Μόλις ἔφθασα λοιπὸν στὴ Μονὴ αὐτῶν ποὺ μετανοοῦσαν, καὶ στὸν τόπο αὐτῶν ποὺ ἀληθινὰ πενθοῦσαν, ἀντίκρυσα πραγματικά, ἂν μποροῦμε νὰ τὸ εἰποῦμε, πράγματα ποὺ ὀφθαλμὸς ἀμελοῦς ἀνθρώπου δὲν εἶδε καὶ αὐτὶ ρᾳθύμου δὲν ἄκουσε καὶ νοῦς ἀνθρώπου ὀκνηροῦ δὲν ἐφαντάσθηκε (πρβλ. Α´ Κορ. β´ 9). Εἶδα καὶ ἄκουσα πράγματα καὶ λόγια ποὺ ἔχουν τὴν δύναμι νὰ ἐκβιάσουν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τρόπους καὶ μορφὲς ἀσκήσεως ποὺ μποροῦσαν νὰ κάμψουν σύντομα τὴν φιλανθρωπία Του.
Ἄλλους ἀπὸ τοὺς ἐνόχους αὐτοὺς καὶ ὄχι πλέον ἐνόχους, τοὺς εἶδα νὰ
ἵστανται ὅλη τὴν νύκτα μέχρι τὸ πρωὶ στὴν ὕπαιθρο. Νὰ ἔχουν τὰ πόδια
ἀκίνητα. Ἀπὸ τὴν πίεσι τοῦ ὕπνου καὶ τὴν βία ποὺ ἐξασκοῦσαν ἐπάνω στὴν
φύσι τους νὰ πηγαίνουν πέρα-δώθε κατὰ τρόπο ἀξιολύπητο. Νὰ μὴ προσφέρουν
στὸν ἑαυτό τους καμμία ἀνάπαυσι. Ἀντίθετα δὲ νὰ τὸν ἐπιπλήττουν, νὰ τὸν
ξυπνοῦν καὶ νὰ τοῦ ἐπιτίθενται μὲ «ἀτιμίες» καὶ ὕβρεις. Ἄλλους τοὺς
εἶδα νὰ ἀτενίζουν τὸν οὐρανὸ μὲ ὕφος ἀξιολύπητο, καὶ μὲ ὀδυρμοὺς καὶ
κραυγὲς νὰ ἐπικαλοῦνται ἀπὸ ἐκεῖ τὴν βοήθεια.
Ἄλλους νὰ ἵστανται στὴν προσευχὴ δένοντας τὰ χέρια πίσω σὰν τοὺς καταδίκους, σκύβοντας τὸ σκυθρωπό τους πρόσωπο κάτω, κρίνοντας καὶ καταδικάζοντας τὸν ἑαυτό τους ἀνάξιο νὰ ἀτενίση πρὸς τὸν οὐρανό. Νὰ μὴν ἔχουν νὰ εἰποῦν ἢ νὰ προσφέρουν κάτι στὸν Θεόν, ἀπὸ τὴν ἀμηχανία ποὺ τοὺς προκαλοῦσε ἡ σκέψις καὶ ἡ συναίσθησις τῆς ἁμαρτωλότητός των. Νὰ μὴν εὑρίσκουν πῶς ἢ ἀπὸ ποῦ νὰ ἀρχίσουν τὴν ἱκεσία. Νὰ παρουσιάζουν μόνο στὸν Θεὸ μία ψυχὴ ἀμίλητη καὶ ἕναν νοῦ ἄφωνο γεμάτο ἀπὸ σκοτισμὸ καὶ ἀπὸ κάποια ἀπελπισία.
Ἄλλοι πάλι νὰ κάθωνται στὸ ἔδαφος σὲ σάκκο καὶ σποδό, νὰ ἔχουν τὸ πρόσωπο χωμένο στὰ γόνατα καὶ νὰ κτυποῦν τὸ μέτωπο στὴ γῆ. Ἄλλοι νὰ κτυποῦν συνεχῶς τὸ στῆθος τους, νὰ καταδικάζουν καὶ νὰ ἀνακαλοῦν τὴν ἁμαρτωλή τους ψυχὴ καὶ ζωή. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔβρεχαν τὸ ἔδαφος μὲ τὰ δάκρυά τους. Καὶ μερικοὶ ποὺ δὲν εἶχαν δάκρυα ἐπλήγωναν τὸ σῶμα τους μὲ δυνατὰ κτυπήματα. Ἄλλοι, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ ὑποφέρουν τὴν πίεση τῆς καρδιᾶς, ὠλόλυζαν γιὰ τὴν ψυχή τους ὡσὰν γιὰ νεκρό. Καὶ ἄλλοι ἐβογγοῦσαν ἐσωτερικὰ καὶ ἐμπόδιζαν νὰ ἐξέλθη ἀπὸ τὸ στόμα τὸ βογγητό. Μερικὲς ὅμως φορές, μὴ μπορώντας νὰ συγκρατηθοῦν, ἀναστέναζαν ἀπότομα.
Εἶδα ἐκεῖ μερικοὺς ποὺ ἔδειχναν σὰν παράφρονες, τόσο μὲ τὰ φερσίματά τους, ὅσο καὶ μὲ τὸ κλείσιμο στὸν ἑαυτό τους. Ἔδειχναν σὰν ἀποσβολωμένοι ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀδημονία, γεμάτοι σκοτισμὸ καὶ σχεδὸν ἀναίσθητοι γιὰ κάθε πράγμα τῆς παρούσης ζωῆς. Εἶχαν πλέον βυθίσει τὸν νοῦ τους στὴν ἄβυσσο τῆς ταπεινώσεως, καὶ μὲ τὸ πῦρ τῆς θλίψεως εἶχαν τηγανίσει καὶ καταξηράνει τὰ δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν τους. Ἄλλους νὰ κάθωνται μὲ σύννοια, νὰ σκύβουν στὴν γῆ, νὰ κινοῦν ἀδιάκοπα τὸ κεφάλι τους, νὰ ἀναστενάζουν καὶ νὰ μουγκρίζουν ὡσὰν λεόντες μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς των, μέσα ἀπὸ τὰ δόντια τους.
Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς προσεύχονταν γεμάτοι ἐλπίδα καὶ ἐπιζητοῦσαν τελεία ἄφεσι. Ἄλλοι ἀπὸ ἀνέκφραστη ταπείνωσι κατεδίκαζαν καὶ ἔκριναν τὸν ἑαυτό τους ἀνάξιο συγχωρήσεως, καὶ ἔκραζαν πὼς δὲν μποροῦν νὰ ἀπολογηθοῦν στὸν Θεόν. Μερικοὶ ἐκλιπαροῦσαν νὰ τιμωρηθοῦν ἐδῶ, γιὰ νὰ ἐλεηθοῦν ἐκεῖ. Ἄλλοι ποὺ ἦταν συντετριμμένοι ἀπὸ τὸ βάρος τῆς συνειδήσεως, ἔλεγαν μὲ εἰλικρινῆ πόθο: «Εἴμαστε εὐχαριστημένοι, ἐὰν οὔτε κολασθοῦμε οὔτε ἀξιωθοῦμε τῆς ἐπουρανίου βασιλείας».
Εἶδα ἐκεῖ μέσα ψυχὲς ταπεινὲς καὶ συντετριμμένες ποὺ ἐλύγιζαν ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ φορτίου τῶν ἁμαρτιῶν καὶ μὲ τὶς κραυγές τους πρὸς τὸν Θεὸν μποροῦσαν νὰ κάνουν καὶ τὶς ἀναίσθητες πέτρες νὰ ραγίσουν. Σκυμμένοι πρὸς τὴν γῆ ἐκραύγαζαν: «Τὸ γνωρίζομε. Τὸ γνωρίζομε. Μᾶς ἀξίζει κάθε τιμωρία καὶ κάθε κόλασις. Καὶ δικαίως. Καὶ ἂν ἀκόμη συναθροίζαμε ὅλη τὴν οἰκουμένη νὰ πενθῆ γιὰ ἐμᾶς, δὲν θὰ ἦταν ἀρκετὸ νὰ μᾶς δικαιώση γιὰ τὰ τόσα μας χρέη. Ἕνα ὅμως μόνο παρακαλοῦμε, ἕνα δυσωποῦμε, ἕνα ἱκετεύουμε: «Μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξης ἡμᾶς, μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσης ἡμᾶς» (Ψαλμ. στ´ 2). Μήτε νὰ μᾶς τιμωρήσης μὲ τὴν δικαία κρίσι σου. Ἀλλὰ νὰ μᾶς ἀντιμετωπίσης μὲ τὴν ἐπιείκειά σου καὶ ἀρκεῖ αὐτὴ νὰ μᾶς ἀπαλλάξη ὀλίγο ἀπὸ τὴν βαρειὰ ἀπειλή σου καὶ ἀπὸ τὶς κρυφὲς καὶ ἄγνωστες τιμωρίες τῆς κολάσεως. Δὲν τολμοῦμε νὰ ζητήσουμε τελεία ἄφεσι, διότι πῶς νὰ τὸ κάνουμε αὐτό; Ἄνθρωποι, ποὺ δὲν ἐφυλάξαμε καθαρὸ τὸ μοναχικό μας ἐπάγγελμα, ἀλλὰ τὸ ἐμολύναμε καὶ μάλιστα μετὰ ἀπὸ τὴν φιλανθρωπία καὶ συγχώρησι ποὺ προηγήθηκε, (τὴν συγχώρησι τῶν μετὰ τὸ βάπτισμα καὶ πρὸ τῆς κουρᾶς ἁμαρτιῶν).
