Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

Η διδασκαλία των Αγίων Ιωάννου Δαμασκηνού, Καί του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά περί του ισλάμ

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ιερός Δαμασκηνός αποκαλεί ευθύς εξ αρχής τον Μαμέδ (Μωάμεθ) ψευδοπροφήτη και τον κατηγορεί ότι συνέστησε την αίρεσή του ύστερα από μια επιφανειακή μελέτη της Αγίας Γραφής, μια συνομιλία μ’ ένα Αρειανό μοναχό και αφού διέδωσε την ψεύτικη φήμη ότι ολ’ αυτά, που θέσπισε, είναι θεόσταλτα. Μ’ αυτόν τον τρόπο κατάφερε να παρασύρει τον λαό. Καυστικότατο είναι το σχόλιο του Αγίου ότι όλα τα θεσπίσματα του βιβλίου του Μωάμεθ, δηλαδή του Κορανίου, είναι «γέλωτος άξια», το οποίο καθιέρωσε στο έθνος του χρησιμοποιώντας ως όργανο την δήθεν θεοσεβή και ηθική πολιτεία του.
Μέχρι εδώ ο Άγιος Ιωάννης καταφέρνει να δημιουργήσει την σαφή αντίληψη στον αναγνώστη ότι έχουμε να κάνουμε μ’ ένα αιρετικό, ο οποίος δημιούργησε μια δική του αίρεση.
Εν συνεχεία, ο ιερός πατήρ μας δίνει πολύ συστηματικά και συνοπτικά το πιστεύω, την διδασκαλία του Ισλάμ και μας παρουσιάζει θαυμάσια τα βασικά σημεία της πίστεώς του. Ο Μουσουλμανισμός «λέγει έναν Θεόν είναι ποιητήν των όλων, μήτε γεννηθέντα, μήτε γεγεννηκότα˙ λέγει τον Χριστόν Λόγον είναι του Θεού, και πνεύμα αυτού, κτιστόν δε και δούλον, και ότι εκ Μαρίας της αδελφής Μωϋσέως και Ααρών άνευ σποράς ετέχθη. Ο γαρ Λόγος, φησί, του Θεού, και το Πνεύμα εισήλθεν εις την Μαρίαν, και εγέννησε τον Ιησούν προφήτην όντα, και δούλον του Θεού. Καί ότι οι Ιουδαίοι παρανομήσαντες εθέλησαν αυτόν σταυρώσαι, και κρατήσαντες εσταύρωσαν την σκιάν αυτού. Αυτός δε ο Χριστός ουκ εσταυρώθη, φηςίν, ούτε απέθανεν. Ο γαρ Θεός έλαβεν αυτόν προς εαυτόν εις τον ουρανόν διά το φιλείν αυτόν. Καί τούτο λέγει, ότι, του Χριστού ανελθόντος εις τους ουρανούς, επηρώτησεν αυτόν ο Θεός λέγων˙ Ω Ιησού, συ είπας ότι Υιός ειμί του Θεού, και Θεός; Καί απεκρίθη, φησίν, ο Ιησούς˙ ‘ Ιλεώς μοι, Κύριε˙ συ οίδας ότι ουκ είπον, ουδέ υπερηφανώ είναι δούλος σου˙ αλλ’ άνθρωποι οι παραβάται έγραψαν, ότι είπον τον λόγον τούτον, και εψεύσαντο κατ’ εμού, και εισί πεπλανημένοι’. Καί απεκρίθη, και φηςίν αυτώ ο Θεός˙ ‘Οίδα ότι συ ουκ έλεγες τον λόγον τούτον’».
