Ανάμεσα στους πολύφωτους αστέρες που κοσμούν το πνευματικό στερέωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και έλαμψαν με τη σθεναρή ομολογία και τη μαρτυρική τελείωσή τους για την αγάπη του Ιησού Χριστού κατά τη διάρκεια της ζοφερής περιόδου της Τουρκοκρατίας συγκαταλέγεται και ο δι’ απαγχονισμού μαρτυρήσας στη Ρόδο στις 14 Νοεμβρίου 1800 ένδοξος νεομάρτυς του Χριστού Άγιος Κωνσταντίνος ο Υδραίος, ο λαμπρός αυτός γόνος της αγιοτόκου και αγιοσκεπάστου νήσου των Υδραίων, ο οποίος αναδείχθηκε το κλέος και το καύχημα των νεομαρτύρων, αλλά και το θείο εγκαλλώπισμα των νήσων της Ύδρας και της Ρόδου.
Ο γενναίος οπλίτης του Χριστού και αήττητος αθλητής της ευσεβείας, Άγιος Κωνσταντίνος ο Υδραίος, γεννήθηκε στην εύανδρο νήσο Ύδρα το 1770 και συγκεκριμένα στη συνοικία της Κιάφας της πόλεως της Ύδρας από ευσεβείς γονείς που ονομάζονταν Μιχαήλ και Μαρίνα Δημαμά. Οι δύσκολες συνθήκες επιβίωσης στο ιστορικό αυτό νησί του Αργοσαρωνικού τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη φίλτατη πατρίδα του και να αναζητήσει την τύχη του σ’ έναν νέο τόπο, ο οποίος θα του πρόσφερε επαγγελματική εξέλιξη και σταδιοδρομία. Έτσι παρά την άρνηση της μητέρας του, της Μαρίνας, να φύγει ο νεαρός Κωνσταντίνος από κοντά της, ελπίζοντας ότι ο Θεός θα βοηθούσε την οικογένειά της να ξεπεράσει τις αντιξοότητες της ζωής, εκείνος σε ηλικία δεκαοκτώ ετών φεύγει κρυφά για το ξακουστό νησί της Ρόδου με το σημαντικότατο εμπορικό λιμάνι.
Φτάνοντας στη Ρόδο συνάντησε δύο συμπατριώτες του, οι οποίοι εργάζονταν στον ροδίτη ναυπηγό Καμπούρη. Την επόμενη ημέρα άρχισε ο νεαρός Κωνσταντίνος να δουλεύει στον ταρσανά κάτω από τον ζυγό των Τούρκων, αλλά λίγο αργότερα αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει αυτή την εργασία και να βρει απασχόληση στο παντοπωλείο του Νικολάου Καλόγλου στην περιοχή των Αγίων Αναργύρων, όπου είχε την ευκαιρία να γνωρίσει Τούρκους, Εβραίους, Αρμένιους, αλλά και πολλούς ντόπιους. Χάρη στην εργατικότητα και την τιμιότητά του έγινε ιδιαίτερα συμπαθής στο αφεντικό του, ενώ μέσα από τις γνωριμίες που έκανε, απόκτησε φίλους. Ένας από αυτούς ήταν και ο Τούρκος Χασάν Κιρζά, ο οποίος του προξένευσε την αδελφή του, τη Μενιρέμ, για να την παντρευτεί. Μόλις όμως το αφεντικό του πληροφορήθηκε αυτό το γεγονός, τον απέλυσε από την εργασία του και έτσι ο Κωνσταντίνος έμεινε άνεργος.
