Εκτός από πολλές αρετές έχουμε και πολλά ελαττώματα
Ο
λαός μας, χωρίς αμφιβολία, έχει πολλές αρετές. Δεν πρόκειται εδώ να μιλήσω γι’
αυτές, παρά για τα ελαττώματά του, η καταπολέμηση των οποίων είναι καθαυτό έργο
μορφωτικό με τεράστια από κάθε άποψη σημασία. Υποχρέωσή
μας είναι, στα σχολεία μας όσο και στα βιβλία των παιδιών, να εξαίρουμε τις
αρετές της φυλής μας με σοβαρότητα, απλότητα και ειλικρίνεια. Νομίζω ότι πιο επιτακτική είναι η υποχρέωσή
μας να καταπολεμήσουμε τα ελαττώματά μας κατά συστηματικό τρόπο, με τα ίδια
τα πράγματα, με το παράδειγμά μας, και όχι με κενές και στομφώδεις διδασκαλίες
ή ηθικοφλυαρίες.
Οι
εθνικές αποτυχίες, οι ήττες μας, οι καταστροφές μας, οι τραγικές επέτειοι θα
πρέπει να μας οδηγήσουν ως το σημείο που να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας,
γιατί τα ελαττώματά μας τα πληρώσαμε πολύ ακριβά και θα τα πληρώνουμε. Κυρίως
την κατάρα του διχασμού. Οι
εθνικοί διχασμοί θα έπρεπε
περισσότερο από κάθε εθνική νίκη να ανακαλούνται στη μνήμη μας, να γίνονται
διδασκαλίες, να ανοίγουμε τα μάτια μας μπρος στις χειροπιαστές τραγικές
συνέπειες του ωμού ατομικισμού μας, της κατάρας του διχασμού και της διχόνοιας.
Η
αγωγή γενικά του σπιτιού και των σχολείων κάθε μορφής, καθώς και γενικότερα η
κοινωνία μας δε καλλιέργησε και δεν καλλιεργεί όσο πρέπει, ή και καθόλου, τις
αρετές που αναμφισβήτητα, επαναλαμβάνω, έχει ο λαός μας. Οι τάσεις του λαού μας
προς την αρετή, αφού δεν τις καλλιεργήσαμε, έμειναν άλλες ατροφικές, άλλες
πήραν κακό δρόμο κι άλλες έπαθαν «εξαλλαγή», μετάπτωση από το καλό στο κακό.
Ποτέ
δεν καταπολεμήσαμε, από τότε που απελευθερωθήκαμε, τα ελαττώματά μας. Μα πώς να τα καταπολεμήσουμε, αφού
ένας ολόκληρος λαός έχει στο στόμα του τον έπαινο για εκείνον που τα
«καταφέρνει» να αποφεύγει τις υποχρεώσεις του. Χαιρόμαστε τον «έξυπνο», δηλαδή
τον «καταφερτζή», μια λέξη που από έννοια ντροπής κατάντησε, δυστυχώς έπαινος
στο στόμα πολλών. Έχουν και οι λέξεις την ιστορία τους και η εκάστοτε σημασία
τους δείχνει την ηθική στάθμη της κοινωνίας. Είναι εξαιρετικά τρομακτική η
πτώση της στάθμης αυτής της αξίας στον τόπο μας.
Η καταπολέμηση των
ελαττωμάτων μας είναι καθαυτό εθνικό μορφωτικό έργο με τεράστια από κάθε άποψη σημασία. Ο λαός μας στη μακρινή περίοδο
της ζωής του απόκτησε πολλές κακές συνήθειες και ελαττώματα. Αλλά από την
ιδιοσυγκρασία του και το φυσικό του περιβάλλον, άλλα τα απόκτησε κατά τους
δύστυχους χρόνους της μακραίωνης σκλαβιάς του, άλλα αναφάνησαν σε χρόνους
στερήσεων και κακής διοικήσεως και τέλος άλλα σε αντίξοες περιστάσεις. Άλλα
πάλι έκαναν έντονη την εμφάνισή τους κατά τον τελευταίο πόλεμο, κατά την
κατοχή, γνωστά μας και από παλιότερες εποχές – Ρωμαιοκρατία και Τουρκοκρατία –
που δείχνουν ολοφάνερα έλλειψη ήθους, όπως η τάση προς το ψέμα, η δολιότητα, η
κολακεία, η κρυψίνοια, η υποκρισία και η διπλή ηθική, δηλαδή η μάσκα, το
αχαλίνωτο πάθος κλπ., τα οποία εξακολουθούν να κάνουν και σήμερα την
εμφάνισή τους. Η ανάγκη της
επιβίωσης και η άμυνα του ραγιά, του αδύνατου, κατά της βίας, τον οδήγησαν προς
αυτά τα «όπλα». Ωστόσο το κακό κόλλησε τόσο καλά που, ώστε , κι όταν έπαυσαν να
υπάρχουν οι αιτίες αυτές, ο Έλληνας κράτησε γερά τα μέσα αυτά και τα
χρησιμοποίησε για να αποφύγει τις «ιερές και ηθικές υποχρεώσεις του» πολλές
φορές με εθνικό κόστος.