Όπως είναι φανερό «το Ισλάμ αντλεί την διδασκαλία περί του Ιησού Χριστού από την αντιχριστιανική ιουδαική και την αιρετική χριστιανική (αρειανική-νεστοριανή) γραμματεία. Τον δέχεται ως μέγα προφήτη, ως την σφραγίδα της αγιότητος, ως τον μέλλοντα να κρίνει τον κόσμο κατά την Δευτέρα Παρουσία. Τον θεωρεί, επίσης, Λόγο και Πνεύμα του Θεού, γεννηθέντα από την παρθένο Μαρία (όχι την Κυρία Θεοτόκο, αλλά την αδελφή του προφήτου Μωϋσέως), διδάσκαλο του μονοθεισμού, και, τέλος, αναληφθέντα στους ουρανούς μέχρι της δευτέρας αποστολής του για την κρίσι. Αρνείται την θεότητα του Χριστού, τον Σταυρικό του θάνατο και την Ανάσταση, διότι τα θεωρεί ανοίκεια και βλάσφημα για ένα προφήτη του Θεού. Γι’ αυτό και βδελύσσεται τον Τίμιο Σταυρό. Γιά να στηρίξη όλη αυτή την διδασκαλία περί Ιησού Χριστού, το Ισλάμ υποστηρίζει ότι οι Χριστιανοί διαστρέβλωσαν με προσθαφαιρέσεις και παραποιήσεις το αρχικό Ευαγγέλιο που κήρυξε ο Ιησούς». Υπάρχουν, τέλος, λέει ο Άγιος κι άλλα τερατολογήματα στη διδασκαλία του Ισλάμ «γέλωτος άξια», για τα οποία, όμως, ο Μωάμεθ καυχιέται ότι τα παρέλαβε εκ Θεού.

Πιό κάτω ο Άγιος Ιωάννης υπεισέρχεται σ’ ένα πολύ καίριο σημείο της διαλογικής συζητήσεως με τους Σαρακηνούς, με το οποίο τους κατασυντρίβει και τους αφήνει αναπολογήτους, χωρίς να μπορούν να προβάλλουν πειστικά επιχειρήματα. Το σημείο αυτό είναι η παγία θέση του ιερού Δαμασκηνού ότι εκλείπει κάθε αυθεντική μαρτυρία για το ότι το Κοράνιο είναι θεόσταλτο και ο προφήτης τους αληθινός. Τούς ρωτά: «Καί τις εστιν ο μαρτυρών, ότι γραφήν αυτώ δέδωκεν ο Θεός; Καί τις των προφητών προείπεν ότι τοιούτος ανίσταται προφήτης» Μη έχοντας τι να απαντήσουν οι Σαρακηνοί, ο Άγιος τους φέρνει δύο παραδείγματα. Το πρώτο είναι ο προφήτης Μωϋσής, ο οποίος παρέλαβε το Νόμο από τον Θεό, αλλά μπροστά στα μάτια του λαού και με φοβερές θεοσημείες και το δεύτερο ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, για τον οποίο όλοι οι προφήτες, από τον προφήτη Μωϋσή κι έπειτα, μαρτύρησαν και προεφήτευσαν για όλο το σχέδιο της προαιωνίου θείας οικονομίας. Καί τους ξαναρωτά: «Πως και ο δικός σας ο προφήτης δεν ήλθε μ’ αυτόν τον τρόπο, δηλαδή μαρτυρούμενος και προφητευόμενος»; Οι Σαρακηνοί, έχοντάς τα χαμένα, απαντούν με το αόριστο: «ο Θεός όσα θέλει ποιεί» Ο Άγιος, όμως, τους προκαλεί να απαντήσουν πιο συγκεκριμένα στο πως κατέβηκε η γραφή στον προφήτη τους κι αυτοί απαντούν ότι, ενώ κοιμόταν, κατέβηκε η γραφή πάνω του. Βέβαια, δεν χάνει την ευκαιρία ο Άγιος να γελοιοποιήσει για μια ακόμη φορά τον Μωάμεθ, προσαρμόζοντας σ’ αυτόν την λαική παροιμία, που αφήνει να εννοηθεί, «κοιμάται κι ονειρεύεται».
Ο Όσιος, όμως, δεν αρκείται μόνο στα παραπάνω, με τα οποία κατέδειξε την παντελή απουσία κάθε γνησίου μαρτυρίας περί του ψευδοπροφήτου και του ψευδοβιβλίου του, αλλά προχωρεί και στο να αποκαλύψει και την πλήρη αντίθεση, καταπάτηση και παρακοή των Σαρακηνών έναντι του ιδίου του βιβλίου τους, του Κορανίου. Τούς λέει ότι, αφού το Κοράνιο εντέλλεται τίποτα να μην κάνουν και να μην δέχονται άνευ μαρτύρων, πως δέχθηκαν τον Μωάμεθ και τη θρησκεία του χωρίς να εξετάσουν την αυθεντικότητα και γνησιότητά του; Γιά όλα τα άλλα τα ευτελή πράγματα (π.χ. γυναίκες, γαιδάρους, κτήνη, κτήματα) έχουν μάρτυρες, ενώ για το τόσο σοβαρό θέμα της πίστεως και της γραφής παραμένουν αμάρτυροι. Οι Σαρακηνοί, όπως είναι φυσικό, σιωπούν γεμάτοι ντροπή και ο Όσιος καταλήγει στο αναμφισβήτητο συμπέρασμα ότι για τον Μωάμεθ καμμία γραφή δεν μαρτυρεί.
