1.-. Τί τέλος πάντων εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί πόση εἶναι ἡ εὐγένεια τῆς δικῆς μας φύσης καί πόσο ἱκανόστήν ἀρετή εἶναι αὐτό τό ὄν, μᾶς τό ἔδειξε περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὁ Παῦλος. Καί τώρα σηκώνεται, ἀπό ἐκεῖ πού ἔχει φθάσει, καί μέ καθαρή φωνή πρός ὅλους ἐκείνους πού κατηγοροῦν τή φύση μαςἀπολογεῖται γιά χάρη τοῦ Κυρίου, προτρέπει γιά ἀρετή, κλείνει τά ἀναίσχυντα στόματα τῶν βλάσφημων καίἀποδεικνύει ὅτι δέν εἶναι μεγάλη ἡ διαφορά ἀνάμεσα στούς ἀγγέλους καί στούς ἀνθρώπους, ἄν θέλουμε νά προσέχουμε τόν ἑαυτό μας. Γιατί χωρίς νά ἔχει ἄλλη φύση, οὔτε νά ἔχει λάβει ἄλλη ψυχή, οὔτε νά κατοίκησε σ᾿ἄλλο κόσμο, ἀλλά ἄν καί ἀνατράφηκε στήν ἴδια γῆ καί τόπο καί μέ τούς ἴδιους νόμους καί συνήθειες, ξεπέρασεὅλους τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν ἀπό τότε πού ἔγιναν οἱ ἄνθρωποι. Ποῦ εἶναι λοιπόν ἐκεῖνοι πού λέγουν, ὅτι εἶναι δύσκολο πράγμα ἡ ἀρετή καί εὔκολο ἡ κακία; Γιατί ὁ Παῦλος τούς ἀντικρούει λέγοντας· «Οἱθλίψεις μας πού γρήγορα περνοῦν, προετοιμάζουν σ᾿ ἐμᾶς σέ ὑπερβολικά μεγάλο βαθμό αἰώνιο βάρος δόξας» (Β´ Κορ. 4, 17). Ἐάν ὅμως τέτοιες θλίψεις περνοῦν εὔκολα, πολύ περισσότερο οἱ φυσικές ἡδονές. Καί δέν εἶναι μόνο αὐτό τό θαυμαστό του, ὅτι δηλαδή ἀπό πολλή προθυμία δέν αἰσθανόταν τούς κόπους του γιά τήν ἀρετή,ἀλλ᾿ ὅτι ἀσκοῦσε αὐτήν χωρίς ἀμοιβή.
Ἐμεῖς βέβαια δέν ὑπομένουμε κόπους γι᾿ αὐτήν ἄν καί ὑπάρχουν ἀμοιβές. Ἐκεῖνος ὅμως καί χωρίς τά ἔπαθλα τήν ἐπιζητοῦσε καί τήν ἀγαποῦσε, καί ἐκεῖνα πού θεωροῦνταν ὅτι εἶναι ἐμπόδιά της τά ξεπερνοῦσε μέ κάθε εὐκολία. Καί δέν ἐπικαλέσθηκε οὔτε τήν ἀδυναμία τοῦ σώματος, οὔτε τήν τυραννίδα τῆς φύσης, οὔτε τίποτε ἄλλο. Ἄν καί εἶχε ἀναλάβει μεγαλύτερη φροντίδα ἀπό τούς στρατηγούς καί ὅλους τούς βασιλεῖς τῆς γῆς,ἀλλ᾿ ὅμως κάθε ἡμέρα ἦταν ἀκμαῖος, καί ἐνῶ οἱ κίνδυνοί του ἐπαυξάνονταν, διέθετε νεανική προθυμία. Γιά νά δείξει αὐτό ἀκριβῶς ἔλεγε, «Ξεχνώντας τά ὅσα ἔγιναν στό παρελθόν καί φροντίζοντας γιά ἐκεῖνα πού εἶναι μπροστά μου» (Φιλιπ. 3, 14). Καί ἐνῶ περίμενε τό θάνατο, καλοῦσε σέ συμμετοχή τῆς ἡδονῆς αὐτῆς λέγοντας, «Χαίρετε καί νά χαίρεστε μαζί μου» (Φιλιπ. 2, 18).