Η
παιδεία μας ποτέ δυστυχώς δεν έδειξε διάθεση να καταπολεμήσει τα ελαττώματα
αυτά ψυχολογημένα, συστηματικά και μελετημένα. Κι επομένως αυτά μεγάλωσαν κι
αναπτύχθηκαν επικίνδυνα. Μας έχουν περισφίξει μέχρι πνιγμού, όπως π.χ. ο
ατομικισμός μας, το άτομό μας που το λατρεύουμε σαν πρωταρχική αξία, που μ’
αυτήν μετρούμε όλα τ’ άλλα υπάρχοντα στον κόσμο. Η υπερτροφική ανάπτυξη του εγώ
μας, που όλα τα σκλαβώνει στο στενό ατομικό μας συμφέρον. Ο φθόνος, ο οποίος
οδηγεί στη συναισθηματική λογική τύφλωση, η έλλειψη διαθέσεως για συνεργασία, η
εριστικότητα (ειρωνεία) και η πλεονεξία, φαινόμενα που είναι άξια ψυχολογικής
μελέτης με τις μεγάλες διαστάσεις που πήραν.
Η
έμφυτη του λαού μας ευφυΐα, όπως διαπιστώνεται από πολλούς μελετητές αλλά όπως
μπορεί κανένας, εύκολα, να διακρίνει στην καθημερινή ζωή, δεν προχώρησε πέρα
από έναν «ρηχό εγκεφαλισμό» κι έναν «άγονο ρητορισμό». Η οξεία αντίληψη και η
πνευματική ευστροφία μας ή εκφυλίστηκε σε τυχοδιωκτισμό ή έμειναν «εξυπνάδα της
κατεργαριάς» και της «σοφιστείας» και καταστάλαξαν στην «καπατσοσύνη» και στον
«ατσιδισμό», στην «επιτηδειότητα», δηλαδή στην ηθική ευλυγισία.
Η
τάση μας προς τη δημοκρατική ιδέα εκφυλίστηκε σε υποκρισία δημοκρατικότητας ή
σε ραφιναρισμένη φενάκη του εαυτού μας. Φλυαρούμε
για τα ανεκτίμητα αγαθά της δημοκρατίας, χωρίς φυσικά ούτε στο βαθύτερο νόημά
της να εισχωρούμε, πολύ δε λιγότερο να εφαρμόζουμε και τις πιο στοιχειώδεις
αρχές της. Αγνοούμε οι πολλοί στον τόπο μας ή θέλουμε να αγνοούμε μερικά απλά,
αλλά βασικά, πράγματα της δημοκρατίας. Η ελληνική κοσμοαντίληψη θεμελιώνεται
επάνω στην ελευθερία. Ελεύθερος όμως δεν αυτός που κάνει ό, τι θέλει, γιατί
αυτό δεν είναι ελευθερία, παρά σκλαβιά στις παρορμήσεις του και στις επιθυμίες
του. Δυστυχώς έτσι κατά το πλείστον αντιλαμβανόμαστε την ελευθερία σαν
«ετσιθελισμό», σαν κάτι το εξωτερικό, το έξω από εμάς. Κι όμως η ελευθερία
είναι κάτι αναπόσπαστο από το εσωτερικό μας είναι. Είναι εσωτερική (γνώθι
σαυτόν) κι όχι εξωτερική, την κατακτάς, δε σου την χαρίζουν, γιατί δε
χαρίζεται, δε δίνεται σαν δώρο, είναι συνειδητή ανάληψη κοινωνικής ευθύνης.