Ιερός Δαμασκηνός
Στη συνέχεια ο ιερός Δαμασκηνός αναφέρεται δειγματοληπτικά σε δύο περικοπές από το Κοράνιο, τις οποίες, μάλιστα, αποκαλεί «ληρωδίες», δηλαδή φλυαρίες, για να μας δώσει να καταλάβουμε ακόμη καλύτερα την γελοιότητα και την ανοησία που υπάρχει στη δήθεν θεόσταλτη γραφή.
Η πρώτη περικοπή αναφέρεται στη γραφή της γυναικός, η οποία ορίζει για τον γάμο και το διαζύγιο. Σύμφωνα μ’ αυτή ο άνδρας μπορεί να έχει τέσσερεις γυναίκες και χίλιες παλλακίδες, οι οποίες θα υπακούουν στις τέσσερεις γυναίκες. Το διαζύγιο εξαρτάται μόνο από τη βούληση του ανδρός, ο οποίος, όποτε θέλει, μπορεί να διώξει μία από τις γυναίκες του και να πάρει άλλη. Μας πληροφορεί, όμως, ο Άγιος ότι η θέσπιση του διαζυγίου προήλθε από το πάθος του έρωτα που είχε ο Μωάμεθ για μια γυναίκα. Συγκεκριμένα λέει ότι ο Μωάμεθ είχε ένα συνεργάτη, τον Ζείδ, ο οποίος είχε μια πολύ όμορφη γυναίκα, την οποία ερωτεύθηκε ο Μωάμεθ. Καί κάποια φορά λέει ο Μωάμεθ στον Ζείδ: «Ο Θεός μου έδωσε εντολή να χωρίσεις τη γυναίκα σου» και ο Ζείδ την χώρισε. Μετά από αρκετές ημέρες του είπε: «Ο Θεός έδωσε εντολή να την πάρω εγώ». Αφού την πήρε και μοίχευσε μαζί της, θέσπισε και το νόμο, όποιος θέλει, να χωρίζει τη γυναίκα του. Εάν, όμως, μετά τον χωρισμό επιστρέψει σ’ αυτήν, να την πανδρευθεί άλλος. Γιατί δεν επιτρέπεται να την πάρει, αν δεν πανδρευθεί από άλλον. Εάν και ο αδελφός χωρίσει τη γυναίκα του, να την πανδρεύεται ο αδελφός του, αν θέλει. Επιπροσθέτως, αναφέρει ο Άγιος και το ρητό του Κορανίου «είργασαι την γην, ην ο Θεός έδωκέ σοι, και φιλοκάλησον αυτήν», αναφερόμενο στη γυναίκα και σταματάει το θέμα εδώ, αιδούμενος να μολύνει τη γλώσσα του και τη σκέψη των αναγνωστών με άλλα παρόμοια αισχρά πράγματα του Μωάμεθ.