Ένας όμως Τούρκος φίλος του μεσολάβησε στον Τούρκο ηγεμόνα Χασάν Καπιτάν για να προσληφθεί στην υπηρεσία του. Έτσι ο Κωνσταντίνος βρήκε εργασία στο σαράι, το οποίο ήταν το παλάτι του Τούρκου ηγεμόνα, ο οποίος του ανέθεσε να περιποιείται το αγαπημένο του άλογο, την Εσταφέτ. Σύντομα απόκτησε την εύνοια και τη συμπάθεια του Χασάν, γεγονός που συντέλεσε στο να απολαμβάνει επί τρία χρόνια μία άνετη και τρυφηλή ζωή με πολλές τιμές και απολαύσεις. Όταν μάλιστα νίκησε σε αγώνες σκοποβολής στο «τζιρίτι», στον μεγάλο διαγωνισμό κατά τη διάρκεια του Μπαϊραμιού, όπου χάρη στην επιτυχία του Κωνσταντίνου κέρδισε ο Χασάν, στήθηκε στο σαράι τρικούβερτο γλέντι. Τότε ο Τούρκος ηγεμόνας βρήκε την ευκαιρία και αφού μέθυσε τον νεαρό Κωνσταντίνο, κατόρθωσε να τον εξισλαμίσει. Στη συνέχεια μετονομάσθηκε σε Χασάν και αφού υποβλήθηκε σε περιτομή, του φόρεσε το άσπρο σαρίκι.
Το θλιβερό γεγονός του εξισλαμισμού του Κωνσταντίνου έγινε γνωστό στους χριστιανούς φίλους του, αλλά και στη μακρινή πατρίδα του, την Ύδρα. Γι’ αυτό και όταν απέστειλε στη μητέρα του χρήματα με κάποιον γνωστό, εκείνη δεν τα δέχθηκε, αλλά τα σκόρπισε μέσα στη θλίψη και την απογοήτευσή της. Κάποια στιγμή αποφάσισε ο ίδιος να επισκεφθεί τη μητέρα του στην Ύδρα, αλλά φτάνοντας στο νησί ενδεδυμένος πλέον με τουρκική αμφίεση, αντιμετώπισε την περιφρόνηση και την απόρριψη των συμπατριωτών του. Όταν έφτασε στο πατρικό του σπίτι, η μητέρα του δεν τον δέχθηκε. Μάλιστα μέσα από την κλειστή πόρτα στην έκκλησή του να του ανοίξει, λέγοντάς της ότι είναι ο γιος της ο Χασάν που ήρθε από τη Ρόδο, εκείνη του απάντησε ότι δεν γέννησε κανέναν Χασάν, αλλά τον Κωνσταντίνο, γι’ αυτό και πρέπει να φύγει. Αξιοσημείωτο είναι ότι δεν τον δέχθηκε ούτε η νονά του, η οποία έσπασε το πήλινο δοχείο, από το οποίο είχε πιει νερό ο εξομώτης, φοβούμενη ότι θα μολυνθεί.
Συντετριμμένος από το τρομερό ολίσθημά του και αισθανόμενος βαρύτατη τη συνείδησή του, αφού είχε προδώσει την αμώμητο χριστιανική του πίστη, αναχώρησε για τη Ρόδο. Όσα χρήματα λάμβανε, τα μοίραζε στους φτωχούς, ενώ έκλαιγε απαρηγόρητος για την πνευματική συμφορά που τον είχε βρει. Μέσα από τη θλίψη και τις τύψεις που τον βασάνιζαν, αποφάσισε να μετανοήσει, να ομολογήσει τον Χριστό και να μαρτυρήσει για την αγάπη και τη δόξα Του. Γι’αυτό και στη Ρόδο αναζήτησε έναν πνευματικό, στον οποίο εξομολογήθηκε το βαρύτατο αμάρτημά του, ζητώντας συγχώρηση. Όμως στην ψυχοσωτήρια απόφασή του να ομολογήσει το όνομα του Χριστού, ο πνευματικός τον συμβούλεψε να φύγει από τη Ρόδο και να πάει σε μακρινό τόπο, γιατί λόγω της νεαράς του ηλικίας δεν θα μπορούσε να αντέξει τα σκληρά βασανιστήρια, αφού υπήρχε ο κίνδυνος να αρνηθεί τον Χριστό για δεύτερη φορά. Ακολουθώντας ο Κωνσταντίνος την προτροπή του πνευματικού του, πέταξε την τουρκική του αμφίεση και αναχώρησε για την Κριμαία, όπου επιδόθηκε στην προσευχή και τη μελέτη εκκλησιαστικών βιβλίων ως γνήσιος χριστιανός. Από την Κριμαία αναχώρησε στη συνέχεια για την Κωνσταντινούπολη, όπου Πατριάρχης την εποχή αυτή ήταν ο μετέπειτα εθνομάρτυς Άγιος Γρηγόριος ο Ε΄(1745 – 10 Απριλίου 1821). Μόλις έφθασε ο Κωνσταντίνος στη Βασιλεύουσα, αναζήτησε έμπειρο πνευματικό, στον οποίο με συντετριμμένη καρδιά εξομολογήθηκε το βαρύτατο αμάρτημά του, ενώ αποκάλυψε και τον διακαή του πόθο να μαρτυρήσει για τον Χριστό. Ο πνευματικός τον παρουσίασε στον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄, ο οποίος αφού τον νουθέτησε πατρικά, τον συμβούλεψε να μεταβεί στο Άγιον Όρος για να ενισχυθεί πνευματικά και να ζητήσει το έλεος του Θεού. Παράλληλα τον απέτρεψε από την πραγματοποίηση του σκοπού του να παρουσιασθεί ενώπιον του Τούρκου ηγεμόνα Χασάν και να ομολογήσει τη χριστιανική του πίστη, φοβούμενος ότι θα δειλιάσει μπροστά στις απειλές και τα βασανιστήρια.