Ελεύθερος βέβαια δεν είναι όποιος κυριαρχείται από προλήψεις και προκαταλήψεις
ή σκλαβώνεται από τα πάθη του, τα συμφέροντά του, τους εγωισμούς του, τον
ασφυκτικό ατομικισμό του, τις επιθυμίες του. Ωστόσο σαν ελευθερία οι
περισσότεροι από μας τους Νεοέλληνες θεωρούμε την αυταρχικότητά μας, τον
«ετσιθελισμό» μας, την ικανοποίηση των εμπαθειών μας ή των ιδιοτελών σκοπών μας
και πολλές φορές, ακόμη και την αναίδειά μας.
Είναι
μοναδική ίσως η απειθαρχία μας έναντι του Έθνους. Κανένας σχεδόν σεβασμός,
παρά υπονόμευση. Βρίζουμε το κράτος, που είναι η εικόνα και η ομοίωσή μας.
Στερούμεθα και της πιο στοιχειώδους κοινωνικής ευθύνης, συνειδήσεως, τάξεως,
κάτι που δε φαντάζομαι να συναντιέται ίσως αλλού τόσο έκδηλα, όσο στους
Έλληνες. Κι όμως όλοι μας
κάνουμε υπερβολική κατάχρηση της λέξεως δημοκρατία. Αποκαλούμε τους εαυτούς μας
δημοκράτες, κομπάζουμε ότι είμαστε λαός από γεννησιμιού μας δημοκρατικός. Ίσως
πουθενά αλλού να μην έχει κακοποιηθεί η έννοια της δημοκρατίας τόσο όσο στον
τόπο μας. Η ανωριμότητά μας
είναι πράγματι χαρακτηριστική και η περιρρέουσα την κοινωνία μας πολιτική,
εκπολιτιστική, μορφωτική ατμόσφαιρα είναι τέτοια ώστε να ανέχεται αυτή μας την
συμπεριφορά.
Η
παιδεία μας ; Αυτή περιχαρακωμένη στο στενό της πνεύμα, στις λέξεις, δεν
πρόσεξε ποτέ την ουσία. Τι ωφέλησε η δήθεν διδασκαλία του «Επιταφίου» του
Θουκυδίδη; Ποιος ωφελήθηκε από τα θεσπέσια αυτά ιδανικά; Πώς να ωφεληθεί ο
Νεοέλληνας, αυτός που κατά το πλείστον ένα μόνο γνωρίζει, τον ατομισμό του, τη
διεκδίκηση του ατομικού του συμφέροντος κατά τον πιο αδιάντροπο τρόπο;
Μερικές
φορές, όταν κανένας παρακολουθήσει συστηματικά τις διάφορες εκφάνσεις της ζωής
μας, κυρίως στον τύπο, περιοδικό ή ημερήσιο, στις συζητήσεις μας, στις
ενέργειές μας και στη στάση μας έναντι των άλλων, θα καταλήξει στο συμπέρασμα
πως εδώ, σε τούτον τον τόπο, όπου διαρκώς φλυαρούμε για δημοκρατία και
δημοκρατικούς θεσμούς, κάθε άλλο παρά δημοκρατία έχουμε. Στη θέση των δημοκρατικών
θεσμών τα πολιτικά κόμματα θέτουν πολλές φορές κομματικές επιδιώξεις τους,
φυσικά όχι επάνω σε δημοκρατικές βάσεις. Κατ’ αυτό τον τρόπο πώς μπορεί κανένας
να μιλά θετικά για δημοκρατία, πώς μπορεί να θεμελιωθεί έτσι μια δημοκρατία;
Επάνω σε ποιες βάσεις; Στο συναίσθημα; Εμείς οι Έλληνες κινούμαστε πάντοτε
επάνω στο συναισθηματικό κόσμο κι όχι στη λογική. Το πολυκομματικό είναι
χαρακτηριστικό της πολιτικής μας σκέψης. Αδυναμίες που προκαλούν, πολιτικές και
εθνικές καταστροφές. Αδυναμίες που δεν μας αφήνουν να διδαχθούμε από τα
παθήματά μας. Ένα θλιβερό φαινόμενο ενός λαού, που άξιζε καλύτερης τύχης και ο οποίος διαρκώς πολιτικολογεί,
χωρίς ίχνος πολιτικής σκέψης και δεν μπορεί να αναλάβει τις ευθύνες του, αλλά
τις φορτώνει πάντα σε τρίτους. Θέλουμε
να πιστεύουμε πως όλα τα εθνικά παθήματά μας οφείλονται πάντα και μόνο στην
ξένη επέμβαση – χωρίς να μας λείπει βέβαια κι αυτή – κι όχι σε δικά μας
σφάλματα. Έτσι αποναρκώνουμε τις ψυχές μας από κάθε ίχνος ή τάση για
ανάδευση αισθήματος ευθύνης. Ο Μακρυγιάννης έγραφε «την αλήθεια γυμνή, χωρίς πάθος
αλλά η αλήθεια είναι πικρή». Γι’
αυτό και δεν συγχωρούμε ποτέ σε κανέναν δικό μας ή ξένο όταν μιλά για τα
ελαττώματά μας, χαρακτηριστικό ανωριμότητας και ελλείψεως και της στοιχειώδους
αυτοκριτικής και αυτογνωσίας μας.