Η δεύτερη περικοπή, την οποία επεξεργάζεται ο Άγιος Ιωάννης, σχετίζεται με την καμήλα του Θεού. Με σκωπτική διάθεση διηγείται ότι μια καμήλα, σταλμένη απ’ το Θεό, ήπιε όλο το ποτάμι και δεν μπορούσε να περάσει ανάμεσα από δύο βουνά, επειδή δεν χωρούσε. Υπήρχε, επίσης, ένας λαός στον τόπο εκείνο, που τη μια μέρα έπινε εκείνος το νερό και την επομένη η καμήλα, πίνοντας το νερό, τους έτρεφε δίνοντάς τους γάλα αντί για νερό. Καί ρωτά ο Άγιος τους Σαρακηνούς: «Γιατί ο προφήτης σας, στον οποίο, όπως ισχυρίζεσθε, μίλησε ο Θεός, δεν έμαθε για την καμήλα, ποιό είναι το νόημα και ο συμβολισμός της, ποιά ήταν η καμήλα, ποιός ο λαός που έπινε το γάλα, που βρίσκεται τώρα η καμήλα»; Κάνει λόγο, επίσης, και για τις παχυλές αντιλήψεις που έχουν οι Μουσουλμάνοι για τον Παράδεισο, λέγοντας ότι μπορεί η καμήλα να βρίσκεται στον Παράδεισο, αφού σύμφωνα με τους Αγαρηνούς στον Παράδεισο κυλούν τρία ποτάμια, ένα με νερό, ένα με κρασί και ένα με γάλα. Τελικά, όμως, τους βεβαιώνει με αυστηρότητα, που βρίσκεται η καμήλα και που θα καταλήξουν κι αυτοί, ότι δηλαδή η θαυμάσια καμήλα τους βρίσκεται σε ψυχές όνων, όπου κι αυτοί πρόκειται να ζήσουν ως κτηνώδεις, πηγαίνοντας ως πρόδρομος αυτών, εκεί όπου βρίσκεται το «σκότος το εξώτερον και κόλασις ατελεύτητος, πυρ ηχούν, σκώληξ ακοίμητος και ταρτάριοι δαίμονες» Από το τελευταίο εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο Ισλαμισμός είναι μια δαιμονική θρησκεία, η οποία το μόνο που μπορεί να προσφέρει στους ακολούθους της είναι η παράδοση των ψυχών τους στον δαίμονα και η οριστική απώλειά τους. Δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας.
Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Από την περίοδο (1353 - 1354) της αιχμαλωσίας του Αγίου Γρηγορίου στη Μ. Ασία προέκυψαν τρία αιχμαλωσιακά κείμενα˙ δύο επιστολές γραμμένες από τον ίδιο τον Άγιο Γρηγόριο (Επιστολή προς την εαυτού Εκκλησίαν και επιστολή προς ανώνυμον ότε εάλω) και μία διάλεξη μεταξύ του ιδίου του Αγίου Γρηγορίου και των Χιόνων (εξισλαμισθέντων χριστιανών) (Διάλεξις προς τους αθέους Χιόνας), η οποία καταγράφηκε από τον ιατρό Ταρωνείτη. Τα κείμενα αυτά περιέχουν μεταξύ άλλων τρεις συζητήσεις του Αγίου Γρηγορίου: α) με τον Ισμαήλ, εγγονό του εμίρη Ορχάν, β) με τους Χιόνες και γ) με ένα τασιμάνη, μουσουλμάνο θρησκευτικό λειτουργό
Θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας στη θεολογική συζήτηση, που είχε ο Άγιος Γρηγόριος με τον Ισμαήλ, τον εγγονό του εμίρη Ορχάν, η οποία σώζεται στο έργο του «Επιστολή προς την εαυτού Εκκλησίαν». Η διάλεξη αυτή διεξήχθη τρεις μήνες (Ιούνιος του 1354) μετά τη σύλληψή του στην Προύσα στην έπαυλη του Ορχάν.
«Ο Ισμαήλ, περιτριγυρισμένος από μερικούς άρχοντες, προσκάλεσε τον Άγιο Γρηγόριο σ’ ένα χλοερό μέρος, όπου του προσεφέρθησαν φρούτα. Η αποχή του αγιορείτη Παλαμά από το κρέας αποτέλεσε και την αφορμή για την πρώτη ερώτηση που του απηύθηνε ο υψηλός συνομιλητής του, ο οποίος ενδιαφερόταν να πληροφορηθεί, εάν ο άγιος Γρηγόριος δεν έτρωγε ποτέ κρέας και για ποιόν λόγο. Το ενδιαφέρον του ασφαλώς προερχόταν από την επιθυμία του να διακριβώσει κατά πόσον η νηστεία των χριστιανών παρουσίαζε ομοιότητες με τη νηστεία, που ορίζεται από το Κοράνιο να τηρείται κατά τον μήνα του Ραμαζανίου και συνιστά ένα από τους πέντε «στύλους του Ισλάμ».