Καί ἐνῶ τόν ἀπειλοῦσαν κίνδυνοι καί προσβολές καί κάθεἀτιμία, πάλι σκιρτοῦσε· καί ὅταν ἔγραφε τήν ἐπιστολή στούς Κορινθίους ἔλεγε, «Γι᾿ αὐτό καί εὐφραίνομαι σέἀσθένειες, σέ προσβολές, σέ διωγμούς» (Β´ Κορ. 12, 10). Καί τά ὀνόμασε αὐτά ὅπλα τῆς δικαιοσύνης,ἀποδεικνύοντας ὅτι καί ἀπό αὐτά εἶχε πολύ μεγάλες ὠφέλειες καί ἀπό παντοῦ ἦταν ἀκατάβλητος στούςἐχθρούς του. Καί ἐνῶ παντοῦ τόν βασάνιζαν, τόν περιφρονοῦσαν, τόν κακολογοῦσαν, σάν νά βάδιζε σέ θριάμβους καί νά ἔστησε σταθερά τρόπαια σ᾿ ὅλα τά σημεῖα τῆς γῆς, ἔτσι ὑπερηφανευόταν καί εὐχαριστοῦσε τό Θεό λέγοντας· «Ἡ εὐχαριστία ἀνήκει στό Θεό ὁ ὁποῖος πάντοτε μᾶς ὁδηγεῖ σέ θρίαμβο» (Β´ Κορ. 2, 14).
2.-. Καί τήν κακοποίηση καί τήν προσβολή γιά τό κήρυγμα ἐπιζητοῦσε περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἐμεῖς τήν τιμή, καί τό θάνατο ἀπ᾿ ὅσο ἐμεῖς τή ζωή, καί τή φτώχεια ἀπ᾿ ὅσο ἐμεῖς τόν πλοῦτο, καί τούς κόπους περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἄλλοι τίς ἀνέσεις, καί ὄχι ἁπλά περισσότερο, ἀλλά πολύ περισσότερο, καί τή λύπη περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἄλλοι τή χαρά, καί τό νά εὔχεται γιά τούς ἐχθρούς περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο τό νά τούς καταριοῦνται οἱ ἄλλοι. Καί ἀνάτρεψε τήν τάξη τῶν πραγμάτων, ἤ καλύτερα ἐμεῖς τήν ἀνατρέψαμε, ἐκεῖνοςὅμως, ὅπως τή νομοθέτησε ὁ Θεός, ἔτσι τή φύλασσε. Γιατί ὅλα αὐτά ἦταν σύμφωνα μέ τή φύση, ἐκεῖνα ὅμωςἀντίθετα. Ποιά εἶναι ἡ ἀπόδειξη; Τό ὅτι ὁ Παῦλος, ἄν καί ἦταν ἄνθρωπος, ἀκολουθοῦσε περισσότερο αὐτά παράἐκεῖνα. Ἕνα μόνο πράγμα ἦταν φοβερό γι᾿ αὐτόν καί ἀπόφευγε, τό νά ἀντιμάχεται τό Θεό, καί τίποτε ἄλλο.Ὅπως βέβαια τίποτε ἄλλο δέν τοῦ ἦταν ποθητό, ὅσο τό νά ἀρέσει στό Θεό. Καί δέ λέγω τίποτε ἀπό τά παρόντα,ἀλλά οὔτε καί ἀπό τά μέλλοντα. Καί μή μοῦ πεῖς τίς πόλεις καί τά ἔθνη καί τούς βασιλεῖς καί τά στρατόπεδα καί τά χρήματα καί τίς σατραπεῖες καί τίς δυναστεῖες, γιατί οὔτε ἱστό ἀράχνης τά θεωροῦσε αὐτά. Ἀλλά σκέψου αὐτά πού ὑπάρχουν στούς οὐρανούς καί τότε θά καταλάβεις τή σφοδρή ἀγάπη πού εἶχε γιά τό Χριστό. Γιατί ὁ Παῦλος γι᾿ αὐτήν τήν ἀγάπη δέ θαύμασε οὔτε τήν ἀξία τῶν ἀγγέλων, οὔτε τῶν ἀρχαγγέλων, οὔτε τίποτε ἄλλο παρόμοιο.