Μποροῦσε ἐκεῖ, ἀγαπητοί μου, μποροῦσε ἐκεῖ νὰ ἰδῆ κανεὶς νὰ πραγματοποιοῦνται πλήρως τὰ λόγια τοῦ Δαβίδ. Μποροῦμε νὰ ἰδῆ «ἀνθρώπους ποὺ ἦταν ταλαιπωρημένοι καὶ κυρτωμένοι συνεχῶς μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τους, ποὺ ὅλη τὴν ἡμέρα περπατοῦσαν σκυθρωποί, ποὺ ἀνέδιδαν δυσοσμία ἀπὸ τὶς σαπισμένες πληγὲς τοῦ σώματός τους, ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἐφρόντιζαν τὸν ἑαυτόν τους, ποὺ ξεχνοῦσαν νὰ φάγουν τὸν ἄρτο τους, ποὺ ἔπιναν τὸ ὕδωρ ἀναμεμειγμένο μὲ δάκρυα, καὶ ἔτρωγαν χῶμα καὶ στάχτη μαζὶ μὲ τὸν ἄρτο, ποὺ εἶχαν τὰ ὀστὰ κολλημένα στὸ δέρμα καὶ ὠμοίαζαν μὲ ξηρὸ χορτάρι» (Ψαλμ. λζ´ 7, 6, ρα´ 5, 10, 6, 12). Τίποτε ἄλλο δὲν μποροῦσες νὰ ἀκούσης ἀπὸ αὐτούς, παρὰ μόνο τοῦτα τὰ λόγια: οὐαὶ – οὐαί, ἀλλοίμονο – ἀλλοίμονο, δίκαια – δίκαια, λυπήσου μας – λυπήσου μας, Δέσποτα. Ἄλλοι ἔλεγαν: ἐλέησέ μας – ἐλέησέ μας. Καὶ ἄλλοι ἀκόμη πιὸ λυπητερά: συγχώρησέ μας – συγχώρησέ μας, Δέσποτα, ἐὰν εἶναι δυνατόν.
Μποροῦσες νὰ ἰδῆς ἐκεῖ φλογισμένες γλῶσσες ποὺ ἐκρέμονταν ἔξω ἀπὸ τὸ στόμα ὅπως τῶν σκύλων. Ἄλλοι ἐτιμωροῦσαν τὸν ἑαυτό τους στὸν καύσωνα, καὶ ἄλλοι τὸν ἐβασάνιζαν στὸ ψύχος. Μερικοὶ ἐδοκίμαζαν ἀπὸ τὸ ὕδωρ τόσο, ὅσο μόνο γιὰ νὰ μὴν ἀποθάνουν ἀπὸ τὴν δίψα. Καὶ μερικοὶ ἀφοῦ ἔτρωγαν ὀλίγο ἀπὸ τὸν ἄρτο, τὸν ὑπόλοιπο τὸν ἐπετοῦσαν μὲ τὸ χέρι μακρυά, λέγοντας πὼς εἶναι ἀνάξιοι νὰ γευθοῦν τὴν τροφὴ τῶν λογικῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ διέπραξαν τὰ ἔργα τῶν ἀλόγων ζῴων.
Ποῦ νὰ ἐμφανισθῆ ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς γέλιο; Ποῦ ἀργολογία; Ποῦ θυμός; Ποῦ ὀργή; Αὐτοὶ δὲν ἐγνώριζαν ἂν ὑπάρχη ἀκόμη ὀργὴ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, διότι τὸ πένθος εἶχε σβήσει τελείως τὸν θυμὸ μέσα τους. Ποῦ νὰ συναντήσεις τὴν ἀντιλογία; Ποῦ ἑορτή; Ποῦ παρρησία; Ποῦ εὐχαρίστησι καὶ περιποίησι τοῦ σώματος; Ποῦ ἴχνος κενοδοξίας; Ποῦ ἐλπίδα τρυφῆς; Ποῦ ἐνθύμησις οἴνου; Ποῦ γεῦσι φρούτων; Ποῦ παρηγορία χύτρας; Ποῦ γλύκισμα γιὰ τὸν λάρυγγα; Ὅλων τούτων ἡ ἐλπίδα εἶχε σβήσει γι᾿ αὐτούς. Ποῦ νὰ συναντήσης σ᾿ αὐτοὺς μέριμνα γιὰ ἐπίγεια πράγματα; Ποῦ κατάκρισι κάποιου ἀνθρώπου; Πουθενά!
Ὅσα ἔλεγαν καὶ ἐκραύγαζαν αὐτοὶ πρὸς τὸν Κύριον ἦταν τὰ ἑξῆς: Μερικοί, ὡσὰν νὰ ἵσταντο ἐμπρὸς στὴν πύλη τοῦ οὐρανοῦ, ἐκτυποῦσαν δυνατὰ τὸ στῆθος καὶ ἔλεγαν πρὸς τὸν Θεόν: «Ἄνοιξέ μας, ἄνοιξε, ὦ δικαστά, ἄνοιξέ μας, ἀφοῦ ἐμεῖς μὲ τὶς ἁμαρτίες μας ἐκλείσαμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας τὴν πύλη». Ἄλλοι ἔλεγαν: «Ἐπίφανον τὸ πρόσωπόν σου μόνον, καὶ σωθησόμεθα» (Ψαλμ. οθ´ 4). Ἕνας ἔλεγε: «Ἐπίφανον τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις ταπεινοῖς» (Ἡσ. θ´ 2). Ἄλλος πάλι: «Ἂς μᾶς προλάβουν γρήγορα, Κύριε, οἱ οἰκτιρμοί σου, διότι ἐχαθήκαμε, διότι ἀπελπισθήκαμε, διότι ἐσβήσαμε τελείως» (Ψαλμ. οη´ 8).
Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔλεγαν: «Θὰ φανερωθῆ ἄραγε πλέον σ᾿ ἐμᾶς ὁ Κύριος»; Καὶ ἄλλοι: «Ἐξώφλησε ἄραγε ἡ ψυχή μας τὸ χρέος τὸ ἀνυπέρβλητο»; Ἄλλος: «Θὰ καταπραϋνθῆ ἄραγε τώρα πλέον ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Κύριος; Θὰ τὸν ἀκούσωμε ἄραγε νὰ λέγη σ᾿ ἐμᾶς τοὺς δεμένους μ᾿ ἄλυτα δεσμά, «ἐξέλθετε»; Καὶ σ᾿ ἐμᾶς ποὺ εὑρισκόμαστε στὸν ᾅδη τῆς μετανοίας, «εἶσθε συγχωρημένοι»; Ἔφθασε ἄραγε ἡ κραυγή μας στὰ αὐτιὰ τοῦ Κυρίου»;
Ὅλοι ἐπερνοῦσαν τὸν καιρό τους ἔχοντας συνεχῶς ἐμπρὸς στοὺς ὀφθαλμούς των τὸν θάνατο καὶ λέγοντας:
«Ἄραγε ποιὰ θὰ εἶναι ἡ κατάληξις; Ἄραγε ποιὰ θὰ εἶναι ἡ ἀπόφασις; Ἄραγε ποιὸ θὰ εἶναι τὸ τέλος μας; Ἄραγε ὑπάρχει ἐπαναφορά; Ἄραγε ὑπάρχει συγχώρησις σ᾿ ἐμᾶς τοὺς σκοτεινούς, τοὺς ταπεινούς, τοὺς καταδίκους; Ἄραγε μπόρεσε ἡ δέησίς μας νὰ φθάση ἐνώπιον τοῦ Κυρίου ἢ ἐγύρισε πίσω ταπεινωμένη καὶ ντροπιασμένη; Ἄραγε, ἂν ἔφθασε, τί κατώρθωσε; πόσο Τὸν ἐξευμένισε; πόσο ὠφέλησε; πόσο ἐνήργησε; διότι ἐβγῆκε ἀπὸ ἀκάθαρτα στόματα καὶ σώματα καὶ δὲν ἔχει πολλὴ δύναμι. Ἄραγε μᾶς συμφιλίωσε τελείως μὲ τὸν Κριτή; Ἄραγε ἐν μέρει; Ἄραγε γιὰ τὰ μισὰ τραύματά μας; ἐπειδὴ εἶναι πράγματι μεγάλα καὶ χρειάζονται πολλοὺς ἱδρῶτες καὶ μόχθους. Ἄραγε μᾶς ἐπλησίασαν καθόλου οἱ φύλακές μας (ἄγγελοι) ἢ ἵστανται ἀκόμη μακρυά; Ἐὰν ἐκεῖνοι δὲν μᾶς πλησιάσουν, ὅλοι μας οἱ κόποι εἶναι μάταιοι καὶ ἀνωφελεῖς, διότι ἡ προσευχή μας, ἐὰν δὲν τὴν πάρουν οἱ προστάτες μας ἄγγελοι, ἐρχόμενοι πλησίον μας, καὶ τὴν προσφέρουν στὸν Κύριον, δὲν ἔχει δύναμη παρρησίας οὔτε φτερὰ καθαρότητος γιὰ νὰ φθάση σ᾿ Αὐτόν».
Γι᾿ αὐτὰ πολλὲς φορὲς καὶ μεταξύ τους ἀποροῦσαν καὶ ἔλεγαν: «Ἄραγε, ἀδελφοί, κατορθώνομε τίποτε; Ἄραγε ἐπιτυγχάνωμε αὐτὸ ποὺ ζητοῦμε; Ἄραγε μᾶς δέχεται πάλι ὁ Θεός; Ἄραγε μᾶς ἀνοίγει τὴν θύρα»;
Καὶ οἱ ἄλλοι ἀπαντοῦσαν:
«Ποιὸς ξέρει -ὅπως τὸ εἶπαν οἱ ἀδελφοί μας οἱ Νινευίτες- μήπως μεταμεληθῆ ὁ Κύριος καὶ μᾶς λυτρώση ἀπὸ τὴν μεγάλη ἔστω τιμωρία; (Ἰωνᾶ γ´ 9). Ἐμεῖς ὅμως ἂς πράξωμε ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμᾶς. Καὶ ἂν μέν μᾶς ἀνοίξη, πολὺ καλά, εἰδεμὴ «εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεός», ὁ ὁποῖος δίκαια μᾶς ἔκλεισε ἔξω. Πλὴν ὅμως ἂς ἐπιμείνωμε κτυπώντας μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας, καὶ ἴσως, βλέποντας τὴν πολλή μας ἀναίδεια καὶ ἐπιμονή, μᾶς ἀνοίξη ὁ Ἀγαθός».
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔλεγαν παρακινώντας τοὺς ἑαυτούς των:
«Δράμωμεν, ἀδελφοί, δράμωμεν. Ἔχομεν ἀνάγκη δρόμου καὶ μάλιστα δρόμου σκληροῦ, διότι ἔχομε μείνει πίσω ἀπὸ τὴν καλή μας συνοδία. Ἂς τρέξωμε χωρὶς νὰ λογαριάζωμε τὴν ἀκάθαρτη καὶ ταλαίπωρη σάρκα μας. Ἂν τὴν φονεύσωμε καὶ ἐμεῖς, ὅπως μᾶς ἐφόνευσε καὶ αὐτή».