Στο κατά Ματθαίον άγιο Ευαγγέλιο μαρτυρείται ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, πριν πειρασθεί υπό του διαβόλου με τους γνωστούς τρεις πειρασμούς, «νηστεύσας ημέρας τεσσαράκοντα και νύκτας τεσσαράκοντα, ύστερον επείνασε». Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος τονίζει και το «νύκτας τεσσαράκοντα». Δεν αρκούσε, δεν έφθανε να πεί μόνο «ημέρας τεσσαράκοντα»; Λέει και «νύκτας τεσσαράκοντα» για απολογητικό και αντιαιρετικό σκοπό. Αυτή η φράση ξεχωρίζει και διακρίνει την Ορθοδοξία στο θέμα της νηστείας από τη θρησκεία του Ισλαμισμού, με την οποία κακώς γίνονται διάλογοι και συναντήσεις σαν ίσοι προς ίσους. Είναι γνωστό ότι οι Μουσουλμάνοι νηστεύουν επί σαράντα ημέρες, μόνο όμως την ημέρα, και τη νύκτα, το βράδυ καταλύουν τη νηστεία και οργιάζουν. Την ημέρα νηστεύουν και το βράδυ συμπόσια, ποτά και φαγητά. Είναι όμως αυτή νηστεία; Όχι βέβαια. Ενώ οι Ορθόδοξοι νηστεύουμε, κατά το πρότυπο του Κυρίου μας, σαράντα ημέρες και σαράντα νύκτες, σαράντα νυχθήμερα η ημερονύκτια και μετά, «ύστερον» καταλύουμε τη νηστεία. «Νηστεύσας ημέρας τεσσαράκοντα και νύκτας τεσσαράκοντα, ύστερον επείνασε».
Στη συνέχεια ο Ισμαήλ τον ρωτά αν οι Χριστιανοί δεχόμασθε και αγαπούμε τον προφήτη τους Μωάμεθ˙ «εκείνος ήρετο πάλιν, ει δεχόμεθα και αγαπώμεν και ημείς τον προφήτην αυτών Μεχούμετ» «Ο Άγιος Γρηγόριος αμέσως απάντησε ότι ούτε τον δεχόμασθε ούτε τον αγαπούμε τον Μωάμεθ. Όταν ο Ισμαήλ του ζήτησε τον λόγο αυτής της αρνήσεως και απορρίψεως, «Στη συνέχεια ο Άγιος μεταφέρεται στη Νίκαια. Κάποια μέρα εξήλθε για περίπατο έξω από τη πόλη από την ανατολική πύλη. Συνέπεσε τότε να κηδεύουν οι Μουσουλμάνοι κάποιον ομόπιστό τους. Ο Άγιος παρακολουθούσε τα τελούμενα εκ του μακρόθεν. Όταν επέστρεφαν, κάθησαν μαζί με ένα τασιμάνη, ένα μουσουλμάνο κληρικό δηλ., στο μέρος όπου καθόταν και ο Άγιος Γρηγόριος, ο οποίος, αφού ζήτησε κάποιον που να γνωρίζει και τις δύο γλώσσες, με δική του πρωτοβουλία άνοιξε συζήτηση με τον τασιμάνη. Με αφορμή τα τελεσθέντα κατά την κηδεία ο διάλογος περιεστράφη γύρω από την σχετική τελετουργία και την μέλλουσα κρίση.