Εἶχε μέσα του πιό μεγάλο ἀπ᾿ ὅλα, τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί μαζί μέ τοῦτο θεωροῦσε τόν ἑαυτό του τόνπιό εὐτυχισμένο ἀπ᾿ ὅλους. Καί χωρίς αὐτό, δέν ἐπιθυμοῦσε νά γίνει ἕνας ἀπό τίς κυριότητες, οὔτε ἀπό τίςἀρχές καί ἐξουσίες (ὀνομασίες ἀγγελικῶν ταγμάτων), ἀλλά μαζί μέ τήν ἀγάπη αὐτήν ἤθελε περισσότερο νά εἶναι ἀνάμεσα στούς τελευταίους καί τούς κολασμένους, παρά χωρίς αὐτήν ἀνάμεσα στούς πρώτους καί τιμημένους. Γιατί κόλαση γι᾿ αὐτόν ἦταν μία, τό νά χάσει τήν ἀγάπη αὐτήν. Αὐτό ἦταν γιά τόν Παῦλο γέεννα, αὐτό τιμωρία, αὐτό ἄπειρα κακά· ὅπως ἀκριβῶς καί ἀπόλαυση, τό νά πετύχει τήν ἀγάπη. Αὐτό ἦταν ἡ ζωή του, αὐτό ὁ κόσμος του, αὐτό ὁ ἄγγελός του, αὐτό τά παρόντα, αὐτό τά μέλλοντα, αὐτό βασιλεία, αὐτό ὑπόσχεση, αὐτό τά ἄπειρα ἀγαθά. Καί κάθε ἄλλο πού δέν ὁδηγοῦσε ἐδῶ, δέν τό θεωροῦσε οὔτε δυσάρεστο, οὔτε εὐχάριστο. Ἔτσι ὅμως περιφρονοῦσε ὅλα τά ὁρατά, ὅπως τό σάπιο χόρτο. Καί οἱ τύραννοι καί οἱ πόλεις πούἄφριζαν ἀπό θυμό τοῦ φαίνονταν ὅτι εἶναι κουνούπια, ἐνῶ ὁ θάνατος καί οἱ τιμωρίες καί τά πάρα πολλά βασανιστήρια τοῦ φαίνονταν παιδικά παιχνίδια. Ἀλλά βέβαια τά ὑπόφερε γιά τό Χριστό.
3.-. Γιατί τότε τά δεχότανε μέ χαρά αὐτά καί στά δεσμά του ἔτσι ὑπερηφανευόταν, ὅπως δέ θάὑπερηφανευόταν ὁ Νέρων ὅταν εἶχε στό κεφάλι του τό βασιλικό διάδημα. Καί ἔμεινε στή φυλακή, σάν νά ἦτανὁ οὐρανός, καί δεχόταν τά κτυπήματα καί τίς μαστιγώσεις πιό εὐχάριστα άπό ἐκείνους πού ἁρπάζουν τά βραβεῖα. Καί τούς πόνους ἀγαποῦσε ὄχι λιγότερο ἀπό τά ἔπαθλα, θεωρώντας τούς πόνους ὅτι εἶναι ἔπαθλο. Γι᾿αὐτό καί τούς ὀνόμαζε χάρη. Πρόσεχε ὅμως. Ἔπαθλο ἦταν, τό νά πεθάνει καί νά εἶναι μαζί μέ τό Χριστό, τό νά παραμείνει ὅμως στή ζωή, ἦταν αὐτός ὁ ἀγώνας. Ἀλλ᾿ ὅμως αὐτό προτιμᾶ περισσότερο ἀπό ἐκεῖνο καί λέγει ὅτι τοῦ εἶναι ἀναγκαιότερο. Τό νά ἀποχωρισθεῖ ἀπό τό Χριστό, ἦταν ἀγώνας καί κόπος, ἤ καλύτερα περισσότεροἀπό ἀγώνα καί κόπο· τό νά παραμένει μαζί του, ἦταν ἔπαθλο. Αὐτό ὅμως προτιμᾶ περισσότερο ἀπό ἐκεῖνο γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλά θά μποροῦσε ἴσως