Πρέπει να φύγει όλο αυτό το ψευτορωμαίικο που εξαθλίωσε και διέλυσε την Πατρίδα μας, τόσες δεκαετίες. Κι αυτό πάει να γίνει τώρα. Γι’ αυτό έχουν συγκεντρωθεί τόσα μελανά σύννεφα δοκιμασιών πάνω από τη ζωή και τον τόπο μας. Βέβαια, έχουμε κι εμείς την ευθύνη στο ακέραιο, ο καθένας προσωπικά, σαν πρόσωπα, σαν κοινωνία, σαν λειτουργήματα, σαν λαός: ανεβάζαμε στην κρατική εξουσία και στην κάθε υποεξουσία ανθέλληνες και μισέλληνες και ανθρώπους που ήταν ξεφτιλισμένοι είλωτες απάνθρωπων διευθυντηρίων και κατάπτυστοι ουραγοί αλαζονικών και ανάξιων διευθυντών, δημάρχων, υπουργών, κυβερνήσεων. Τους κυοφορήσαμε, τους γεννήσαμε, τους θρέψαμε, τους αναδείξαμε, συμβασιλεύσαμε μαζί τους, δεν αντισταθήκαμε στην κολακεία, στο γλύψιμο, στο γόητρο της εξουσίας, στο πάθος και την εμμονή μας να εξασφαλίσουμε υλιστικά το είναι μας και να αποκαταστήσουμε το κατά σάρκα σόι του.
Μετά από όλη αυτήν την πείρα του παρελθόντος, έχουμε επίσης
υπεραπόλυτη και διπλή την ευθύνη που συνεχίζουμε να είμαστε αυτό που
είμαστε, που ακόμη παραμένουμε αναίσθητοι, αφώτιστοι και ασύνετοι,
αμετανόητοι, άκριτοι, κακοί και θρασείς εκτιμητές γιατί είμαστε
εξακολουθητικά τυφλοί και αόμματοι, κυρίως πνευματικά. Αφήσαμε και
παραπετάξαμε τα κλειδιά της πραγματικής μεγαλειώδους ζωής για τα
βρωμοκλάσματα της προσωρινής ευμάρειας, της καλής ζωής, της ευωχίας του
λατρεμένου μας εαυτούλη. Ακόμη και τώρα, το μόνο που μας καίει είναι τι
ύλη χάνουμε, τι λεφτά μάς αφαιρούν, τι ψωμί δεν μπαίνει στο στομάχι μας.
Η ζωή μας, «συρρικνώθηκε» επειδή ακριβώς σταμάτησε απότομα το αχαλίνωτο
πάρτυ που υπήρχε παντού και που τροφοδοτούσε τη μόστρα της εικόνας μας.
Και το πριν χαρωπό σύστημα, έγινε τώρα μοχθηρό, βλοσυρό και αμείλικτο,
μια που πέταξε τις ανυποψίαστες υπάρξεις μας κατάβαθα στο φρέαρ της
θλίψης που αυτό παρασκεύασε για όσους το παρασκεύαζαν και το
συνιστούσαν.
Κανείς όμως από μας δεν αίρει την μάχαιρα της αυτοκριτικής, για να πει καθαρά και ξάστερα ποιον Θεό προσπέρασε και ποιον Θεό ξέχασε τόσα χρόνια και τόσα ζαμάνια· ποιον Θεό απαξίωσε και αγνόησε, ποιον Θεό αρνήθηκε και ποιον Θεό έφτυσε με τη ζωή του και τα έργα του· ποιον Θεό δεν θέλησε να θυμηθεί, να πιστέψει, να αγαπήσει και να ακολουθήσει· και, τέλος, ποιον δαιμονικό θεό μέσα του και γύρω του έσπευσε να προσκυνήσει και να υποταχθεί. Πώς γίνεται πια να ζούμε την απόλυτη εξαθλίωση της Πατρίδος μας και ταυτόχρονα όλοι να ισχυρίζονται ότι όλοι είναι τόσο «πιστοί»; Άραγε, από την πολλή την «πίστη» μάς ήρθε αυτό το πολυεδρικό κακό που ζούμε; Η ελευθερία μας, σκλαβώθηκε ολότελα στην πολυποίκιλη ειδωλολατρία. Η ευθύνη παραδόθηκε στην αποχαύνωση. Η καρδιά ναυάγησε στο βυθό της υποκρισίας. Η άλλοτε ελληνοπρεπής τιμή, η τσίπα, το φιλότιμο και η μπέσα του ελληνικού προσώπου βουτήχτηκαν με φόρα στα καμίνια του ψεύδους, της ατιμίας και της απατεωνίας. Το υπαρκτικό τέλμα σφράγισε κάθε ικμάδα μας. Η μολυβένια μοναξιά ρούφηξε όλα μας τα χνώτα. Το χάος της προσωπικής μας αθεΐας έσυρε και το χάος στην Πατρίδα, σαν επώδυνο διαρκές βίωμα που σαρώνει τη ζωή μας.