Παρατήρησε ο Άγιος ότι θα έπρεπε οι ευχές τους, να αναπέμπονται προς τον Χριστό, εφ’ όσον, όπως και οι ίδιοι πιστεύουν, κριτής όλων θα έλθει ο Χριστός. Σύμφωνα μάλιστα με τον πατριάρχη Αβραάμ, ο Θεός θα κρίνει την οικουμένη, όπως και σύμφωνα με τον προφήτη Δανιήλ. Επομένως ο Χριστός ως Θεός θα κρίνει την οικουμένη, δεν είναι διαφορετικός από τον Πατέρα κατά την θεότητα, όπως δεν είναι διαφορετικό από τον ήλιο το ηλιακό απαύγασμα. Ο τασιμάνης φάνηκε να δυσανασχετεί. Ανέπτυξε και τις δικές του θέσεις, ενώ εν τω μεταξύ συγκεντρώθηκαν πολλοί Χριστιανοί και Τούρκοι, για να παρακολουθήσουν τη συζήτηση. Eίπε λοιπόν ότι οι Μουσουλμάνοι δέχονται όλους τους προφήτες και τον Χριστό, πιστεύουν δε ότι και το Ευαγγέλιο του Χριστού είναι θεική αποκάλυψη, κατήλθεν εξ ουρανού. Στραφείς δε προς τον Άγιο Γρηγόριο τον ερώτησε: «Υμείς δε πως ου δέχεσθε τον ημέτερον προφήτην, ουδέ πιστεύετε τω τούτου βιβλίω, εξ ουρανού και αυτό καταβάντι»;
Η απάντηση του Αγίου Γρηγορίου είναι πλήρης, θαρραλέα και αποφασιστική, όπως θα δούμε. Προϋποθέτει μάλιστα γνώση της σχετικής διδασκαλίας των προ αυτού αγίων, ιδιαίτερα του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού. Λέγει λοιπόν ο Άγιος Γρηγόριος, απαντώντας στον τασιμάνη, ότι είναι παλαιότατη συνήθεια να μη δεχόμασθε τίποτε ως αληθές, αν δεν υπάρχουν σχετικές μαρτυρίες. Οι μαρτυρίες είναι δύο ειδών˙ το ένα είδος μαρτυρίας είναι τα ίδια τα έργα και τα πράγματα, το άλλο οι μαρτυρίες από αξιόπιστα πρόσωπα. Αναφέρεται στον προφήτη Μωϋσή και στις μαρτυρίες που υπάρχουν γι’ αυτόν μέσα στην Αγία Γραφή, όπως και στον Χριστό, ο οποίος «μετά εξαισίων ων ειργάσατο πολλών και μεγάλων, και παρ’ αυτού Μωσέως και των άλλων προφητών μαρτυρείται» Δεν ισχύει το ίδιο και για τον Μωάμεθ, ο οποίος ούτε μαρτυρείται από τους προφήτες ούτε έκανε κάποιο θαύμα αξιόλογο˙ «Τον δε Μεχούμετ ούτε παρά των προφητών ευρίσκομεν μαρτυρούμενον ούτε τι ξένον ειργασμένον και αξιόλογον προς πίστιν ενάγον. Διά τούτο ου πιστεύομεν αυτώ ουδέ τω παρ’ αυτού βιβλίω»
Ο τασιμάνης δυσανασχέτησε˙ απολογήθηκε, όμως, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι στο Ευαγγέλιο υπήρχαν μαρτυρίες για τον Μωάμεθ, αλλά τις έσβησαν, τις εξαφάνισαν οι Χριστιανοί, και ότι δείγμα θεικής ευλογίας και αποδοχής του Μωάμεθ είναι ότι διαρκώς από την ανατολή μέχρι τη δύση, σε όλη δηλ. την οικουμένη, ο Θεός του χαρίζει νίκες εναντίον των άλλων εθνών˙ «Αλλά και εξ άκρας ανατολής εξελθών ηλίου, μέχρι και της αυτού δύσεως, ως οράς, νικών κατήντησεν»
Είναι συντριπτική η απάντηση του Αγίου Γρηγορίου στα επιχειρήματα αυτά του τασιμάνη. Λέγει εν πρώτοις ότι από το Ευαγγέλιο δεν αποκόπηκε ούτε τροποποιήθηκε το παραμικρό. Υπάρχουν γι’ αυτό φρικτές εντολές˙ όποιος τολμήσει να αποκόψει κάτι η να το αλλάξει αποκόπτεται από τον Χριστό. Κανείς Χριστιανός δεν θα τολμούσε να αποκόψει η να αλλάξει τα θεοχάρακτα λόγια του Χριστού. Άλλωστε και οι πολλές μεταφράσεις του Ευαγγελίου μαρτυρούν γι’ αυτό˙ θα είχε γίνει αντιληπτή η οποιαδήποτε παραχάραξη. Ακόμη και πολλοί αιρετικοί, που συμφωνούν σε μερικά με τους Μουσουλμάνους, δεν έχουν να δείξουν τέτοιο παραλλαγμένο Ευαγγέλιο. Στο