Ἔτσι καὶ ἔκαναν οἱ μακάριοι ἐκεῖνοι ὑπόδικοι.
Ἔβλεπες σ᾿ αὐτοὺς γόνατα ἀποσκληρυμένα ἀπὸ τὶς πολλὲς μετάνοιες. Ὀφθαλμοὺς λυωμένους καὶ βυθισμένους στὸ βάθος τῶν κόγχων. Ἀπογυμνωμένοι ἀπὸ τρίχες, μὲ μάγουλα πληγωμένα καὶ φλογισμένα ἀπὸ τὴν φλόγα τῶν θερμῶν δακρύων.
Ἔβλεπες πρόσωπα ὠχρὰ καὶ καταμαραμένα ποὺ δὲν ξεχώριζαν καθόλου ἀπὸ πρόσωπα νεκρῶν. Στήθη ποὺ ἐπονοῦσαν ἀπὸ τὰ κτυπήματα καὶ αἱματηρὰ πτύελα ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὰ γρονθοκοπήματα τοῦ στήθους.
Ποῦ νὰ εὑρεθῆ ἐκεῖ στρῶμα; Ποῦ καθαρὸ ἢ στερεὸ ἔνδυμα; Ὅλα ἦταν σχισμένα, ἀκάθαρτα καὶ σκεπασμένα μὲ ψεῖρες. Ποῦ νὰ συγκριθῆ μὲ τὴν ἰδική τους ταλαιπωρία ἡ ταλαιπωρία τῶν δαιμονισμένων; Ποῦ ἐκείνων ποὺ θρηνοῦν τοὺς νεκρούς; Ποῦ ἐκείνων ποὺ ζοῦν ἐξόριστοι; Ποῦ ἡ τιμωρία τῶν καταδικασμένων γιὰ φόνο; Οὔτε συγκρίνεται ἡ ἀθέλητη παίδευσις καὶ τιμωρία αὐτῶν μὲ τὴν ἰδική τους τὴν θεληματική.
Καὶ σᾶς παρακαλῶ, ἀδελφοί, νὰ μὴ τὰ θεωρήσετε σὰν μύθους ὅσα σᾶς εἶπα. Ἱκέτευαν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ πολλὲς φορὲς τὸν μεγάλο ἐκεῖνο δικαστή -τὸν Ποιμένα τους ἐννοῶ, τὸν ἄγγελο ποὺ ζοῦσε μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων- νὰ περισφίγξη τὰ χέρια καὶ τὸν τράχηλό τους μὲ σιδερένια δεσμά, καὶ νὰ δέση τὰ πόδια τους στὸ τιμωρητικὸ ξύλο, καὶ νὰ μὴ λυθοῦν ἀπὸ αὐτὰ πρὶν τοὺς δεχθῇ τὸ μνῆμα. Ἀκόμη δὲ οὔτε καὶ σὲ μνῆμα νὰ τοὺς βάλουν!
Δὲν θὰ κρύψω καθόλου οὔτε τὴν ἐλεημένη ταπείνωσι αὐτῶν τῶν πραγματικὰ μακαρίων οὔτε τὴν συντετριμμένη πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπη καὶ μετάνοιά τους.
Καθ᾿ ὃν χρόνον οἱ καλοὶ αὐτοὶ κάτοικοι τῆς χώρας τῆς μετανοίας ἐπρόκειτο νὰ ἀναχωρήσουν πρὸς τὸν Κύριον καὶ νὰ παρασταθοῦν ἐμπρὸς στὸ ἀδέκαστο βῆμα, βλέποντας ὅτι τελειώνει πλέον ἡ ζωή τους, μέσῳ τοῦ προϊσταμένου τους ἐκλιπαροῦσαν μὲ ὅρκους τὸν Μέγαν, (τὸν Ἡγούμενο δηλαδή), νὰ μὴν ἀξιωθοῦν ἀνθρωπίνης ταφῆς, ἀλλὰ νὰ πεταχθοῦν σὰν ἄλογα ζῷα ἢ στὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ ἢ στὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ.
Καὶ πολλὲς φορὲς ὑπήκουσε καὶ τὸ ἔκανε ὁ λύχνος ἐκεῖνος τῆς διακρίσεως, δίδοντας ἐντολὴ νὰ τοὺς κηδεύσουν χωρὶς καμμία τιμὴ καὶ ψαλμῳδία.
Πόσο δὲ φοβερὸ καὶ οἰκτρὸ ἦταν τὸ θέαμα τῆς τελευταίας ὥρας τους! Ὅταν δηλαδὴ οἱ συγκατάδικοι ἀντελαμβάνονταν πὼς κάποιος πρὶν ἀπὸ αὐτοὺς ἐπρόκειτο νὰ ἀποθάνη, ἐνῷ ἀκόμη εἶχε τὶς αἰσθήσεις του, τὸν περικύκλωναν. Καὶ μὲ δίψα, μὲ πένθος, μὲ ἐπιθυμία, μὲ ἀξιολύπητο ὕφος καὶ λυπητερὰ λόγια, κουνώντας τὸ κεφάλι, ὑπέβαλλαν ἐρωτήσεις σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἔφευγε καὶ μὲ θερμὴ συμπάθεια τοῦ ἔλεγαν:
«Τί γίνεται ἀδελφὲ καὶ συγκατάδικε; Πῶς βλέπεις τὰ πράγματα; Τί λέγεις; Τί ἐλπίζεις; Τί καταλαβαίνεις; Ἐπέτυχες μὲ τοὺς κόπους σου αὐτὸ ποὺ ἐζητοῦσες ἢ δὲν τὸ κατόρθωσες; Ἄνοιξες ἢ ἀκόμη αἰσθάνεσαι ὡς ἔνοχος; Ἔφθασες ἢ ἀπέτυχες; Ἔλαβες κάποια πληροφορία ἢ ἔχεις ἀβεβαία ἐλπίδα; Ἔλαβες ἄνεσι καὶ ἐλευθερία ἢ ταλαντεύεται καὶ ἀμφιβάλλει ἀκόμη ὁ λογισμός σου; Αἰσθάνθηκες μέσα στὴν καρδιά σου κάποιο φωτισμὸ ἢ βλέπεις ὅτι παραμένει ἀκόμη στὸ σκότος καὶ στὴν ἀτιμία; Ἄκουσες μέσα σου καμμία φωνὴ νὰ σοῦ λέγη: «Ἴδε ὑγιὴς γέγονας»; (Ἰωάν. ε´ 14) ἢ «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι»; (Λουκ. ζ´ 48) ἢ «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε»; (Λουκ. ζ´ 50). Ἢ μήπως αἰσθάνεσαι πὼς ἀκούεις ἀκόμη τὴν φωνή: «Ἀποστραφήτωσαν οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς τὸν ᾅδην» (Ψαλμ. θ´ 18) καὶ «δήσαντες αὐτοῦ (=ἀφοῦ τοῦ δέσετε) χεῖρας καὶ πόδας ἐμβάλετε εἰς τὸ σκότος» (Ματθ. κβ´ 13) καὶ «ἀρθήτω (=ἂς ἐκδιωχθῆ) ὁ ἀσεβής, ἵνα μὴ ἴδη τὴν δόξαν Κυρίου»; (Ἡσ. κστ´ 10). Τί λέγεις, ἀλήθεια, ἀδελφέ; Πές μας, σὲ ἱκετεύουμε, γιὰ νὰ μάθωμε κι ἐμεῖς τί πρόκειται νὰ συναντήσωμε. Γιὰ σένα πλέον ἔκλεισε ἡ προθεσμία καὶ δὲν θὰ σοῦ δοθῆ ἄλλη εἰς τὸν αἰῶνα».
Σ᾿ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα ἄλλοι ἀπὸ τοὺς ἑτοιμοθανάτους ἀπαντοῦσαν: «Εὐλογητὸς Κύριος, ὃς οὐκ ἀπέστησε emoticon smile ἀπεμάκρυνε) τὴν προσευχὴν ἡμῶν, καὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἀφ᾿ ἡμῶν» (Ψαλμ. ξε´ 20). Ἄλλοι πάλι ἔλεγαν «Εὐλογητὸς ὁ Κύριος ποὺ δὲν μᾶς παρέδωσε στὰ δόντια τους νὰ μᾶς φάγουν» (Ψαλμ. ρκγ´ 6). Ἄλλοι γεμάτοι ὀδύνη ἔλεγαν: «Ἄραγε θὰ κατορθώση ἡ ψυχή μας νὰ περάση τὸ ἀδιαπέραστο ὕδωρ, δηλαδὴ τὸ πλῆθος τῶν πονηρῶν πνευμάτων τοῦ ἀέρος»; (πρβλ. Ψαλμ. ρκγ´ 5). Δὲν ἐτολμοῦσαν ἀκόμη νὰ ξεθαρρέψουν, ἀλλὰ ἐσκέπτονταν συνεχῶς τί γίνεται σ᾿ ἐκεῖνο τὸ κριτήριο.
Καὶ ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς ἀπαντοῦσαν μὲ ἄλλα πιὸ ὀδυνηρὰ λόγια: «Ἀλλοίμονο στὴν ψυχὴ ποὺ δὲν ἐφύλαξε τὸ μοναχικὸ ἐπάγγελμα ἄσπιλο. Αὐτὴ καὶ μόνο τὴν ὥρα θὰ καταλάβη τί τὴν περιμένει».
Ἐγὼ δὲ ποὺ εἶδα σ᾿ αὐτοὺς καὶ ἄκουσα τοῦτα, παρ᾿ ὀλίγο θὰ ἀπελπιζόμουν βλέποντας καὶ συγκρίνοντας τὴν ἀδιαφορία μου μὲ τὴν ἰδική τους κακοπάθεια.
Ἀλλὰ καὶ ἡ διαμονὴ καὶ ἡ διαρρύθμισις τοῦ τόπου αὐτοῦ ποιὰ ἦταν! Ἦταν γεμάτη σκότος, γεμάτη δυσωδία, ἐντελῶς ρυπαρὰ καὶ ξηρά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πολὺ σωστὰ ὠνομάσθηκε Φυλακὴ καὶ καταδίκη. Ἔτσι καὶ μόνη ἡ θέα τῆς τοποθεσίας ἔφθανε γιὰ νὰ διδάσκη τὴν πλήρη μετάνοια καὶ τὸ πένθος.