Οπου δεις πολιτική ακαταστασία, να ξέρεις ότι εκεί έχει πέσει πολύ αμαρτία.
Αν τα υλικά πράγματα δεν μοιράζονται με το Ευαγγέλιο, στο τέλος θα μοιραστούν με το μαχαίρι...
Τώρα, άφωνοι και μουδιασμένοι όλοι, ζούμε την αποδόμηση των πάντων. Ζούμε αυτό το «μαχαίρι», παντού. Όλα, μας αφαιρούνται και μας κόβονται: τα λεφτά, τα δικαιώματα, τα όνειρα, η έμπνευση, η δημιουργία, η ζωή, η εξέλιξη, το μέλλον. Δεν λέω ότι είναι δίκαιο αυτό. Αλλά ότι είναι ένα δευτερεύον άδικο που ακολούθησε το πρώτο και παμμέγιστο άδικο το οποίο, ομολογουμένως, κούρνιαζε μέσα μας. Και αυτό είναι η ενδόμυχη και πρώτη αδικία που λέγεται αθεΐα, απιστία και θεομαχία. Και είναι απίστευτο να βλέπεις ότι όλη η φρικιαστική αντικοινωνική πολιτική, όλος ο τρόμος και η καταλήστευση του λαού, αναδύονται βίαια και εξόφθαλμα από το ανύπαρκτο και κουρελιασμένο κράτος που κάποτε πιστεύαμε και πάνω στο οποίο στηριζόμασταν. Το κουρελιασμένο κράτος όμως, το αποτελούν απαραίτητα και κουρελιασμένες από την αμαρτία ψυχές. Πώς να δώσει αίμα ο αναιμικός στον αναιμικό;
Οι εξελίξεις είναι επώδυνες, αιματηρές, ραγδαίες. Τρέχουν και αφήνουν τη λογική, την κρίση και την έγκρισή μας πολύ πίσω. Και έτσι πρέπει. Όλοι μας οι μύθοι, όλες μας οι ιδέες και οι πλάνες, όλες οι χαμένες ελπίδες, τα σαθρά δεκανίκια και τα στηρίγματά μας, όλες οι πολύμορφες αφελείς ή ανέντιμες επενδύσεις μας, πρέπει να ξεκαρφωθούν από τον ορίζοντα της αντίληψής μας· μιας αντίληψης, που ήταν και είναι γεμάτη από λασπερή αγάπη για την ύλη. Μέσα στο μεθύσι της δυτικοποίησής μας, μέσα στον ασίγαστο οίστρο της καταναλωτικής μας παράνοιας, κανένας δεν ήθελε και δεν θέλησε να ακούσει και να πιστέψει την ευγενή διαβεβαίωση του Θεού για την ύπαρξη του ανθρώπου, ότι, «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνονῳ ζήσεται ἄνθρωπος». Λατρεύαμε και αγαπούσαμε τον Θεό σαν «καταθλιπτικά αμερικανάκια»: Τον λατρεύαμε και Τον αγαπούσαμε ως παροχέα παντοειδών αγαθών και όχι ως το ένα μοναδικό ένστοργο Αρχέτυπο του απόλυτου Αγαθού· της Αγάπης.
Κρίμα στο κρίμα, πτώση στην πτώση, προδοσία στην προδοσία, δραπετεύσαμε από τη μάνδρα της πατρικής φιλανθρωπίας Του. Θελήσαμε η ζωή μας να είναι μια ζωή χαμένη και αβίωτη, χωρίς κανένα βλέμμα προς την αιωνιότητα, χωρίς καμία χάρη και καμία χαρά στα στέρνα μας. Όλο το μαρτύριο δικό μας και όλη η καρτερία δική Του. Αλλά, πάντα και πάλι Αυτός εκεί, να μας αγαπά και να μας περιμένει διαχρονικά· Έτσι, ο Θεός μας, σύμφωνα με την προσευχή του Μανασσή, «Θεὸς των μετανοουντων ἐστι». Κι εμείς, μόνο εάν μετανοήσουμε, θα μπορέσουμε να έχουμε ανοιχτή καρδιά και ωριμότητα που προάγει δυναμικά κρυστάλλινη πρόοδο.