Έτσι ακολουθώντας πιστά τις συμβουλές του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄ και έχοντας μαζί του και μία συστατική του επιστολή, έφτασε περί το 1799 στο Άγιον Όρος και συγκεκριμένα στην Ιερά Μονή Ιβήρων, όπου έμεινε περίπου πέντε μήνες ασκούμενος στην προσευχή και κατευθυνόμενος πνευματικά από τους πατέρες της Μονής. Ιδιαίτερα συνδέθηκε πνευματικά με τον περίφημο παπα-Σέργιο της Σκήτης του Τιμίου Προδρόμου, αλλά και με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη (1749-1809), ο οποίος κατέστη ο αλείπτης του, αυτός δηλαδή που τον ενίσχυσε πνευματικά και τον προετοίμασε για να υποστεί το μαρτύριο για την αγάπη του Χριστού. Στη Μονή Ιβήρων έλαβε το μοναχικό σχήμα και παρά τις προτροπές των πατέρων της Μονής να εγκαταβιώσει εκεί ως μοναχός, ζητώντας το έλεος και τη συγχώρηση του Θεού, εκείνος πυρπολούμενος κυριολεκτικά από την αγάπη του για τον Χριστό, επιζητούσε το μαρτύριο. Έτσι έχοντας βιώσει τη μετάνοια μέσα από την προσευχή και την άσκηση και λαμβάνοντας τις ευχές των πατέρων, αλλά και τις ευλογίες της εφόρου και προστάτιδος της Μονής Ιβήρων, Υπεραγίας Θεοτόκου Πορταϊτίσσης, επέστρεψε στη Ρόδο ως μοναχός, αποφασισμένος να ομολογήσει τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό.
Χωρίς να χάσει χρόνο παρουσιάσθηκε ενώπιον του Χασάν Μπέη με καλογερικό ράσο, λέγοντάς του ότι είναι ο Κωνσταντίνος που τον έπεισε να αρνηθεί τον Χριστό και να ασπασθεί τον μωαμεθανισμό. Ο πασάς Χασάν προσπάθησε να τον συνετίσει, προτείνοντάς του να βγάλει το καλογερικό μαύρο ράσο και να ενδεδυθεί με λαμπρά ρούχα, ενώ του υποσχέθηκε πολλά δώρα και χρήματα. Ο Κωνσταντίνος όμως με παρρησία ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό, ενώ κάλεσε τον Χασάν να ασπασθεί και εκείνος τον Ιησού Χριστό ως τον μόνο αληθινό Θεό για να απολαύσει την αιώνια χαρά της Βασιλείας των Ουρανών. Η θαρραλέα αυτή ομολογία πίστεως του Κωνσταντίνου εξόργισε τον Χασάν σε τέτοιο βαθμό, ώστε έδωσε την εντολή να οδηγηθεί στη φυλακή του «Ζιντανίου» μέσα στο Παλάτι των Ιπποτών. Μετά από τρεις ημέρες ο Χασάν διέταξε να τον φέρουν ενώπιον του. Όμως η επιμονή του νεαρού αθλητού της πίστεως στο να ομολογεί τον Χριστό ως τον μόνο αληθινό Θεό και να απορρίπτει τον Μωάμεθ ως ψευδοπροφήτη, αλλά και η προτροπή του να γίνει χριστιανός ο πασάς για να μπορέσει να απολαύσει τη χαρά του Παραδείσου, εξαγρίωσε τον Χασάν σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο γενναίος οπλίτης του Χριστού Κωνσταντίνος υποβλήθηκε κατ’ εντολήν του σε φρικτά βασανιστήρια. Αφού τον έδειραν αλύπητα, του ξερίζωσαν τις τρίχες της κεφαλής του, του ξέσκισαν τις σάρκες