Αὐτὰ ὅμως ποὺ γιὰ τοὺς ἄλλους εἶναι δύσκολα, ἀπαράδεκτα καὶ ἀνεπιθύμητα, σὲ αὐτοὺς ποὺ ἐξέπεσαν ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ τὸν πνευματικὸ πλοῦτο γίνονται εὐχάριστα καὶ εὐπρόσδεκτα. Διότι ἡ ψυχὴ ποὺ ἐστερήθηκε τὴν προηγουμένη παρρησία πρὸς τὸν Θεόν, ποὺ ἔχασε τὴν ἐλπίδα τῆς ἀπαθείας, ποὺ διέρρηξε τὴν σφραγίδα τῆς ἁγνότητος, ποὺ τῆς ἔκλεψαν τὸν πλοῦτο τῶν χαρισμάτων, ποὺ ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὴν θεία παρηγορία, ποὺ ἀθέτησε τὸ συμβόλαιό της μὲ τὸν Κύριον, ποὺ ἔσβησε μέσα της τὸ χαριτωμένο πῦρ τῶν δακρύων, καὶ ποὺ πληγώνεται ἀναπολώντας αὐτὰ καὶ κεντᾶται ὀδυνηρά… ὄχι μόνο τοὺς προηγουμένους κόπους τους δέχεται ὁλοπρόθυμα, ἀλλά, πολὺ περισσότερο, ἐπινοεῖ μὲ εὐσεβεῖς ἀσκήσεις νὰ ὁδηγηθῆ στὸν θάνατον –ἐὰν βέβαια ἀπέμεινε μέσα της κάποιος σπινθὴρ ἀγάπης ἢ φόβου τοῦ Κυρίου, ὅπως ἀκριβῶς συνέβαινε σ᾿ αὐτοὺς τοὺς μακαρίους.
Ἔχοντας στὸν νοῦ τους αὐτὰ καὶ ἀναλογιζόμενοι τὸ ὕψος ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξέπεσαν, ἔλεγαν: «Ἐμνήσθημεν ἡμερῶν ἀρχαίων (Ψαλμ. ρμβ´ 5), τὴν πρώτη δηλαδὴ φλόγα τοῦ ζήλου μας». Ἄλλοι ἐφώναζαν πρὸς τὸν Θεόν: «Ποῦ εἰσι τὰ ἐλέη σου τὰ ἀρχαῖα Κύριε, ἃ ἔδειξας τὴ ψυχὴ ἡμῶν ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου; Μνήσθητι τοῦ ὀνειδισμοῦ καὶ τοῦ μόχθου τῶν δούλων σου» (πρβλ. Ψαλμ. πη´ 50-51).
Ἄλλος: «Ποιὸς νὰ μὲ ἐγύριζε στὸν παρελθόντα καιρό, στὶς ἡμέρες ποὺ μὲ ἐπροστάτευε ὁ Θεός, τότε ποὺ ὁ φωτεινὸς λύχνος Του ἔφεγγε ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεφαλή μου, τὴν κεφαλὴ τῆς καρδιᾶς μου»; (Ἰὼβ κθ´ 2-3).
Μὲ πόση νοσταλγία ἐνθυμοῦντο τὰ προηγούμενα κατορθώματά τους, καὶ κλαίοντας γι᾿ αὐτὰ σὰν μικρὰ παιδιά, ἔλεγαν:
«Ποῦ εἶναι ἡ καθαρότης τῆς προσευχῆς; Ποῦ τὸ θάρρος καὶ ἡ παρρησία της; Ποῦ τὸ γλυκὺ δάκρυ ἀντὶ τοῦ τωρινοῦ πικροῦ; Ποῦ ἡ ἐλπὶς τῆς τελείας ἁγνότητος καὶ καθάρσεως; Ποῦ ἡ προσδοκία τῆς μακαρίας ἀπαθείας; Ποῦ ἡ πίστις πρὸς τὸν Γέροντα; Ποῦ ἡ ἐνέργεια τῆς προσευχῆς του σ᾿ ἐμᾶς; Ἐχάθηκαν ὅλα αὐτά, ἐξέλιπαν σὰν νὰ μὴν ὑπῆρξαν καθόλου, ἐξαφανίσθηκαν σὰν ἀνύπαρκτα καὶ διελύθησαν».
Ἐνῷ ἔλεγαν αὐτὰ καὶ ἐθρηνοῦσαν, μερικοὶ προσεύχονταν νὰ καταληφθοῦν ἀπὸ δαιμόνιο. Ἄλλοι ἱκέτευαν τὸν Κύριον νὰ ἀποκτήσουν λέπρα. Ἄλλοι, νὰ χάσουν τὴν ὅρασί τους, καὶ νὰ γίνουν σ᾿ ὅλους ἀξιολύπητο θέαμα. Ἄλλοι, νὰ πέσουν παράλυτοι στὸ κρεββάτι, ἀρκεῖ μόνο νὰ μὴ δοκιμάσουν τὰ (μελλοντικά) ἐκεῖνα κολαστήρια.
Ἐγὼ τότε, ἀγαπητοί μου, ξεχάσθηκα, εἰσῆλθα ὁλόκληρος μέσα στὸ πένθος τους, καὶ ὁ νοῦς μου αἰχμαλωτίσθηκε ἐντελῶς, χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ τὸν ἐπαναφέρω. Ἂς ἐπιστρέψωμε ὅμως πάλι στὴν σειρὰ τοῦ λόγου.
Ἀφοῦ παρέμεινα τριάντα ἡμέρες σ᾿ αὐτὴν τὴν φυλακή, ἐπιστρέφω ὁ ἀνυπομόνητος στὸ μεγάλο Κοινόβιο, στὸν Μέγαν, (τὸν Ἡγούμενο δηλαδή). Αὐτὸς δὲ ὁ πάνσοφος βλέποντάς με σὰν νὰ εἶμαι ἄλλος ἄνθρωπος καὶ σὰν νὰ τὰ ἔχω χαμένα, κατάλαβε τὴν αἰτία καὶ μοῦ λέγει: «Τί συμβαίνει, πάτερ Ἰωάννη; Εἶδες τοὺς ἄθλους τῶν ἀγωνιζομένων»;
Καὶ ἐγὼ τοῦ ἀπήντησα: «Τοὺς εἶδα, πάτερ μου, καὶ τοὺς ἐθαύμασα καὶ ἐμακάρισα αὐτοὺς ποὺ ἔπεσαν καὶ πενθοῦν, περισσότερο ἀπὸ ἐκείνους ποὺ δὲν ἔπεσαν καὶ δὲν πενθοῦν γιὰ τὸν ἑαυτό τους, διότι μὲ τὴν πτῶσι τους ἐσηκώθηκαν καὶ ἐστάθηκαν σὲ μία κατάστασι ποὺ δὲν κινδυνεύουν πλέον». Ἐκεῖνος δὲ μοῦ εἶπε: «Πραγματικά, ἔτσι εἶναι».
Καὶ ἐν συνεχείᾳ μὲ τὴν ἀψευδῆ του γλώσσα μοῦ διηγήθηκε: «Πρὸ δεκαετίας εἶχα ἐδῶ ἕναν ἀδελφὸ μὲ ὑπερβολικὸ ζῆλο, ἀγωνιστῆ, καὶ τόσο σπουδαῖο, ὥστε, καθὼς τὸν ἔβλεπα νὰ καίη μέσα του τέτοια φλόγα, ἔτρεμα καὶ ἐφοβόμουν ὑπερβολικὰ τὸν φθόνο τοῦ διαβόλου, μήπως μὲ τὴν μεγάλη ταχύτητα ποὺ ἔτρεχε σκοντάψῃ σὲ κάποια πέτρα τὸ πόδι του, πράγμα ποὺ συμβαίνει συνήθως σ᾿ αὐτοὺς ποὺ προχωροῦν μὲ ταχύτητα. Καὶ αὐτὸ (δυστυχῶς) ἔγινε.
» Καὶ ἀμέσως μετὰ τὴν πτῶσι του, ἀργὰ τὸ βράδυ, ἔρχεται σὲ μένα, μοῦ ἀποκαλύπτει γυμνὸ τὸ τραῦμα του, ζητεῖ ἔμπλαστρο, παρακαλεῖ νὰ τὸ καυτηριάσω, ἀνησυχεῖ ὑπερβολικά. Βλέποντας ὅμως τὸν ἰατρὸ νὰ μὴ θέλη νὰ τοῦ φερθῆ ἀπότομα -ἐφ᾿ ὅσον ἄλλωστε ἄξιζε νὰ τὸν συμπαθήση κανείς- ρίχνεται κάτω στὸ ἔδαφος, ἀγκαλιάζει τὰ πόδια μου, τὰ λούζει μὲ ἄφθονα δάκρυα καὶ ζητεῖ νὰ καταδικασθῆ στὴν φυλακὴ αὐτὴ ποὺ εἶδες.
«Εἶναι ἀδύνατο, ἐφώναζε, νὰ μὴν πάω ἐκεῖ».
» Ἔτσι ἀναγκάζει νὰ μεταβληθῆ ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ ἰατροῦ σὲ σκληρότητα – πράγμα σπάνιο μεταξὺ τῶν ἀρρώστων καὶ ἐντελῶς παράδοξο. Τρέχει γρήγορα καὶ παίρνει θέσι ἀνάμεσα στοὺς μετανοοῦντας, συμμερίζεται τὸ πένθος τους καὶ συμμετέχει σ᾿ αὐτὸ πρόθυμα. Πληγώθηκε δὲ στὴν καρδιὰ ἀπὸ τὴν λύπη γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σὰν μὲ ξίφος, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποδημήση σὲ ὀκτὼ ἡμέρες πρὸς τὸν Κύριον, ἀφοῦ προηγουμένως ἐζήτησε νὰ μὴν ἀξιωθῆ ἐνταφιασμοῦ. Ἐγὼ ὅμως ἀντιθέτως, ὡς ἄξιο, καὶ ἐδῶ στὸ Κοινόβιο τὸν ἔφερα, καὶ τὸν ἔθαψα μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πατέρας. Ἔτσι μετὰ τὴν ἑβδόμη ἡμέρα τῆς σκλαβιᾶς, τὴν ὀγδόη ἡμέρα ἐλύθηκε ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ ἐλευθερώθηκε (1).