Ευαγγέλιο άλλωστε υπάρχουν εμφανώς διδασκαλίες αντίθετες προς την διδασκαλία του Μωάμεθ˙ πως λοιπόν θα μαρτυρούσε το Ευαγγέλιο για τον Μωάμεθ; Επί πλέον δεν υπάρχει στο Ευαγγέλιο τίποτε σχεδόν που να μην έχει προλεχθή από τους προφήτες˙ αν λοιπόν υπήρχε γραμμένο κάτι για τον Μωάμεθ, θα το είχαν πρoείπει και οι προφήτες. Αντίθετα μέσα στο Ευαγγέλιο υπάρχει γραμμένο και όχι σβησμένο ότι «ελεύσονται πολλοί ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και πολλούς πλανήσουσι». Γι’ αυτό και παραγγέλει: «Μη ούν πλανηθήτε οπίσω αυτών» Είναι βέβαια σωστό ότι ο Μωάμεθ προχώρησε από την Ανατολή μέχρι τη Δύση νικώντας τους άλλους λαούς. Πως το κατόρθωσε όμως αυτό; «Πολέμω και μαχαίρα και λεηλασίαις και ανδραποδισμοίς και ανδροκτασίαις ων ουδέν εκ Θεού του αγαθού προηγουμένως εστί, του εξ αρχής ανθρωποκτόνου δε μάλλον προηγούμενον θέλημα». Καί ο Μέγας Αλέξανδρος ξεκίνησε από τη Δύση και κατέκτησε την Ανατολή. Καί πολλοί άλλοι σε διάφορες εποχές με τα στρατεύματά τους κατέκτησαν μεγάλα τμήματα της οικουμένης. Σε κανένα όμως απ’ αυτούς δεν εμπιστεύθηκαν οι άνθρωποι και τις ψυχές τους, όπως εσείς στον Μωάμεθ. Άλλωστε μολονότι χρησιμοποίησε ο Μωάμεθ τη βία και κολάκευε τις ηδονές, εν τούτοις δεν κατέκτησε και ολόκληρη την οικουμένη. Αντίθετα η διδασκαλία του Χριστού, μολονότι απομακρύνει απ’ όλες τις ηδονές της ζωής, εξαπλώθηκε στα πέρατα της οικουμένης, χωρίς να χρησιμοποιήσει βία, αλλά μάλλον νικώντας την βία που άλλοι ασκούσαν εναντίον της, ώστε πράγματι μόνον αυτή να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η νίκη που νίκησε τον κόσμο
Η συντριπτική και θαραλλέα απάντηση του Αγίου Γρηγορίου εξόργισε τους Τούρκους. Οι παρατυχόντες Χριστιανοί παρατήρησαν τις κακές διαθέσεις τους και με νοήματα προέτρεψαν τον Άγιο Γρηγόριο να μετριάσει τους λόγους, ο οποίος πράγματι χαμογελώντας με ιλαρότητα είπε ότι είναι φυσικό να διαφωνούμε, γιατί διαφορετικά θα είχαμε την ίδια πίστη
Ανταποκρινόμενος στην τελευταία αυτή εξ ανάγκης προκληθείσα συναινετική ατμόσφαιρα κάποιος από τους Τούρκους είπε ότι θα έλθει κάποτε καιρός που θα συμφωνήσουμε μεταξύ μας: «Έσται ποτέ ότε συμφωνήσομεν αλλήλοις». Στη διαπίστωση αυτή συνεφώνησε και ο Άγιος Γρηγόριος, δίνοντας κατ’ οικονομίαν τόπο στην οργή των Τούρκων, και ασφαλώς χωρίς ποτέ να πιστεύσει ότι είναι δυνατόν να συμφωνήσουμε Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινήσουμε, πράγμα το οποίο πρέπει να έχουμε υπόψιν μας, ότι κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού όλοι θα δούν πρόσωπο προς πρόσωπο τον Ιησού Χριστό και όλοι θα Τον προσκυνήσουν, αλλά δεν θα σωθούν όλοι. Άλλοι θα αναστηθούν «εις κρίσιν», δηλ. θα πάνε στη κόλαση και άλλοι «εις ανάστασιν ζωής», δηλ. θα πάνε στον Παράδεισο. Η Ανάσταση θα είναι κοινή για όλους, θα είναι Καθολική Ανάσταση της ανθρωπίνης φύσεως, όχι, όμως, και της θελήσεως. Ο καθένας μας θα κριθεί σύμφωνα με τις πράξεις, τους λόγους και τις σκέψεις του. Εάν στην επίγεια ζωή ο καθένας μας πιστεύει ορθόδοξα και ζεί ορθόδοξα, τότε έχει ελπίδα σωτηρίας, σύμφωνα με τον άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων και τον άγιο Συμεώνα τον Νέο Θεολόγο.
