώ, Αντώνιε, αι τέχναι μας είναι αμέτρηται."
Λέγει του ο Άγιος "Αμή εις τα παιδία τι κάμνετε εκεί οπού παίζουν;"
Λέγει του ο Δαίμων "Εκεί έχομεν ημείς την χάριν μας και κάμνομεν πολλάς τέχνας διά να σφαγούν η να εβγάλουν τα ομμάτια τους, η να τσακίσουν τα χέρια τους και τα ποδάρια τους, και αλλά πολλά κακά εργαζόμεθα διά να θυμώνεται το ένα κατά του άλλου, και να πηγαίνουν οι γονείς των εις τα κριτήρια και εις τους αυθεντάδες να εξοδιάζουν το βίον τους και να χαλούν τα υπάρχοντα τους και να τα φθείρουν του κακού, επειδή αυτό είναι διάφορον εδικόν μας οπού έχωμεν και από τα δύο μέρη."
Λέγει του ο Άγιος "Αμή εις τον διδάσκαλον, οπού μανθάνει τα παιδία ιερά γράμματα, υπάγετε και εκεί να κάμνετε σκάνδαλα;"
Λέγει του ο Δαίμων "Εις αυτά υπάγομεν, αμή στεκόμεθα από μακράν, διότι κρατούν τα βιβλία και διαβάζουν τα γράμματα, με τα οποία πολλά μας κατακρίνουν και μας κατηγορούν, διά τούτο δεν υπάγωμεν σιμά των, παρ΄όταν παύσουν και δεν διαβάζουν, τότε υπάγωμεν κοντά των και βάνωμεν εις αυτά πολλούς λογισμούς διά να μισούν το γράμματα, διά να μη διαβάζουν, ώστε να μισούν τα λόγια του Θεού, και να κάμνουν το θέλημα μας, διατί διαβάζοντας πολλά από αυτά τα παιδία γυρίζουν εις θεογνωσίαν και έχουμεν πολλήν αδικίαν από αυτά, και διά τούτο σπουδάζομεν να κάμνουν το θέλημα μας βάνοντας εις αυτά, μεγάλας παιδεύσεις και τιμωρίας, και τότε τα γράφομεν εις το κατάστιχον μας, συντρίβοντες από αυτά την χάριν του Θεού επειδή όσοι αναγινώσκουν τα γράμματα πολλά μας υβρίζουν, και διά τούτο κάμνομεν τα παιδία να μισούν τα γράμματα, και να μη θέλουν να τα ιδούν, κάμνοντες και τους γονείς των να γίνωνται αμελείς και να μην τα παιδεύουν εις τα γράμματα" επειδή διά των ιερών γραμμάτων δοξάζεται ο Θεός διά την πολλήν χάριν οπού έχουν.
Ταύτα άκουσας ο Άγιος παρά του Δαίμονος, είπεν εις αυτόν «Επιτιμήσει σε Κύριος ο Θεός, διάβολε, εις το πυρ το αιώνιον, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και της αγγέλοις αυτού». Καί παρευθύς έγεινεν άφαντος ο Δαίμων απ´ αυτόν. Καί μείνας ο Άγιος εκστατικός εκείνην την ώραν, είπε "Θεέ Παντοκράτωρ και Κύριε του ελέους, ο ποιήσας τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς, αυτός δεσπότα φιλάνθρωπε, ελευθέρωσόν με από τας χείρας του παμπόνηρου διαβόλου" και ποιήσας προσευχήν ο Άγιος ύπνωσεν ολίγον. Προσελθών λοιπόν Άγγελος Κυρίου είπε προς αυτόν "Αντώνιε, είδες τον πονηρόν δαίμονα;" Ναί, είδα αυτόν απεκρίθη ο Άγιος -αμή ποίος είσαι οπού μου συντυχαίνεις; Λέγει του ο Άγγελος "Εγώ είμι ο Αρχάγγελος Γαβριήλ και ήλθα να σού ειπώ να γράψεις τας πανουργίας των δαιμόνων και να τας φανέρωσης εις τον Κόσμον". Έξυπνος δε γενόμενος ο όσιος, ενεθυμήθη τα λόγια του Αγγέλου, και ευχαριστήσας τον Θεόν, είπεν "Ευχαριστώ σοι Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός των Δυνάμεων, οπού έστειλας τον Άγγελόν σου λέγοντάς μου να γράψω τας πανουργίας των δαιμόνων, πως αυτοί κάμνουσι φθόνους, φόνους, μάχας και ζηλοφθονίας μεταξύ των Χριστιανών και ενεργούν εις αυτούς να εχθρεύωνται ένας τον άλλον, να μην τιμούν την αγίαν Κυριακήν, οπού έγεινεν η ανάστασις του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού"
Διά τούτο τέκνα μου αγαπητά εν Χριστώ, παρακαλώ να ακούσητε ταύτην μου την νουθεσίαν, και να απέχητε από κάθε λογής παιγνίδια και ατοπήματα, επειδή αυτά χαίρονται να βλέπουν οι πονηροί δαίμονες, οπού προξενούν εις τους ανθρώπους αμέτρητα σκάνδαλα, και να παρακαλήτε τον Θεόν να σας ελευθερώση από όλα τα κακά και τας ενέδρας του μιαρού εχθρού μας, δαίμονος, και να έχωμεν τον Θεόν βοηθόν μας, ου η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

orthodoxfathers.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.