με σιδερένια νύχια και του έσπασαν τα σαγόνια με πέτρες, ενώ παράλληλα τον έφτυναν στο πρόσωπο και τον ειρωνεύονταν, λέγοντάς του: «Ας έλθει ο Χριστός σου, να σε σώσει». Στη συνέχεια τον οδήγησαν στη φυλακή αλυσοδεμένο με βαριές αλυσίδες στα πόδια και τον λαιμό. Την επόμενη ημέρα οδηγήθηκε και πάλι ενώπιον του πασά, ο οποίος τον ρώτησε, εάν εξακολουθεί να πιστεύει στον Χριστό. Η σταθερή ομολογία του Κωνσταντίνου στον Τριαδικό Θεό εξόργισε ακόμη περισσότερο τον Χασάν, ο οποίος διέταξε να τον ραβδίσουν πεντακόσιες φορές στην πλάτη και τα πόδια. Το τραγικό αποτέλεσμα των νέων σκληρών βασανιστηρίων ήταν να πέσουν τα νύχια από τα πόδια του, στη συνέχεια δε αιμόφυρτος και μισοπεθαμένος ρίχθηκε στη φυλακή.
Στην τραγική αυτή στιγμή της ζωής του δέχθηκε μέσα στο δεσμωτήριο την επίσκεψη του ίδιου του Ιησού Χριστού, ο Οποίος του θεράπευσε όλες τις πληγές στο σώμα του και αποκατάστησε πλήρως την υγεία του. Μετά από τρεις ημέρες οδηγήθηκε και πάλι στον Χασάν, ο οποίος έμεινε άναυδος, αφού καθ’ υπόδειξη του γενναίου αθλητού της πίστεως παρατήρησε ότι οι πληγές στο σώμα του μάρτυρος είχαν πλήρως θεραπευθεί, αφού ο ίδιος ο Χριστός τον επισκέφθηκε μέσα στη φυλακή και τον θεράπευσε. Το παράδοξο αυτό γεγονός προκάλεσε αναταραχή και σύγχυση στον Χασάν και τους Τούρκους, οι οποίοι προσπάθησαν να πείσουν τον μάρτυρα ότι η θεραπεία των πληγών του σώματός του οφείλεται σε θαύμα του Μωάμεθ, γεγονός που θα οδηγούσε κατά την άποψή τους στο να ασπασθεί και πάλι τον μωαμεθανισμό. Όμως η μετά παρρησίας ένθερμη ομολογία του νεαρού Κωνσταντίνου για τον Χριστό εξαγρίωσε και πάλι τον Χασάν, ο οποίος διέταξε να τον κλείσουν και πάλι στη φυλακή. Μάλιστα τον οδήγησαν αλυσοδεμένο στο τιμωρητικό ξύλο, το λεγόμενο «τουμπρούκι», το οποίο ήταν ένας κορμός δένδρου με δύο τρύπες, όσο να χωρούν τα πόδια του. Το νέο αυτό βασανιστήριο υπέμεινε ο νεαρός μάρτυς προσευχόμενος στον Κύριο, ο Οποίος και πάλι φανέρωσε με θαυμαστό τρόπο την παρουσία και τη δύναμή Του. Έτσι μία νύχτα η σκοτεινή φυλακή άστραψε από άκτιστο φως, τα δε χέρια και τα πόδια του Κωνσταντίνου ελευθερώθηκαν από τα δεσμά. Το εξαίσιο ουράνιο αυτό φως έγινε αντιληπτό τόσο σε χριστιανούς όσο και σε μουσουλμάνους, οι δε φρουροί που βρίσκονταν έξω από τη φυλακή νόμιζαν ότι έπιασε φωτιά, γι’ αυτό και τρομοκρατήθηκαν. Μεταξύ των φυλακισμένων που έζησαν την υπερφυή αυτή παρουσία του ακτίστου φωτός, ήταν και δύο ιερείς από το χωριό Σορωνή, αλλά και ένας χριστιανός από το χωριό Σιάννα, ονόματι Ιωάννης Πουλούφας, του οποίου ακόμη και τα εγγόνια διηγούνταν το θαυμαστό αυτό γεγονός. Όταν ο Χασάν πληροφορήθηκε για το παράδοξο