Ὑπάρχει δὲ κάποιος (2) ποὺ ἀντελήφθηκε πολὺ καλά, πὼς ὁ προηγούμενος μοναχὸς δὲν σηκώθηκε ἀπὸ τὰ ταπεινὰ πόδια μου, πρὶν ἐξευμενίση τὸν Θεόν. Καὶ δὲν εἶναι ἄξιον ἀπορίας. Διότι μέσα στὴν καρδιά του ἔβαλε τὴν πίστι τῆς πόρνης ἐκείνης τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ μὲ μία παρομοία πληροφορία κατάβρεξε καὶ αὐτὸς μὲ τὰ δάκρυά του τὰ δικά μου ἀχρεῖα πόδια. Ὅπως δὲ εἶπε ὁ Κύριος, «πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι» (Μάρκ. θ´ 23).
ΛΟΓΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ
Περὶ μετανοίας
Ἄλλους νὰ ἵστανται στὴν προσευχὴ δένοντας τὰ χέρια πίσω σὰν τοὺς καταδίκους, σκύβοντας τὸ σκυθρωπό τους πρόσωπο κάτω, κρίνοντας καὶ καταδικάζοντας τὸν ἑαυτό τους ἀνάξιο νὰ ἀτενίση πρὸς τὸν οὐρανό. Νὰ μὴν ἔχουν νὰ εἰποῦν ἢ νὰ προσφέρουν κάτι στὸν Θεόν, ἀπὸ τὴν ἀμηχανία ποὺ τοὺς προκαλοῦσε ἡ σκέψις καὶ ἡ συναίσθησις τῆς ἁμαρτωλότητός των. Νὰ μὴν εὑρίσκουν πῶς ἢ ἀπὸ ποῦ νὰ ἀρχίσουν τὴν ἱκεσία. Νὰ παρουσιάζουν μόνο στὸν Θεὸ μία ψυχὴ ἀμίλητη καὶ ἕναν νοῦ ἄφωνο γεμάτο ἀπὸ σκοτισμὸ καὶ ἀπὸ κάποια ἀπελπισία.
Ἄλλοι πάλι νὰ κάθωνται στὸ ἔδαφος σὲ σάκκο καὶ σποδό, νὰ ἔχουν τὸ πρόσωπο χωμένο στὰ γόνατα καὶ νὰ κτυποῦν τὸ μέτωπο στὴ γῆ. Ἄλλοι νὰ κτυποῦν συνεχῶς τὸ στῆθος τους, νὰ καταδικάζουν καὶ νὰ ἀνακαλοῦν τὴν ἁμαρτωλή τους ψυχὴ καὶ ζωή. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔβρεχαν τὸ ἔδαφος μὲ τὰ δάκρυά τους. Καὶ μερικοὶ ποὺ δὲν εἶχαν δάκρυα ἐπλήγωναν τὸ σῶμα τους μὲ δυνατὰ κτυπήματα. Ἄλλοι, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ ὑποφέρουν τὴν πίεση τῆς καρδιᾶς, ὠλόλυζαν γιὰ τὴν ψυχή τους ὡσὰν γιὰ νεκρό. Καὶ ἄλλοι ἐβογγοῦσαν ἐσωτερικὰ καὶ ἐμπόδιζαν νὰ ἐξέλθη ἀπὸ τὸ στόμα τὸ βογγητό. Μερικὲς ὅμως φορές, μὴ μπορώντας νὰ συγκρατηθοῦν, ἀναστέναζαν ἀπότομα.
Εἶδα ἐκεῖ μερικοὺς ποὺ ἔδειχναν σὰν παράφρονες, τόσο μὲ τὰ φερσίματά τους, ὅσο καὶ μὲ τὸ κλείσιμο στὸν ἑαυτό τους. Ἔδειχναν σὰν ἀποσβολωμένοι ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀδημονία, γεμάτοι σκοτισμὸ καὶ σχεδὸν ἀναίσθητοι γιὰ κάθε πράγμα τῆς παρούσης ζωῆς. Εἶχαν πλέον βυθίσει τὸν νοῦ τους στὴν ἄβυσσο τῆς ταπεινώσεως, καὶ μὲ τὸ πῦρ τῆς θλίψεως εἶχαν τηγανίσει καὶ καταξηράνει τὰ δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν τους. Ἄλλους νὰ κάθωνται μὲ σύννοια, νὰ σκύβουν στὴν γῆ, νὰ κινοῦν ἀδιάκοπα τὸ κεφάλι τους, νὰ ἀναστενάζουν καὶ νὰ μουγκρίζουν ὡσὰν λεόντες μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς των, μέσα ἀπὸ τὰ δόντια τους.
Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς προσεύχονταν γεμάτοι ἐλπίδα καὶ ἐπιζητοῦσαν τελεία ἄφεσι. Ἄλλοι ἀπὸ ἀνέκφραστη ταπείνωσι κατεδίκαζαν καὶ ἔκριναν τὸν ἑαυτό τους ἀνάξιο συγχωρήσεως, καὶ ἔκραζαν πὼς δὲν μποροῦν νὰ ἀπολογηθοῦν στὸν Θεόν. Μερικοὶ ἐκλιπαροῦσαν νὰ τιμωρηθοῦν ἐδῶ, γιὰ νὰ ἐλεηθοῦν ἐκεῖ. Ἄλλοι ποὺ ἦταν συντετριμμένοι ἀπὸ τὸ βάρος τῆς συνειδήσεως, ἔλεγαν μὲ εἰλικρινῆ πόθο: «Εἴμαστε εὐχαριστημένοι, ἐὰν οὔτε κολασθοῦμε οὔτε ἀξιωθοῦμε τῆς ἐπουρανίου βασιλείας».
Εἶδα ἐκεῖ μέσα ψυχὲς ταπεινὲς καὶ συντετριμμένες ποὺ ἐλύγιζαν ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ φορτίου τῶν ἁμαρτιῶν καὶ μὲ τὶς κραυγές τους πρὸς τὸν Θεὸν μποροῦσαν νὰ κάνουν καὶ τὶς ἀναίσθητες πέτρες νὰ ραγίσουν. Σκυμμένοι πρὸς τὴν γῆ ἐκραύγαζαν: «Τὸ γνωρίζομε. Τὸ γνωρίζομε. Μᾶς ἀξίζει κάθε τιμωρία καὶ κάθε κόλασις. Καὶ δικαίως. Καὶ ἂν ἀκόμη συναθροίζαμε ὅλη τὴν οἰκουμένη νὰ πενθῆ γιὰ ἐμᾶς, δὲν θὰ ἦταν ἀρκετὸ νὰ μᾶς δικαιώση γιὰ τὰ τόσα μας χρέη. Ἕνα ὅμως μόνο παρακαλοῦμε, ἕνα δυσωποῦμε, ἕνα ἱκετεύουμε: «Μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξης ἡμᾶς, μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσης ἡμᾶς» (Ψαλμ. στ´ 2). Μήτε νὰ μᾶς τιμωρήσης μὲ τὴν δικαία κρίσι σου. Ἀλλὰ νὰ μᾶς ἀντιμετωπίσης μὲ τὴν ἐπιείκειά σου καὶ ἀρκεῖ αὐτὴ νὰ μᾶς ἀπαλλάξη ὀλίγο ἀπὸ τὴν βαρειὰ ἀπειλή σου καὶ ἀπὸ τὶς κρυφὲς καὶ ἄγνωστες τιμωρίες τῆς κολάσεως. Δὲν τολμοῦμε νὰ ζητήσουμε τελεία ἄφεσι, διότι πῶς νὰ τὸ κάνουμε αὐτό; Ἄνθρωποι, ποὺ δὲν ἐφυλάξαμε καθαρὸ τὸ μοναχικό μας ἐπάγγελμα, ἀλλὰ τὸ ἐμολύναμε καὶ μάλιστα μετὰ ἀπὸ τὴν φιλανθρωπία καὶ συγχώρησι ποὺ προηγήθηκε, (τὴν συγχώρησι τῶν μετὰ τὸ βάπτισμα καὶ πρὸ τῆς κουρᾶς ἁμαρτιῶν).
Μποροῦσε ἐκεῖ, ἀγαπητοί μου, μποροῦσε ἐκεῖ νὰ ἰδῆ κανεὶς νὰ πραγματοποιοῦνται πλήρως τὰ λόγια τοῦ Δαβίδ. Μποροῦμε νὰ ἰδῆ «ἀνθρώπους ποὺ ἦταν ταλαιπωρημένοι καὶ κυρτωμένοι συνεχῶς μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τους, ποὺ ὅλη τὴν ἡμέρα περπατοῦσαν σκυθρωποί, ποὺ ἀνέδιδαν δυσοσμία ἀπὸ τὶς σαπισμένες πληγὲς τοῦ σώματός τους, ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἐφρόντιζαν τὸν ἑαυτόν τους, ποὺ ξεχνοῦσαν νὰ φάγουν τὸν ἄρτο τους, ποὺ ἔπιναν τὸ ὕδωρ ἀναμεμειγμένο μὲ δάκρυα, καὶ ἔτρωγαν χῶμα καὶ στάχτη μαζὶ μὲ τὸν ἄρτο, ποὺ εἶχαν τὰ ὀστὰ κολλημένα στὸ δέρμα καὶ ὠμοίαζαν μὲ ξηρὸ χορτάρι» (Ψαλμ. λζ´ 7, 6, ρα´ 5, 10, 6, 12). Τίποτε ἄλλο δὲν μποροῦσες νὰ ἀκούσης ἀπὸ αὐτούς, παρὰ μόνο τοῦτα τὰ λόγια: οὐαὶ – οὐαί, ἀλλοίμονο – ἀλλοίμονο, δίκαια – δίκαια, λυπήσου μας – λυπήσου μας, Δέσποτα. Ἄλλοι ἔλεγαν: ἐλέησέ μας – ἐλέησέ μας. Καὶ ἄλλοι ἀκόμη πιὸ λυπητερά: συγχώρησέ μας – συγχώρησέ μας, Δέσποτα, ἐὰν εἶναι δυνατόν.