νά πεῖ κανείς, ὅτι ὅλα αὐτά τοῦ ἦταν εὐχάριστα γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό λοιπόν λέγω καί ἐγώ, ὅτι δηλαδή ἐκεῖνα πού γιά μᾶς εἶναι αἰτία λύπης, αὐτά προκαλοῦσαν σ᾿ ἐκεῖνον μεγάλη εὐχαρίστηση. Καί γιατί λέγω τούς κινδύνους καί τίς ἄλλες ταλαιπωρίες; Ἀφοῦ πραγματικά ἦταν σέ διαρκή λύπη· γι᾿ αὐτό καί ἔλεγε· «Ποιός ἀσθενεῖ καί δέν ἀσθενῶ καί ἐγώ μαζί του; ποιός σκανδαλίζεται καί δέν δοκιμάζομαι καί ἐγώ; » (Β´ Κορ. 11, 19). Ἀλλ᾿ ὅμως καί τή λύπη θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς ὅτι εἶχε σάν εὐχαρίστηση. Γιατί πολλοί καί ὅταν χάσουν τά παιδιά τους καί τούς ἐπιτρέπεται νά θρηνοῦν, παρηγοροῦνται·ὅταν ὅμως ἐμποδίζονται, στενοχωροῦνται. Ἔτσι λοιπόν καί ὁ Παῦλος, κλαίοντας νύκτα καί ἡμέρα, παρηγοροῦνταν. Γιατί κανένας δέν πένθησε ἔτσι τά δικά του κακά, ὅπως ἐκεῖνος τά ξένα. Πῶς λοιπόν θεωρεῖςὅτι συμπεριφέρεται, ἀφοῦ οἱ Ἰουδαῖοι δέ σώζονται, γιά νά σωθοῦν αὐτοί, ὅταν εὔχεται νά ἐκπέσει αὐτός ἀπό τήν οὐράνια δόξα; Ἑπομένως εἶναι φανερό ὅτι τό νά μή σωθοῦν αὐτοί ἦταν πολύ χειρότερο γι᾿ αὐτόν. Γιατί ἄν δέν ἦταν χειρότερο, δέν θά εὐχόταν ἐκεῖνο (Βλ. Ρωμ. 9, 3), ἀφοῦ τό προτίμησε σάν ἐλαφρότερο καί πού ἔχει μεγαλύτερη παρηγοριά. Καί ὄχι ἁπλῶς ἤθελε, ἀλλά φώναζε λέγοντας, «Ὅτι ὑπάρχει μέσα μου λύπη καίἀδιάκοπος πόνος στήν καρδιά μου» ( Ρωμ. 9, 2).
Αὐτό λοιπόν πού ὑπόφερε καθημερινά, σχεδόν, γιά ὅλους τούς κατοίκους τῆς οἰκουμένης, καί γιά ὅλους μαζί, καί γιά τά ἔθνη, καί γιά τίς πόλεις καί γιά τόν καθένα χωριστά, μέ ποιόν θά μπορέσει νά τόν συγκρίνει κανείς; μέ ποιό σίδηρο; μέ ποιό διαμάντι; Τί θά μποροῦσε νά ἀποκαλέσει κανείς τήν ψυχήν ἐκείνη; χρυσή ἤἀδαμάντινη; γιατί ἦταν σκληρότερη ἀπό κάθε διαμάντι καί πολυτιμότερη ἀπό τό χρυσάφι καί τίς πολύτιμες πέτρες. Θά ξεπεράσει λοιπόν τήν ἀντοχή τοῦ διαμαντιοῦ καί τήν ἀξία τοῦ χρυσοῦ. Μέ ποιό λοιπόν στοιχεῖο θά μποροῦσε νά τήν συγκρίνει κανείς; Μέ κανένα ἀπό αὐτά πού ὑπάρχουν. Ἄν ὅμως ὁ Χριστός μποροῦσε νά γίνει διαμάντι καί τό διαμάντι χρυσός, τότε κάπως θά μπορέσει νά τή συγκρίνει μέ τήν εἰκόνα τους.