Επομένως, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ευχόμενος ότι κάποτε θα συμφωνήσουν οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί με τους Μουσουλμάνους είχε υπόψιν του τα πατερικά λόγια των δύο παραπάνω αγίων. Ευχήθηκα, λέγει, πράγματι να έλθει ο καιρός εκείνος: «Συνεθέμην γαρ μνησθείς της του αποστόλου φωνής, ότι επί τω ονόματι Ιησού Χριστού παν γόνυ κάμψει και πάσα γλώσσα εξομολογήσεται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός˙ τούτο δ’ έσται πάντως εν τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού»
Συνεχίζουμε με την τρίτη συζήτηση, την «Διάλεξη προς τους αθέους Χιόνας». Η διάλεξη αυτή μεταξύ του Αγίου και των Χιόνων (εξισλαμισθέντων χριστιανών) έγινε με πρωτοβουλία του εμίρη Ορχάν στην έπαυλή του, που βρισκόταν σε λοφώδη περιοχή. Τη νευραλγικότητα της διαλέξεως φανερώνει το γεγονός ότι ο εμίρης είχε ορίσει ως προκαθήμενο της συζητήσεως τον στρατηγό Παλαπάνο. Η σύνταξη της διαλέξεως αποδίδεται στον ιατρό του εμίρη, Ταρωνείτη.
«Ο παριστάμενος στη θέση του αμηρά άρχων Παλαπάνος, γνωρίζοντας προφανώς την απάντηση που είχε δώσει ενωρίτερα ο Άγιος Γρηγόριος στον Ισμαήλ υπέβαλε τώρα την ίδια ερώτηση, συμπληρωμένη όμως με κάποια διαπίστωση ελλείψεως αμοιβαιότητος και αλληλοκατανοήσεως με ευθύνη των Χριστιανών, διότι ενώ οι Μουσουλμάνοι δέχονται τον Χριστό, τον τιμούν και τον αγαπούν, όπως και την μητέρα του, δεν πράττουν το ίδιο και οι Χριστιανοί για τον Μωάμεθ˙ «Ο αυθέντης ορίζει σε ειπείν πως ημείς μεν δεχόμεθα τον Χριστόν και αγαπώμεν και τιμώμεν και λέγομεν αυτόν είναι του Θεού λόγον και πνοήν, έχομεν δε και την μητέρα αυτού πλησίον του Θεού, υμείς ου δέχεσθε τον προφήτην ημών, ουδέ αγαπάτε αυτόν»
Τώρα και η απάντηση του Αγίου Γρηγορίου είναι συμπληρωμένη και ολοκληρωμένη σε σχέση με την απάντηση που έδωσε στον Ισμαήλ. Δεν πιστεύουμε στη διδασκαλία του Μωάμεθ, «διά τούτο ουκ αγαπώμεν ημείς τον Μεχούμετ ». Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός εδίδαξε ότι θα έλθει πάλι, για να κρίνει όλο τον κόσμο˙ και μας παρήγγειλε να μη δεχθούμε κανένα άλλον προ της δικής του παρουσίας. Έλεγε επίσης προς όσους δεν πίστευαν σ’ αυτόν, ότι ήλθε εξ ονόματος του Πατρός και δεν τον δέχθηκαν˙ «εάν έλθει κάποιος άλλος στο δικό του όνομα, αυτόν θα τον δεχθούν». Είναι σαφής εδώ ο υπαινιγμός ότι ο Μωάμεθ ήταν αυτόκλητος και όχι θεόκλητος, απόστολος του εαυτού του και όχι του Θεού, και όμως τον δέχθηκαν οι Μουσουλμάνοι. Προσθέτει εδώ ο Άγιος Γρηγόριος, για να αιτιολογήσει την εκ μέρους των Χριστιανών απόρριψη του Μωάμεθ, όσα λέγει ο απόστολος Παύλος προς τους Γαλάτας˙ «Καν άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίσηται υμίν παρ’ ο παρελάβετε, ανάθεμα έστω».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.