Μποροῦσες νὰ ἰδῆς ἐκεῖ φλογισμένες γλῶσσες ποὺ ἐκρέμονταν ἔξω ἀπὸ τὸ στόμα ὅπως τῶν σκύλων. Ἄλλοι ἐτιμωροῦσαν τὸν ἑαυτό τους στὸν καύσωνα, καὶ ἄλλοι τὸν ἐβασάνιζαν στὸ ψύχος. Μερικοὶ ἐδοκίμαζαν ἀπὸ τὸ ὕδωρ τόσο, ὅσο μόνο γιὰ νὰ μὴν ἀποθάνουν ἀπὸ τὴν δίψα. Καὶ μερικοὶ ἀφοῦ ἔτρωγαν ὀλίγο ἀπὸ τὸν ἄρτο, τὸν ὑπόλοιπο τὸν ἐπετοῦσαν μὲ τὸ χέρι μακρυά, λέγοντας πὼς εἶναι ἀνάξιοι νὰ γευθοῦν τὴν τροφὴ τῶν λογικῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ διέπραξαν τὰ ἔργα τῶν ἀλόγων ζῴων.
Ποῦ νὰ ἐμφανισθῆ ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς γέλιο; Ποῦ ἀργολογία; Ποῦ θυμός; Ποῦ ὀργή; Αὐτοὶ δὲν ἐγνώριζαν ἂν ὑπάρχη ἀκόμη ὀργὴ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, διότι τὸ πένθος εἶχε σβήσει τελείως τὸν θυμὸ μέσα τους. Ποῦ νὰ συναντήσεις τὴν ἀντιλογία; Ποῦ ἑορτή; Ποῦ παρρησία; Ποῦ εὐχαρίστησι καὶ περιποίησι τοῦ σώματος; Ποῦ ἴχνος κενοδοξίας; Ποῦ ἐλπίδα τρυφῆς; Ποῦ ἐνθύμησις οἴνου; Ποῦ γεῦσι φρούτων; Ποῦ παρηγορία χύτρας; Ποῦ γλύκισμα γιὰ τὸν λάρυγγα; Ὅλων τούτων ἡ ἐλπίδα εἶχε σβήσει γι᾿ αὐτούς. Ποῦ νὰ συναντήσης σ᾿ αὐτοὺς μέριμνα γιὰ ἐπίγεια πράγματα; Ποῦ κατάκρισι κάποιου ἀνθρώπου; Πουθενά!
Ὅσα ἔλεγαν καὶ ἐκραύγαζαν αὐτοὶ πρὸς τὸν Κύριον ἦταν τὰ ἑξῆς: Μερικοί, ὡσὰν νὰ ἵσταντο ἐμπρὸς στὴν πύλη τοῦ οὐρανοῦ, ἐκτυποῦσαν δυνατὰ τὸ στῆθος καὶ ἔλεγαν πρὸς τὸν Θεόν: «Ἄνοιξέ μας, ἄνοιξε, ὦ δικαστά, ἄνοιξέ μας, ἀφοῦ ἐμεῖς μὲ τὶς ἁμαρτίες μας ἐκλείσαμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας τὴν πύλη». Ἄλλοι ἔλεγαν: «Ἐπίφανον τὸ πρόσωπόν σου μόνον, καὶ σωθησόμεθα» (Ψαλμ. οθ´ 4). Ἕνας ἔλεγε: «Ἐπίφανον τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις ταπεινοῖς» (Ἡσ. θ´ 2). Ἄλλος πάλι: «Ἂς μᾶς προλάβουν γρήγορα, Κύριε, οἱ οἰκτιρμοί σου, διότι ἐχαθήκαμε, διότι ἀπελπισθήκαμε, διότι ἐσβήσαμε τελείως» (Ψαλμ. οη´ 8).
Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔλεγαν: «Θὰ φανερωθῆ ἄραγε πλέον σ᾿ ἐμᾶς ὁ Κύριος»; Καὶ ἄλλοι: «Ἐξώφλησε ἄραγε ἡ ψυχή μας τὸ χρέος τὸ ἀνυπέρβλητο»; Ἄλλος: «Θὰ καταπραϋνθῆ ἄραγε τώρα πλέον ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Κύριος; Θὰ τὸν ἀκούσωμε ἄραγε νὰ λέγη σ᾿ ἐμᾶς τοὺς δεμένους μ᾿ ἄλυτα δεσμά, «ἐξέλθετε»; Καὶ σ᾿ ἐμᾶς ποὺ εὑρισκόμαστε στὸν ᾅδη τῆς μετανοίας, «εἶσθε συγχωρημένοι»; Ἔφθασε ἄραγε ἡ κραυγή μας στὰ αὐτιὰ τοῦ Κυρίου»;
Ὅλοι ἐπερνοῦσαν τὸν καιρό τους ἔχοντας συνεχῶς ἐμπρὸς στοὺς ὀφθαλμούς των τὸν θάνατο καὶ λέγοντας:
«Ἄραγε ποιὰ θὰ εἶναι ἡ κατάληξις; Ἄραγε ποιὰ θὰ εἶναι ἡ ἀπόφασις; Ἄραγε ποιὸ θὰ εἶναι τὸ τέλος μας; Ἄραγε ὑπάρχει ἐπαναφορά; Ἄραγε ὑπάρχει συγχώρησις σ᾿ ἐμᾶς τοὺς σκοτεινούς, τοὺς ταπεινούς, τοὺς καταδίκους; Ἄραγε μπόρεσε ἡ δέησίς μας νὰ φθάση ἐνώπιον τοῦ Κυρίου ἢ ἐγύρισε πίσω ταπεινωμένη καὶ ντροπιασμένη; Ἄραγε, ἂν ἔφθασε, τί κατώρθωσε; πόσο Τὸν ἐξευμένισε; πόσο ὠφέλησε; πόσο ἐνήργησε; διότι ἐβγῆκε ἀπὸ ἀκάθαρτα στόματα καὶ σώματα καὶ δὲν ἔχει πολλὴ δύναμι. Ἄραγε μᾶς συμφιλίωσε τελείως μὲ τὸν Κριτή; Ἄραγε ἐν μέρει; Ἄραγε γιὰ τὰ μισὰ τραύματά μας; ἐπειδὴ εἶναι πράγματι μεγάλα καὶ χρειάζονται πολλοὺς ἱδρῶτες καὶ μόχθους. Ἄραγε μᾶς ἐπλησίασαν καθόλου οἱ φύλακές μας (ἄγγελοι) ἢ ἵστανται ἀκόμη μακρυά; Ἐὰν ἐκεῖνοι δὲν μᾶς πλησιάσουν, ὅλοι μας οἱ κόποι εἶναι μάταιοι καὶ ἀνωφελεῖς, διότι ἡ προσευχή μας, ἐὰν δὲν τὴν πάρουν οἱ προστάτες μας ἄγγελοι, ἐρχόμενοι πλησίον μας, καὶ τὴν προσφέρουν στὸν Κύριον, δὲν ἔχει δύναμη παρρησίας οὔτε φτερὰ καθαρότητος γιὰ νὰ φθάση σ᾿ Αὐτόν».
Γι᾿ αὐτὰ πολλὲς φορὲς καὶ μεταξύ τους ἀποροῦσαν καὶ ἔλεγαν: «Ἄραγε, ἀδελφοί, κατορθώνομε τίποτε; Ἄραγε ἐπιτυγχάνωμε αὐτὸ ποὺ ζητοῦμε; Ἄραγε μᾶς δέχεται πάλι ὁ Θεός; Ἄραγε μᾶς ἀνοίγει τὴν θύρα»;
Καὶ οἱ ἄλλοι ἀπαντοῦσαν:
«Ποιὸς ξέρει -ὅπως τὸ εἶπαν οἱ ἀδελφοί μας οἱ Νινευίτες- μήπως μεταμεληθῆ ὁ Κύριος καὶ μᾶς λυτρώση ἀπὸ τὴν μεγάλη ἔστω τιμωρία; (Ἰωνᾶ γ´ 9). Ἐμεῖς ὅμως ἂς πράξωμε ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμᾶς. Καὶ ἂν μέν μᾶς ἀνοίξη, πολὺ καλά, εἰδεμὴ «εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεός», ὁ ὁποῖος δίκαια μᾶς ἔκλεισε ἔξω. Πλὴν ὅμως ἂς ἐπιμείνωμε κτυπώντας μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας, καὶ ἴσως, βλέποντας τὴν πολλή μας ἀναίδεια καὶ ἐπιμονή, μᾶς ἀνοίξη ὁ Ἀγαθός».
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔλεγαν παρακινώντας τοὺς ἑαυτούς των:
«Δράμωμεν, ἀδελφοί, δράμωμεν. Ἔχομεν ἀνάγκη δρόμου καὶ μάλιστα δρόμου σκληροῦ, διότι ἔχομε μείνει πίσω ἀπὸ τὴν καλή μας συνοδία. Ἂς τρέξωμε χωρὶς νὰ λογαριάζωμε τὴν ἀκάθαρτη καὶ ταλαίπωρη σάρκα μας. Ἂν τὴν φονεύσωμε καὶ ἐμεῖς, ὅπως μᾶς ἐφόνευσε καὶ αὐτή».
Ἔτσι καὶ ἔκαναν οἱ μακάριοι ἐκεῖνοι ὑπόδικοι.
Ἔβλεπες σ᾿ αὐτοὺς γόνατα ἀποσκληρυμένα ἀπὸ τὶς πολλὲς μετάνοιες. Ὀφθαλμοὺς λυωμένους καὶ βυθισμένους στὸ βάθος τῶν κόγχων. Ἀπογυμνωμένοι ἀπὸ τρίχες, μὲ μάγουλα πληγωμένα καὶ φλογισμένα ἀπὸ τὴν φλόγα τῶν θερμῶν δακρύων.
Ἔβλεπες πρόσωπα ὠχρὰ καὶ καταμαραμένα ποὺ δὲν ξεχώριζαν καθόλου ἀπὸ πρόσωπα νεκρῶν. Στήθη ποὺ ἐπονοῦσαν ἀπὸ τὰ κτυπήματα καὶ αἱματηρὰ πτύελα ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὰ γρονθοκοπήματα τοῦ στήθους.