Ωστόσο
μερικές φορές, για μικρό χρονικό διάστημα οι Νεοέλληνες παρουσιάζουμε ψυχικές
ανατάσεις – ξυπνούν
κοιμισμένες αρετές της φυλής μας –
αφομοιωνόμαστε με το σύνολο. Συμφιλιωνόμαστε με το Έθνος, κυρίως όταν
κινδυνεύουμε από εξωτερικούς εχθρούς, ενεργούμε κατά τρόπο επαινετό, θαυμαστό
και αξιοζήλευτο. Ο λαός μας παρουσιάζει τέτοιες εκλάμψεις ανατάσεως, αγκαλιάζει
φαρδιά πλατιά την ιδέα του καθήκοντος προς την ολότητα (1821, 1912, 1940).
Αφήνει το στενό του ατομικισμό και αίρεται σε κόσμο ιδεατό, υπερπροσωπικό, για
να πέσει όμως δυστυχώς ύστερα από λίγο χαμηλά, κατάχαμα κινούμενος και
κυλιόμενος μέσα στα πολλά και θανάσιμα ελαττώματά του. Υπάρχει και μια άλλη
ακόμη ομάδα ελαττωμάτων μας, φυσικά σε έντονη μορφή: Η τάση για παράβαση των νόμων και
ανυπακοή σε αυτούς, η έλλειψη πειθαρχίας και τάξεως, η αυθάδεια και η απέχθεια
προς το κύρος, η έλλειψη σεβασμού προς τους ανωτέρους, η ασυνέπεια των λόγων και η
έλλειψη συνειδήσεως ευθύνης, η τάση για επιβολή και δημοσιότητα, η διάχυτη
έντονη δυσπιστία, το φατριαστικό πνεύμα, η φιλαρχία και η καταστροφική
δημαγωγία, το σαράκι της δολερής διχόνοιας, η παχυλή υποκρισία
δημοκρατικότητας, ο εύκολος κομματισμός μας . Κάθε υπεροχή του άλλου νιώθουμε
να μας προσβάλλει προσωπικά. Κι έτσι επιστρατεύουμε ό, τι κατώτερο έχουμε, κάθε
είδος δολιότητας και σοφιστείας, ώσπου να γκρεμίσουμε αυτό που υπερέχει από
μας.
Η
παιδεία μας δε δημιουργεί καμιά ατμόσφαιρα θάρρους και ηθικής
παλικαριάς. Τα προγράμματά μας φαίνεται να λησμονούν πως ικανότητες και
γνώσεις, που δεν συντροφεύονται από ηθική τόλμη, βούληση και ευρωστία, όχι μόνο
δεν έχουν αξία, παρά είναι κίνδυνος σε εκείνους που τις κατέχουν. Η ικανότητα
και ευψυχία μόνο στον τόπο μας δε λαμβάνονται υπόψη και δεν τιμώνται, παρά
καταδιώκονται.Η αρρώστιά μας φωλιάζει στην άρνηση να δεχτούμε να εξαφανίσουμε
τα ατομικά μας συμφέροντα, να τα παραμερίσουμε μπρος στην ευόδωση ενός ομαδικού
έργου.