4.-. Ἀλλά γιατί νά τήν συγκρίνω μέ διαμάντι καί χρυσό; Σύγκρινε ὅλο τόν κόσμο, καί τότε θά δεῖς ὅτι ἡψυχή τοῦ Παύλου ἔχει περισσότερη ἀξία. Γιατί ἀφοῦ γι᾿ αὐτούς πού διακρίθηκαν φορώντας γιά ροῦχα δέρματα ζώων καί ζώντας σέ σπήλαια καί σέ τρύπες τῆς γῆς λέγει ὁ Παῦλος τοῦτο (Βλ. Ἑβρ. 11, 38), πολύ περισσότερο θά μπορούσαμε ἐμεῖς νά τό ποῦμε γι᾿ αὐτόν, ἐπειδή πραγματικά ἦταν πιό ἄξιος ἀπ᾿ ὅλους. Ἐάν λοιπόν ὁκόσμος δέν ἦταν ἰσάξιος τοῦ Παύλου, ποιός ἦταν ἰσάξιός του; μήπως ὁ οὐρανός; Ἀλλά καί αὐτό εἶναι μικρό. Γιατί ἀφοῦ αὐτός ἀπό τόν οὐρανό καί τά εὑρισκόμενα στούς οὐρανούς προτίμησε τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, πολύ περισσότερο ὁ Κύριος πού εἶναι τόσο ἀγαθότερος ἀπ᾿ αὐτόν, ὅσο ἡ ἀγαθότητα ἀπό τήν πονηρία, θά τόν προτιμήσει αὐτόν ἀπό ἄπειρους οὐρανούς. Γιατί δέν μᾶς ἀγαπᾶ μέ ὅμοιο τρόπο, πού ἐμεῖς τόν ἀγαποῦμε, ἀλλά τόσο περισσότερο, ὅσο οὔτε μέ λόγια δέν εἶναι δυνατό νά τό παραστήσουμε.
Πρόσεχε λοιπόν γιά πόσα τόν θεώρησε ἄξιο καί πρίν ἀπό τή μέλλουσα ἀνάσταση. Στόν Παράδεισο τόνἅρπαξε, στόν τρίτο οὐρανό τόν ἀνέβασε, τοῦ φανέρωσε τέτοια ἀπόρρητα, τά ὁποῖα δέν ἐπιτρέπεται σέ κανέναἄνθρωπο νά πεῖ. Καί πολύ σωστά. Γιατί ἐνῶ βάδιζε στή γῆ, σάν νά περιπολοῦσε μαζί μέ τούς ἀγγέλους, ἔτσιἔκαμε τά πάντα, καί ἐνῶ εἶχε θνητό σῶμα, παρουσίαζε τήν καθαρότητα τῶν ἀγγέλων, καί ἐνῶ ὑπέκειτο σέ τόσες ἀνάγκες, προσπαθοῦσε νά μή φανεῖ καθόλου κατώτερος ἀπό τίς οὐράνιες δυνάμεις. Γιατί πραγματικά σάν ἀσώματος περιφρονοῦσε τούς πόνους καί τούς κινδύνους, καί σάν νά κέρδισε ἤδη τόν οὐρανό, περιφρονοῦσε τά γήινα, καί σάν νά συναναστρεφόταν μαζί μ᾿ αὐτές τίς ἀσώματες δυνάμεις ἔτσι ἦταν σέ διαρκή ἐγρήγορση.