Ποῦ νὰ εὑρεθῆ ἐκεῖ στρῶμα; Ποῦ καθαρὸ ἢ στερεὸ ἔνδυμα; Ὅλα ἦταν σχισμένα, ἀκάθαρτα καὶ σκεπασμένα μὲ ψεῖρες. Ποῦ νὰ συγκριθῆ μὲ τὴν ἰδική τους ταλαιπωρία ἡ ταλαιπωρία τῶν δαιμονισμένων; Ποῦ ἐκείνων ποὺ θρηνοῦν τοὺς νεκρούς; Ποῦ ἐκείνων ποὺ ζοῦν ἐξόριστοι; Ποῦ ἡ τιμωρία τῶν καταδικασμένων γιὰ φόνο; Οὔτε συγκρίνεται ἡ ἀθέλητη παίδευσις καὶ τιμωρία αὐτῶν μὲ τὴν ἰδική τους τὴν θεληματική.
Καὶ σᾶς παρακαλῶ, ἀδελφοί, νὰ μὴ τὰ θεωρήσετε σὰν μύθους ὅσα σᾶς εἶπα. Ἱκέτευαν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ πολλὲς φορὲς τὸν μεγάλο ἐκεῖνο δικαστή -τὸν Ποιμένα τους ἐννοῶ, τὸν ἄγγελο ποὺ ζοῦσε μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων- νὰ περισφίγξη τὰ χέρια καὶ τὸν τράχηλό τους μὲ σιδερένια δεσμά, καὶ νὰ δέση τὰ πόδια τους στὸ τιμωρητικὸ ξύλο, καὶ νὰ μὴ λυθοῦν ἀπὸ αὐτὰ πρὶν τοὺς δεχθῇ τὸ μνῆμα. Ἀκόμη δὲ οὔτε καὶ σὲ μνῆμα νὰ τοὺς βάλουν!
Δὲν θὰ κρύψω καθόλου οὔτε τὴν ἐλεημένη ταπείνωσι αὐτῶν τῶν πραγματικὰ μακαρίων οὔτε τὴν συντετριμμένη πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπη καὶ μετάνοιά τους.
Καθ᾿ ὃν χρόνον οἱ καλοὶ αὐτοὶ κάτοικοι τῆς χώρας τῆς μετανοίας ἐπρόκειτο νὰ ἀναχωρήσουν πρὸς τὸν Κύριον καὶ νὰ παρασταθοῦν ἐμπρὸς στὸ ἀδέκαστο βῆμα, βλέποντας ὅτι τελειώνει πλέον ἡ ζωή τους, μέσῳ τοῦ προϊσταμένου τους ἐκλιπαροῦσαν μὲ ὅρκους τὸν Μέγαν, (τὸν Ἡγούμενο δηλαδή), νὰ μὴν ἀξιωθοῦν ἀνθρωπίνης ταφῆς, ἀλλὰ νὰ πεταχθοῦν σὰν ἄλογα ζῷα ἢ στὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ ἢ στὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ.
Καὶ πολλὲς φορὲς ὑπήκουσε καὶ τὸ ἔκανε ὁ λύχνος ἐκεῖνος τῆς διακρίσεως, δίδοντας ἐντολὴ νὰ τοὺς κηδεύσουν χωρὶς καμμία τιμὴ καὶ ψαλμῳδία.
Πόσο δὲ φοβερὸ καὶ οἰκτρὸ ἦταν τὸ θέαμα τῆς τελευταίας ὥρας τους! Ὅταν δηλαδὴ οἱ συγκατάδικοι ἀντελαμβάνονταν πὼς κάποιος πρὶν ἀπὸ αὐτοὺς ἐπρόκειτο νὰ ἀποθάνη, ἐνῷ ἀκόμη εἶχε τὶς αἰσθήσεις του, τὸν περικύκλωναν. Καὶ μὲ δίψα, μὲ πένθος, μὲ ἐπιθυμία, μὲ ἀξιολύπητο ὕφος καὶ λυπητερὰ λόγια, κουνώντας τὸ κεφάλι, ὑπέβαλλαν ἐρωτήσεις σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἔφευγε καὶ μὲ θερμὴ συμπάθεια τοῦ ἔλεγαν:
«Τί γίνεται ἀδελφὲ καὶ συγκατάδικε; Πῶς βλέπεις τὰ πράγματα; Τί λέγεις; Τί ἐλπίζεις; Τί καταλαβαίνεις; Ἐπέτυχες μὲ τοὺς κόπους σου αὐτὸ ποὺ ἐζητοῦσες ἢ δὲν τὸ κατόρθωσες; Ἄνοιξες ἢ ἀκόμη αἰσθάνεσαι ὡς ἔνοχος; Ἔφθασες ἢ ἀπέτυχες; Ἔλαβες κάποια πληροφορία ἢ ἔχεις ἀβεβαία ἐλπίδα; Ἔλαβες ἄνεσι καὶ ἐλευθερία ἢ ταλαντεύεται καὶ ἀμφιβάλλει ἀκόμη ὁ λογισμός σου; Αἰσθάνθηκες μέσα στὴν καρδιά σου κάποιο φωτισμὸ ἢ βλέπεις ὅτι παραμένει ἀκόμη στὸ σκότος καὶ στὴν ἀτιμία; Ἄκουσες μέσα σου καμμία φωνὴ νὰ σοῦ λέγη: «Ἴδε ὑγιὴς γέγονας»; (Ἰωάν. ε´ 14) ἢ «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι»; (Λουκ. ζ´ 48) ἢ «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε»; (Λουκ. ζ´ 50). Ἢ μήπως αἰσθάνεσαι πὼς ἀκούεις ἀκόμη τὴν φωνή: «Ἀποστραφήτωσαν οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς τὸν ᾅδην» (Ψαλμ. θ´ 18) καὶ «δήσαντες αὐτοῦ (=ἀφοῦ τοῦ δέσετε) χεῖρας καὶ πόδας ἐμβάλετε εἰς τὸ σκότος» (Ματθ. κβ´ 13) καὶ «ἀρθήτω (=ἂς ἐκδιωχθῆ) ὁ ἀσεβής, ἵνα μὴ ἴδη τὴν δόξαν Κυρίου»; (Ἡσ. κστ´ 10). Τί λέγεις, ἀλήθεια, ἀδελφέ; Πές μας, σὲ ἱκετεύουμε, γιὰ νὰ μάθωμε κι ἐμεῖς τί πρόκειται νὰ συναντήσωμε. Γιὰ σένα πλέον ἔκλεισε ἡ προθεσμία καὶ δὲν θὰ σοῦ δοθῆ ἄλλη εἰς τὸν αἰῶνα».
Σ᾿ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα ἄλλοι ἀπὸ τοὺς ἑτοιμοθανάτους ἀπαντοῦσαν: «Εὐλογητὸς Κύριος, ὃς οὐκ ἀπέστησε emoticon smile ἀπεμάκρυνε) τὴν προσευχὴν ἡμῶν, καὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἀφ᾿ ἡμῶν» (Ψαλμ. ξε´ 20). Ἄλλοι πάλι ἔλεγαν «Εὐλογητὸς ὁ Κύριος ποὺ δὲν μᾶς παρέδωσε στὰ δόντια τους νὰ μᾶς φάγουν» (Ψαλμ. ρκγ´ 6). Ἄλλοι γεμάτοι ὀδύνη ἔλεγαν: «Ἄραγε θὰ κατορθώση ἡ ψυχή μας νὰ περάση τὸ ἀδιαπέραστο ὕδωρ, δηλαδὴ τὸ πλῆθος τῶν πονηρῶν πνευμάτων τοῦ ἀέρος»; (πρβλ. Ψαλμ. ρκγ´ 5). Δὲν ἐτολμοῦσαν ἀκόμη νὰ ξεθαρρέψουν, ἀλλὰ ἐσκέπτονταν συνεχῶς τί γίνεται σ᾿ ἐκεῖνο τὸ κριτήριο.
Καὶ ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς ἀπαντοῦσαν μὲ ἄλλα πιὸ ὀδυνηρὰ λόγια: «Ἀλλοίμονο στὴν ψυχὴ ποὺ δὲν ἐφύλαξε τὸ μοναχικὸ ἐπάγγελμα ἄσπιλο. Αὐτὴ καὶ μόνο τὴν ὥρα θὰ καταλάβη τί τὴν περιμένει».
Ἐγὼ δὲ ποὺ εἶδα σ᾿ αὐτοὺς καὶ ἄκουσα τοῦτα, παρ᾿ ὀλίγο θὰ ἀπελπιζόμουν βλέποντας καὶ συγκρίνοντας τὴν ἀδιαφορία μου μὲ τὴν ἰδική τους κακοπάθεια.
Ἀλλὰ καὶ ἡ διαμονὴ καὶ ἡ διαρρύθμισις τοῦ τόπου αὐτοῦ ποιὰ ἦταν! Ἦταν γεμάτη σκότος, γεμάτη δυσωδία, ἐντελῶς ρυπαρὰ καὶ ξηρά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πολὺ σωστὰ ὠνομάσθηκε Φυλακὴ καὶ καταδίκη. Ἔτσι καὶ μόνη ἡ θέα τῆς τοποθεσίας ἔφθανε γιὰ νὰ διδάσκη τὴν πλήρη μετάνοια καὶ τὸ πένθος.
Αὐτὰ ὅμως ποὺ γιὰ τοὺς ἄλλους εἶναι δύσκολα, ἀπαράδεκτα καὶ ἀνεπιθύμητα, σὲ αὐτοὺς ποὺ ἐξέπεσαν ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ τὸν πνευματικὸ πλοῦτο γίνονται εὐχάριστα καὶ εὐπρόσδεκτα. Διότι ἡ ψυχὴ ποὺ ἐστερήθηκε τὴν προηγουμένη παρρησία πρὸς τὸν Θεόν, ποὺ ἔχασε τὴν ἐλπίδα τῆς ἀπαθείας, ποὺ διέρρηξε τὴν σφραγίδα τῆς ἁγνότητος, ποὺ τῆς ἔκλεψαν τὸν πλοῦτο τῶν χαρισμάτων, ποὺ ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὴν θεία παρηγορία, ποὺ ἀθέτησε τὸ συμβόλαιό της μὲ τὸν Κύριον, ποὺ ἔσβησε μέσα της τὸ χαριτωμένο πῦρ τῶν δακρύων, καὶ ποὺ πληγώνεται ἀναπολώντας αὐτὰ καὶ κεντᾶται ὀδυνηρά… ὄχι μόνο τοὺς προηγουμένους κόπους τους δέχεται ὁλοπρόθυμα, ἀλλά, πολὺ περισσότερο, ἐπινοεῖ μὲ εὐσεβεῖς ἀσκήσεις νὰ ὁδηγηθῆ στὸν θάνατον –ἐὰν βέβαια ἀπέμεινε μέσα της κάποιος σπινθὴρ ἀγάπης ἢ φόβου τοῦ Κυρίου, ὅπως ἀκριβῶς συνέβαινε σ᾿ αὐτοὺς τοὺς μακαρίους.