Όταν
πρόκειται να διεκδικήσουμε τα προσωπικά μας συμφέροντα εξεγειρόμαστε, γινόμαστε
μαχητικοί. Δεν εκφράζουμε γνώμη ούτε αναλαμβάνουμε την ευθύνη να εκφράσουμε τη
γνώμη μας επάνω σε γενικότερα προβλήματα, σαν να μην έχουμε γνώμη. Κι όμως
έχουμε και την κρατούμε για τον εαυτό μας. Η βάση αυτής της στάσης μας είναι η
δειλία και η ιδιοτέλεια, γιατί δεν είμαστε «κορόιδα» όπως λέμε, για να
ριψοκινδυνέψουμε το παραμικρό και να δυσαρεστήσουμε κανέναν.Απουσιάζει το
θάρρος, η γενναιότητα να αποδοκιμάσουμε το άπρεπο. Φοβόμαστε την ευθύνη και
τις συνέπειες. «Εσύ θα διορθώσεις τον κόσμο;», «Κάνε τη δουλειά σου».
Ο
Νεοέλληνας τείνει προς τον μηδενισμό, δηλαδή τείνει να ταυτίσει το καλό, το
ορθό, το αληθινό με το ατονικό συμφέρον του. Λατρεύουμε
το άμεσο κέρδος και την ευκολία. Ποιος
μπορεί να αρνηθεί ότι δεν είμαστε λάτρεις τους «μικρού κόπου» και της
«λιγότερης προσπάθειας»; Και η παιδείας μας; Η ίδια η παιδεία μας δεν πιστεύει
στην εργασία τόσο όσο πρέπει. Δεν προσέχει και τόσο πως εργασία θα πει σύστημα
και πως αυτό απαιτεί συνέχεια, αντοχή, υπομονή, επιμονή κι ευσυνειδησία.
Ο
Νεοέλληνας χαίρεται να βρίσκεται πάντα μέσα στα πράγματα. Χωρίς δισταγμό
αλλάζει αντιλήψεις, ιδέες, ιδεολογίες. Εγκαταλείπει φιλίες, λησμονεί
τις σχέσεις του, αρκεί να εξυπηρετείται το συμφέρον του ή να κολακεύεται η
ματαιοδοξία του. Προσαρμόζεται, όπως λέμε, ανάλογα με το που φυσά ο άνεμος.
Ποιοι φταίνε για όλα αυτά;
Είναι
καλή η έξαρση των αρετών, όταν γίνεται κατά τρόπο που να μην φτάνουμε στις
δημαγωγικές κολακείες του εαυτού μας. Δεν υπάρχει κανένας λαός χωρίς αρετές
(εκτός του εβραϊκό) και χωρίς ελαττώματα. Τα δικά μας όμως ελαττώματα τα
αφήσαμε να γίνουν τόσα πολλά, που πνίγουν και τις υπάρχουσες αρετές. Οι
αλλαγές δεν έρχονται από έξω. Για να αλλάξουμε είναι ανάγκη να γνωρίσουμε καλά
τι μας φταίει. Να μην προχωρούμε κατά ασύδοτο τρόπο πέρα από τα πρέποντα. Με
εξωτερικές αλλαγές και με παχιά λόγια δε γίνεται τίποτα. Είναι ανάγκη να βρούμε
το μέτρο, να σταματήσουμε κάπου.
Η
παιδεία μας δε στάθηκε
δυστυχώς στο ύψος της, ώστε να είναι σε θέση να κατευθύνει τις σκέψεις και τις
πράξεις μας προς ένα όντως ανώτερο πνευματικό επίπεδο. Ποτέ δεν πλησίασε προ
της υψηλή αποστολή της, πνίγεται κι αυτή μέσα στα ελαττώματα του λαού μας.
Λείπει η ηθική και πνευματική γενναιότητα, η παρρησία.
Η
Εκκλησία μπορούσε (όπως
παλαιότερα) να βοηθήσει πολύ στην καταπολέμηση του κακού. Δυστυχώς η Εκκλησία
σήμερα, περνά μία χρόνια ηθική κρίση στους κορυφαίους της, αλλά και μέσα στους
κόλπους της, τέτοια που γκρέμισε δυστυχώς το κύρος της, αφάνισε το γόητρό της
και μηδένισε την αγαθοποιό επίδρασή της. Διαποτίσθηκε πολύ από το εγκόσμιο
πνεύμα, ώστε να παρουσιάζει αδυναμίες με θλιβερές για το σύνολό μας συνέπειες.