φαινόμενο της παρουσίας του φωτός μέσα στη σκοτεινή φυλακή, έδωσε την εντολή να αποσιωποιηθεί το γεγονός, ενώ διέταξε να συνεχιστούν τα βασανιστήρια στον νεαρό αθλητή της πίστεως. Μάλιστα μία ημέρα και κατά τη διάρκεια που ο Κωνσταντίνος προσευχόταν, ένας βάρβαρος ιμάμης σήκωσε το χέρι του για να τον χαστουκίσει. Αμέσως το χέρι του έγινε κατάμαυρο, γεγονός που προκάλεσε τον τρόμο στους Τούρκους, οι οποίοι έκτοτε δεν ξανατόλμησαν να τον χτυπήσουν. Ο θαρραλέος οπλίτης του Χριστού, Κωνσταντίνος ο Υδραίος, έμεινε πέντε μήνες μέσα στην υγρή και σκοτεινή φυλακή, δεχόμενος αγόγγυστα κάθε είδους ταλαιπωρία και προσευχόμενος αδιάλειπτα στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, στο όνομα του Οποίου επιζητούσε να μαρτυρήσει. Μόνο ένας ευλαβής χριστιανός τον επισκεπτόταν και του έφερνε τη Θεία Κοινωνία, με την οποία έπαιρνε θάρρος, δύναμη και ελπίδα για τη συνέχιση του αγώνα του.
Ο Χασάν δίσταζε όμως και φοβόταν να θανατώσει τον προσηλωμένο στη χριστιανική πίστη Κωνσταντίνο, διότι ο καπετάν Γιώργης Βούλγαρης που ήταν συμπατριώτης του Κωνσταντίνου, ήταν ναύαρχος στον στόλο του και θα τον έστελνε να καταστείλει την εξέγερση στην Αττάλεια. Γι’ αυτό και ο Χασάν απέστειλε επιστολή στον καπετάν Γιώργη για να ζητήσει τη γνώμη του για το τι θα έπρεπε να πράξει με τον Κωνσταντίνο. Εκείνος όμως του απάντησε να τον μεταχειρισθεί όπως νομίζει και θέλει. Τότε ο Χασάν προτού τον οδηγήσει στον τόπο της θανατικής εκτέλεσης, τον κάλεσε για τελευταία φορά και τον ρώτησε, εάν μετανοεί και εάν αποκηρύσσει όλα όσα ομολόγησε για τον Χριστό. Αλλά ο γενναίος Κωνσταντίνος ομολόγησε για άλλη μία φορά με ξεχωριστή παρρησία την αγάπη του στον Σωτήρα και Λυτρωτή Χριστό, του δήλωσε δε τη σταθερή του πρόθεση και επιθυμία να μαρτυρήσει για το όνομα και τη δόξα Του. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο ίδιος ο Κύριος του αποκάλυψε ότι είχε φθάσει ο καιρός που θα λάμβανε τον αμάραντο στέφανο της αγιότητος με τη μαρτυρική του τελείωση. Γι’ αυτό και ζήτησε να του φέρουν Θεία Κοινωνία μέσα στη φυλακή για να κοινωνήσει για τελευταία φορά το αίμα και το σώμα του Χριστού. Έτσι τα ξημερώματα της 14ης Νοεμβρίου του έτους 1800, ημέρας εορτασμού της μνήμης του Αγίου ενδόξου Αποστόλου Φιλίππου, οδηγήθηκε κατ’ εντολήν του Χασάν στη θέση Μανδράκι της πόλεως Ρόδου, όπου σ’ έναν μεγάλο πλάτανο δέχθηκε τον δι’ απαγχονισμού θάνατο. Έτσι ο εξ Ύδρας τριαντάχρονος Κωνσταντίνος Δημαμάς κρεμάσθηκε στην αγχόνη και έλαβε από τον Κύριο, τον Οποίο με τόση παρρησία ομολόγησε, τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου για να τιμάται και να δοξάζεται εσαεί ως κλέος