Ζούσε κάποτε στην έρημο της Θηβαΐδας ένας άγιος άνθρωπος. Αυτός ήτανε γιος άρχοντα, αλλά παράτησε το σπίτι του και τα καλά του, για να αφοσιωθεί αποκλειστικά στο Θεό.
Στην έρημο που πήγε, η ζωή ήταν δύσκολη: τρομερή ζέστη την ημέρα, κρύο τσουχτερό τη νύχτα. Λιγοστό το νερό, σπάνιο το χορτάρι. Κι άγρια ζώα να τριγυρίζουν, τετράποδα κι ερπετά.
Όμως εκείνος δεν ελιγοψύχησε. Βρήκε μια σπηλιά κι εκεί κατοίκησε, περνώντας τον καιρό με προσευχή και εργασία. Έπλεκε ψάθες. Πήγαινε ώρες δρόμο μέσα στη φλογισμένη ερημιά ως το πιο κοντινό χωριό να προμηθευτεί ψωμί, νερό και κανένα κλαδί χουρμαδιάς. Φορτωμένος γύριζε στη σκήτη του, έκοβε λωρίδες τα φύλλα της φοινικιάς κι έπλεκε τις ψάθες. Κι αφού ετοίμαζε αρκετές, κατέβαινε πάλι στο χωριό να πουλήσει το εργόχειρό του και ν’ αγοράσει ψωμί.
–Γέροντα, ακούστηκε πως τριγυρίζουν ληστές στην έρημο, του είπαν. Μπορεί να σε βρουν και να σε κάμουν κακό. Γιατί δε μένεις εδώ;
–Μα, αν ήταν να μένω στον κόσμο, έμενα και στο χωριό μου, τους αποκρίθηκε χαμογελώντας και κίνησε πάλι για τη σκήτη του.
Ωστόσο ένα δειλινό εμφανίστηκαν οι ληστές μπροστά στη σπηλιά του, τέσσερις αρματωμένοι, όμοιοι με άγρια θεριά. Δεν τον πείραξαν, του πήραν όμως τα ψωμιά, που μόλις είχε φέρει από το χωριό κι έφυγαν. Εκείνος δεν απελπίστηκε. Παρακάλεσε το Θεό να του δίνει δύναμη και δούλεψε κάμποσες μέρες νηστικός, πίνοντας μόνο νερό. Σαν έπλεξε κάμποσες ψάθες, κατέβηκε στο χωριό, τις πούλησε, αγόρασε ψωμιά και γύρισε στη σκήτη του. Το άλλο βράδυ να τους πάλι οι ληστές. Πήραν τα ψωμιά κι έγιναν άφαντοι. Το κακό συνεχίστηκε για καιρό κι ο γέροντας αποφάσισε να δώσει τέλος στην κατάσταση με τη βοήθεια του Θεού.