Ἔχοντας στὸν νοῦ τους αὐτὰ καὶ ἀναλογιζόμενοι τὸ ὕψος ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξέπεσαν, ἔλεγαν: «Ἐμνήσθημεν ἡμερῶν ἀρχαίων (Ψαλμ. ρμβ´ 5), τὴν πρώτη δηλαδὴ φλόγα τοῦ ζήλου μας». Ἄλλοι ἐφώναζαν πρὸς τὸν Θεόν: «Ποῦ εἰσι τὰ ἐλέη σου τὰ ἀρχαῖα Κύριε, ἃ ἔδειξας τὴ ψυχὴ ἡμῶν ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου; Μνήσθητι τοῦ ὀνειδισμοῦ καὶ τοῦ μόχθου τῶν δούλων σου» (πρβλ. Ψαλμ. πη´ 50-51).
Ἄλλος: «Ποιὸς νὰ μὲ ἐγύριζε στὸν παρελθόντα καιρό, στὶς ἡμέρες ποὺ μὲ ἐπροστάτευε ὁ Θεός, τότε ποὺ ὁ φωτεινὸς λύχνος Του ἔφεγγε ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεφαλή μου, τὴν κεφαλὴ τῆς καρδιᾶς μου»; (Ἰὼβ κθ´ 2-3).
Μὲ πόση νοσταλγία ἐνθυμοῦντο τὰ προηγούμενα κατορθώματά τους, καὶ κλαίοντας γι᾿ αὐτὰ σὰν μικρὰ παιδιά, ἔλεγαν:
«Ποῦ εἶναι ἡ καθαρότης τῆς προσευχῆς; Ποῦ τὸ θάρρος καὶ ἡ παρρησία της; Ποῦ τὸ γλυκὺ δάκρυ ἀντὶ τοῦ τωρινοῦ πικροῦ; Ποῦ ἡ ἐλπὶς τῆς τελείας ἁγνότητος καὶ καθάρσεως; Ποῦ ἡ προσδοκία τῆς μακαρίας ἀπαθείας; Ποῦ ἡ πίστις πρὸς τὸν Γέροντα; Ποῦ ἡ ἐνέργεια τῆς προσευχῆς του σ᾿ ἐμᾶς; Ἐχάθηκαν ὅλα αὐτά, ἐξέλιπαν σὰν νὰ μὴν ὑπῆρξαν καθόλου, ἐξαφανίσθηκαν σὰν ἀνύπαρκτα καὶ διελύθησαν».
Ἐνῷ ἔλεγαν αὐτὰ καὶ ἐθρηνοῦσαν, μερικοὶ προσεύχονταν νὰ καταληφθοῦν ἀπὸ δαιμόνιο. Ἄλλοι ἱκέτευαν τὸν Κύριον νὰ ἀποκτήσουν λέπρα. Ἄλλοι, νὰ χάσουν τὴν ὅρασί τους, καὶ νὰ γίνουν σ᾿ ὅλους ἀξιολύπητο θέαμα. Ἄλλοι, νὰ πέσουν παράλυτοι στὸ κρεββάτι, ἀρκεῖ μόνο νὰ μὴ δοκιμάσουν τὰ (μελλοντικά) ἐκεῖνα κολαστήρια.
Ἐγὼ τότε, ἀγαπητοί μου, ξεχάσθηκα, εἰσῆλθα ὁλόκληρος μέσα στὸ πένθος τους, καὶ ὁ νοῦς μου αἰχμαλωτίσθηκε ἐντελῶς, χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ τὸν ἐπαναφέρω. Ἂς ἐπιστρέψωμε ὅμως πάλι στὴν σειρὰ τοῦ λόγου.
Ἀφοῦ παρέμεινα τριάντα ἡμέρες σ᾿ αὐτὴν τὴν φυλακή, ἐπιστρέφω ὁ ἀνυπομόνητος στὸ μεγάλο Κοινόβιο, στὸν Μέγαν, (τὸν Ἡγούμενο δηλαδή). Αὐτὸς δὲ ὁ πάνσοφος βλέποντάς με σὰν νὰ εἶμαι ἄλλος ἄνθρωπος καὶ σὰν νὰ τὰ ἔχω χαμένα, κατάλαβε τὴν αἰτία καὶ μοῦ λέγει: «Τί συμβαίνει, πάτερ Ἰωάννη; Εἶδες τοὺς ἄθλους τῶν ἀγωνιζομένων»;
Καὶ ἐγὼ τοῦ ἀπήντησα: «Τοὺς εἶδα, πάτερ μου, καὶ τοὺς ἐθαύμασα καὶ ἐμακάρισα αὐτοὺς ποὺ ἔπεσαν καὶ πενθοῦν, περισσότερο ἀπὸ ἐκείνους ποὺ δὲν ἔπεσαν καὶ δὲν πενθοῦν γιὰ τὸν ἑαυτό τους, διότι μὲ τὴν πτῶσι τους ἐσηκώθηκαν καὶ ἐστάθηκαν σὲ μία κατάστασι ποὺ δὲν κινδυνεύουν πλέον». Ἐκεῖνος δὲ μοῦ εἶπε: «Πραγματικά, ἔτσι εἶναι».
Καὶ ἐν συνεχείᾳ μὲ τὴν ἀψευδῆ του γλώσσα μοῦ διηγήθηκε: «Πρὸ δεκαετίας εἶχα ἐδῶ ἕναν ἀδελφὸ μὲ ὑπερβολικὸ ζῆλο, ἀγωνιστῆ, καὶ τόσο σπουδαῖο, ὥστε, καθὼς τὸν ἔβλεπα νὰ καίη μέσα του τέτοια φλόγα, ἔτρεμα καὶ ἐφοβόμουν ὑπερβολικὰ τὸν φθόνο τοῦ διαβόλου, μήπως μὲ τὴν μεγάλη ταχύτητα ποὺ ἔτρεχε σκοντάψῃ σὲ κάποια πέτρα τὸ πόδι του, πράγμα ποὺ συμβαίνει συνήθως σ᾿ αὐτοὺς ποὺ προχωροῦν μὲ ταχύτητα. Καὶ αὐτὸ (δυστυχῶς) ἔγινε.
» Καὶ ἀμέσως μετὰ τὴν πτῶσι του, ἀργὰ τὸ βράδυ, ἔρχεται σὲ μένα, μοῦ ἀποκαλύπτει γυμνὸ τὸ τραῦμα του, ζητεῖ ἔμπλαστρο, παρακαλεῖ νὰ τὸ καυτηριάσω, ἀνησυχεῖ ὑπερβολικά. Βλέποντας ὅμως τὸν ἰατρὸ νὰ μὴ θέλη νὰ τοῦ φερθῆ ἀπότομα -ἐφ᾿ ὅσον ἄλλωστε ἄξιζε νὰ τὸν συμπαθήση κανείς- ρίχνεται κάτω στὸ ἔδαφος, ἀγκαλιάζει τὰ πόδια μου, τὰ λούζει μὲ ἄφθονα δάκρυα καὶ ζητεῖ νὰ καταδικασθῆ στὴν φυλακὴ αὐτὴ ποὺ εἶδες.
«Εἶναι ἀδύνατο, ἐφώναζε, νὰ μὴν πάω ἐκεῖ».
» Ἔτσι ἀναγκάζει νὰ μεταβληθῆ ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ ἰατροῦ σὲ σκληρότητα – πράγμα σπάνιο μεταξὺ τῶν ἀρρώστων καὶ ἐντελῶς παράδοξο. Τρέχει γρήγορα καὶ παίρνει θέσι ἀνάμεσα στοὺς μετανοοῦντας, συμμερίζεται τὸ πένθος τους καὶ συμμετέχει σ᾿ αὐτὸ πρόθυμα. Πληγώθηκε δὲ στὴν καρδιὰ ἀπὸ τὴν λύπη γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σὰν μὲ ξίφος, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποδημήση σὲ ὀκτὼ ἡμέρες πρὸς τὸν Κύριον, ἀφοῦ προηγουμένως ἐζήτησε νὰ μὴν ἀξιωθῆ ἐνταφιασμοῦ. Ἐγὼ ὅμως ἀντιθέτως, ὡς ἄξιο, καὶ ἐδῶ στὸ Κοινόβιο τὸν ἔφερα, καὶ τὸν ἔθαψα μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πατέρας. Ἔτσι μετὰ τὴν ἑβδόμη ἡμέρα τῆς σκλαβιᾶς, τὴν ὀγδόη ἡμέρα ἐλύθηκε ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ ἐλευθερώθηκε (1).
Ὑπάρχει δὲ κάποιος (2) ποὺ ἀντελήφθηκε πολὺ καλά, πὼς ὁ προηγούμενος μοναχὸς δὲν σηκώθηκε ἀπὸ τὰ ταπεινὰ πόδια μου, πρὶν ἐξευμενίση τὸν Θεόν. Καὶ δὲν εἶναι ἄξιον ἀπορίας. Διότι μέσα στὴν καρδιά του ἔβαλε τὴν πίστι τῆς πόρνης ἐκείνης τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ μὲ μία παρομοία πληροφορία κατάβρεξε καὶ αὐτὸς μὲ τὰ δάκρυά του τὰ δικά μου ἀχρεῖα πόδια. Ὅπως δὲ εἶπε ὁ Κύριος, «πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι» (Μάρκ. θ´ 23).
ΛΟΓΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ
Περὶ μετανοίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.