και καύχημα των νεομαρτύρων, ως αήττητος αθλητής του Χριστού, ως αγαλλίαμα απάντων των ορθοδόξων, ως τερπνότατον εντρύφημα της Εκκλησίας, ως εύοσμο κρίνο, ως κατάπτωση της πλάνης των Αγαρηνών. Ενδεικτικό είναι ότι την ίδια νύχτα, κατά την οποία ετελειώθη μαρτυρικώς δι’ αγχόνης ο Άγιος Κωνσταντίνος ο Υδραίος, ένας μεγάλος φωτεινός Σταυρός έλουσε με το φως του το δένδρο του μαρτυρίου. Ένα χρόνο μετά τον δι’ αγχόνης θάνατο του Αγίου, ο μοιραίος πλάτανος καταστράφηκε από ανεμοστρόβιλο, ενώ μετά από σύντομο χρονικό διάστημα απεβίωσε προσβεβλημένος από βαριά ασθένεια ο Χασάν, ο οποίος μάλιστα είχε δώσει την εντολή να ρίξουν το μαρτυρικό σώμα του Κωνσταντίνου πάνω σ’ ένα σωρό από ξύλα. Το σώμα του Αγίου παρέλαβε ο Μητροπολίτης Ρόδου Αγάπιος και ενταφιάσθηκε με τις πρέπουσες τιμές πίσω από τον Ιερό Ναό των Εισοδίων Θεοτόκου Νεοχωρίου της πόλεως Ρόδου. Το 1921 ανακαλύφθηκε η μαρμάρινη πλάκα που τοποθέτησε αργότερα ο συμπατριώτης του Κωνσταντίνου, Κωνσταντίνος Καφάς, και η οποία βρίσκεται σήμερα εντοιχισμένη στον δεξιό τοίχο του Ιερού Ναού.
Το 1803, τρία χρόνια δηλαδή μετά το ένδοξο μαρτύριο και την ταφή του νεομάρτυρος Αγίου Κωνσταντίνου, ήρθε στη Ρόδο η μητέρα του, η Μαρίνα Δημαμά, και αφού έγινε η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του υιού της, τα μετέφερε στην Ύδρα και τα τοποθέτησε ως ανεκτίμητο πνευματικό θησαυρό στο χρονολογούμενο από τον 17ο αιώνα περιώνυμο Μοναστήρι της Παναγίας Φανερωμένης, το οποίο είναι ο σημερινός Ιερός Καθεδρικός Ναός της Κοιμήσεως Θεοτόκου στην πόλη της Ύδρας. Στη Ρόδο παρέμεινε η ωλένη της χειρός του Αγίου, την οποία κράτησε για ευλογία ο εφημέριος του Ιερού Ναού των Εισοδίων Θεοτόκου Νεοχωρίου, π. Ιωάννης. Το ιερό αυτό λείψανο φυλάσσεται μέχρι σήμερα σε αργυρή λειψανοθήκη και λιτανεύεται με την πρέπουσα εκκλησιαστική λαμπρότητα στις 14 Νοεμβρίου, κατά τον ετήσιο λαμπρό εορτασμό της μνήμης του πολιούχου και προστάτου της πόλεως Ρόδου, Αγίου Κωνσταντίνου του Υδραίου.
Ο λαμπρός γόνος της Ύδρας και το καύχημα της Ρόδου, ο ένδοξος νεομάρτυς του Χριστού Άγιος Κωνσταντίνος ο Υδραίος, προβάλλει στη σημερινή αλλοπρόσαλλη εποχή μας ως φωτεινός οδοδείκτης και ως ολόλαμπρο παράδειγμα προς μίμηση, αφού διδάσκει, εμπνέει και καθοδηγεί τους ολιγόπιστους και τους πνευματικά ευάλωτους με τη θαρραλέα του ομολογία πίστεως και με την αστείρευτη αγάπη του στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, για το όνομα του Οποίου υπέμεινε πλήθος βασανιστηρίων και θυσιάστηκε με τον δι’ αγχόνης θάνατο για να δοξάζεται αιώνια μέσα στη Βασιλεία των Ουρανών. ΑΜΗΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.