Τα διδάγματα της θρησκείας δυστυχώς δεν βρίσκουν πουθενά την έμπρακτη κοινωνική
εφαρμογή τους.
Οι
διανοούμενοι, αρκετές δυστυχώς φορές, παρουσιάζουν θλιβερές ασυνέπειες
ανάμεσα στον λόγο και στην πράξη, ανάμεσα στο χτες και το σήμερα. Αντικρίζουν
το έργο τους απλά σαν επάγγελμα κι όχι σαν εκπλήρωση μιας αποστολής με
υψηλότερο νόημα ευεργετικής διαπαιδαγωγήσεως και καθοδηγήσεως του λαού. Δε
συναντά δυστυχώς και πολλούς να στέκονται στα πόδια τους γερά, ηθικά, αλλά κι
αυτοί παραμερίζονται από τους επιτήδειους.
Πρέπει
να παραδεχθούμε και να μην μας κακοφαίνεται ούτε να ψευτοπληγώνεται η εθνική
φιλοτιμία μας, ότι οι αιτίες του κακού δε βρίσκονται έξω από εμάς, δε φταίνε οι
«περιστάσεις», «οι καιροί», «το πνεύμα της εποχής». Το κακό βρίσκεται μέσα μας
κι όχι έξω από εμάς. Συνηθίσαμε να ακούμε στους πανηγυρικούς λόγους των εθνικών
εορτών μας «αρετές» τόσο μεγαλόστομα, και μείναμε εκεί. Άλλοι πέθαναν, άλλοι
μας ελευθέρωσαν, άλλοι στερήθηκαν και εμείς απλά τους χρησιμοποιούμε όταν μας
συμφέρει για να κρύψουμε την δικιά μας μιζέρια, το δικό μας μηδενισμό, χωρίς
ντροπή, χωρίς λύπη, χωρίς περίσκεψη.
Τι πρέπει να κάνουμε;
Με
όσα γράφω δε δίνω συμβουλές σε κανέναν κι ούτε πρωτόφαντα πράγματα λέω, ούτε
κάνω ανακαλύψεις. «Χιλιοειπωμένα», θα πει ο ένας ή ο άλλος ή κάποιος που θα
περιμένει να κατεβάσεις τον ουρανό με τ’ άστρα και με κάποια μαγική δύναμη να
αλλάξεις τα πράγματα, σαν να πρόκειται αυτά να αλλάξουν όχι από μέσα μας παρά
από έξω. Ωστόσο ο Πλάτων δεν
είχε την ίδια γνώμη με τους πολλούς, που περιμένουν τις μαγικές δυνάμεις για να
αλλάξουμε. Και δεν έπαυε να τονίζει ότι το σωστό και η αλήθεια πρέπει να
λέγονται τόσο που κανένας να μην κουράζεται να τα επαναλαμβάνει. Η αλήθεια αυτή
είναι μία αδίστακτη αυτοκριτική μας, ώσπου να μας γίνει συνειδητή η καταστροφή
μας, όσο να αφυπνισθούμε από τον λήθαργο. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τα
ελαττώματά μας και να γνωρίσουμε ως λαός τις αδυναμίες μας. Πρέπει να θελήσουμε
να σωθούμε, να αγαπήσουμε την αλήθεια έμπρακτα κι όχι θεωρητικά.
Είναι
καιρός να πάψουμε να κολακεύουμε τις αδυναμίες μας, να πάψουμε να καμαρώνουμε
γι’ αυτές. Η πολιτεία μας, αν κανένας διαβάσει την πολιτική ιστορία μας,
παρουσιάζει πάντα την όψη πεδίου μάχης αντικρουόμενων ατομικών συμφερόντων.
Ποτέ σχεδόν δεν μας έγινε συνειδητό εκείνο που όριζε ο Αριστοτέλης, «πως αρετή μιας πολιτείας
συνίσταται στη σοφή και δραστήρια αναζήτηση του κοινού καλού». Θα πρέπει να μας γίνει συνειδητό πως
τίποτε δεν μπορούμε να στερεώσουμε στον τόπο μας, αν δεν κάνουμε βασικό σκοπό
της αλλαγής και της παιδείας μας γενικότερα την καταπολέμηση των ελαττωμάτων
μας. Χωρίς αυτήν την επιδίωξη τίποτε το σταθερό και το άξιο δεν μπορούμε να
στερεώσουμε.