Βέβαια πολλές φορές ἄγγελοι ἀνέλαβαν νά προστατεύουν διάφορα ἔθνη. Ἀλλά κανένας ἀπό αὐτούς τόἔθνος, πού τοῦ παραδόθηκε, δέν τό φρόντισε ἔτσι, ὅπως ὁ Παῦλος ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη. Καί μή μοῦ πεῖς ὅτιὁ Παῦλος δέν ἦταν αὐτός πού τά ἔκαμνε, καθόσον καί ἐγώ τό ὁμολογῶ. Γιατί καί ἄν δέν ἦταν αὐτός πού τάἐκτελοῦσε αὐτά, ἀλλά οὔτε ἦταν τόσο ἀνάξιος τῶν ἐπαίνων γι᾿ αὐτά, ἀφοῦ ἑτοίμασε τόν ἑαυτό του τόσο ἄξιο αὐτῆς τῆς μεγάλης χάρης. Ὁ Μιχαήλ ἀνάλαβε τό ἔθνος τῶν Ἰουδαίων (Βλ. Δαν. 12, 1 καί 10, 13.21), ὁ Παῦλοςὅμως τή γῆ καί τή θάλασσα καί τό κατοικούμενο μέρος καί τό ἀκατοίκητο. Καί αὐτά δέν τά λέγω μέ σκοπό νά προσβάλλω τούς ἀγγέλους, μακριά ἀπό μιά τέτοια σκέψη, ἀλλά γιά νά ἀποδείξω ὅτι εἶναι δυνατό, ἐνῶ εἶναι κανείς ἄνθρωπος, νά εἶναι μαζί μ᾿ ἐκείνους καί νά στέκεται κοντά τους. Καί γιά ποιό λόγο δέν ἀνέλαβαν αὐτά οἱ ἄγγελοι; Γιά νά μήν ἔχεις καμία δικαιολογία ὅταν εἶσαι ἀδιάφορος, οὔτε νά καταφεύγεις στή διαφορά τῆς φύσης ὅταν παραμένεις ἄπρακτος. Ἄλλωστε καί τό θαῦμα γινόταν μεγαλύτερο. Πῶς λοιπόν δέν εἶναι θαυμαστό καί παράξενο, ὁ λόγος πού ἔβγαινε ἀπό ἀνθρώπινη γλώσσα νά διώχνει τό θάνατο, νά συγχωρεῖἁμαρτίες, νά διορθώνει τήν ἀνάπηρη φύση καί νά κάνει οὐρανό τή γῆ;
5.-. Γι᾿ αὐτό ἐκπλήσσομαι μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτά θαυμάζω τήν προθυμία τοῦ Παύλου, ἐπειδή δέχτηκε τόση χάρη, ἐπειδή ἔκαμε τέτοιον τόν ἑαυτό του. Καί σᾶς παρακαλῶ νά μή θαυμάζετε μόνο, ἀλλά καί νά μιμεῖσθε τό παράδειγμα αὐτό τῆς ἀρετῆς, γιατί ἔτσι θά μπορέσουμε νά λάβουμε τά ἴδια μ᾿ ἐκεῖνον στεφάνια. Ἐάν ὅμως ἀπορεῖς ἀκούοντας ὅτι, ἄν κατορθώσεις τά ἴδια, θά πετύχεις τά ἴδια μέ τόν Παῦλο, ἄκουσε αὐτόν νά λέγει τά ἑξῆς· «Ἔχω ἀγωνισθεῖ τόν καλό ἀγώνα, ἔχω φθάσει στό τέλος τοῦ δρόμου, ἔχω διαφυλάξει τήν πίστη. Λοιπόν μοῦ ἐπιφυλάσσεται τό στεφάνι τῆς δικαιοσύνης, πού θά μοῦ δώσει σάν ἀνταμοιβή ὁ Κύριος,ὁ δίκαιος κριτής, κατά τήν ἡμέρα ἐκείνη· καί ὄχι μόνο σ᾿ ἐμένα, ἀλλά καί σ᾿ ὅλους πού ἔχουν ἀγαπήσει τήνἐμφάνισή του» (Β´ Τιμ. 4, 7-8).
Βλέπεις πῶς ὅλους τούς καλεῖ στήν ἴδια κοινωνία; Ἐπειδή λοιπόν ὑπάρχουν τά ἴδια γιά ὅλους, ἄς φροντίσουμε ὅλοι νά γίνουμε ἄξιοι τῶν ἀγαθῶν τά ὁποῖα μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ. Καί ἄς μή δοῦμε μόνο τό μέγεθος καί τήν ἔκταση τῶν κατορθωμάτων, ἀλλά καί τό πάθος τῆς προθυμίας, μέ τήν ὁποία ἀπέσπασε τόση χάρη, καί τή συγγένεια τῆς φύσης, γιατί εἶχε ὅλα αὐτά τά κοινά μ᾿ ἐμᾶς. Καί ἔτσι καί τά ὑπερβολικά δύσκολα θά μᾶς φανοῦν εὔκολα καί ἐλαφρά, καί ἀφοῦ κοπιάσουμε στό σύντομο αὐτό χρόνο, θά φορέσουμε τό ἄφθαρτο καίἀθάνατο ἐκεῖνο στεφάνι, μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τoῦ Kυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡδόξα καί ἡ δύναμη τώρα καί πάντοτε, καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.