Ο άνθρωπος που βλέπει αθόλωτα με βαθιά επίγνωση τις αμαρτίες του, βλέπει και καθαρά τον Θεό του και τον πλησίον του. Και έτσι, πάνω σε αυτό το πνευματικό μεγαλείο της ύπαρξης, ριζώνει και αναπτύσσεται κάθε έννοια και πράξη δικαιοσύνης και αγάπης. Εμείς, τόσα χρόνια, τι βλέπαμε; τι αισθανόμασταν; Το υπέρτατο και απόλυτο Τίποτα: τον εαυτό μας να επεκτείνεται με τα κακότροπα θελήματά του παντού: στην κοινωνία, την πολιτική, την παιδεία, την εκκλησία. Τώρα, η «αξίνη» που λέει το Ευαγγέλιο, είναι στα χέρια του Θεού. Και, προβλέπεται, ο θεϊκός κασμάς, να μη χαριστεί σε κανένα σάπιο(ν) και σε καμία σαπίλα. Και, το σάπιο, μη ψάξετε να το βρείτε έξω και πέρα από εμάς, έξω από τον εαυτό μας, αλλά πρωταρχικά μέσα μας, στον καθένα από μας. Όλα τα μυστήρια και τα δωρήματα του Θεού που πήγαν να γίνουν «σύστημα» και «θεσμός», «τάξη» και «καθεστώς» με κρούστα «ευεργεσίας» και «ωφέλειας», τώρα, ή θα αλλάξουν ριζικά ή θα αποδομηθούν τελείως ή θα παταχθούν πλήρως. Δε γίνεται αλλιώς. Αυτήν την κάθαρση, την έχουμε ανάγκη όλοι: πολιτεία, εκκλησία, κοινωνία, «λαός και κολωνάκι». Είτε μας αρέσει είτε όχι, είτε «μας συμφέρει» είτε «δεν μας συμφέρει». Δόξα τω Θεωῷ, τα ψέματα και οι μάσκες, οι υποκρισίες, οι απάτες και οι δημαγωγίες, τελειώσανε. Ακόμη και γι’ αυτούς που συνεχίζουν (με την επάρατη άδειά μας) να το παίζουν «αληθινοί», «έντιμοι», «δίκαιοι», «σωτήρες» και «μεταρρυθμιστές». Κανένας μεσσίας δεν βγήκε ποτέ από την νεοελληνική κάλπη. Όλες ανεξαιρέτως οι αυταπάτες και οι αισχύνες μας, θα σαρωθούν από την πραγματική σωτηρία που έρχεται να βιωθεί από τη δοκιμασία και τη θλίψη των ημερών, επιφυλάσσοντας για μας στο τέλος μεγάλη δικαίωση από Θεού, ανείπωτη χαρά και δόξα. Θαρσείτε!
Κανείς όμως από μας δεν αίρει την μάχαιρα της αυτοκριτικής, για να πει καθαρά και ξάστερα ποιον Θεό προσπέρασε και ποιον Θεό ξέχασε τόσα χρόνια και τόσα ζαμάνια· ποιον Θεό απαξίωσε και αγνόησε, ποιον Θεό αρνήθηκε και ποιον Θεό έφτυσε με τη ζωή του και τα έργα του· ποιον Θεό δεν θέλησε να θυμηθεί, να πιστέψει, να αγαπήσει και να ακολουθήσει· και, τέλος, ποιον δαιμονικό θεό μέσα του και γύρω του έσπευσε να προσκυνήσει και να υποταχθεί. Πώς γίνεται πια να ζούμε την απόλυτη εξαθλίωση της Πατρίδος μας και ταυτόχρονα όλοι να ισχυρίζονται ότι όλοι είναι τόσο «πιστοί»; Άραγε, από την πολλή την «πίστη» μάς ήρθε αυτό το πολυεδρικό κακό που ζούμε; Η ελευθερία μας, σκλαβώθηκε ολότελα στην πολυποίκιλη ειδωλολατρία. Η ευθύνη παραδόθηκε στην αποχαύνωση. Η καρδιά ναυάγησε στο βυθό της υποκρισίας. Η άλλοτε ελληνοπρεπής τιμή, η τσίπα, το φιλότιμο και η μπέσα του ελληνικού προσώπου βουτήχτηκαν με φόρα στα καμίνια του ψεύδους, της ατιμίας και της απατεωνίας. Το υπαρκτικό τέλμα σφράγισε κάθε ικμάδα μας. Η μολυβένια μοναξιά ρούφηξε όλα μας τα χνώτα. Το χάος της προσωπικής μας αθεΐας έσυρε και το χάος στην Πατρίδα, σαν επώδυνο διαρκές βίωμα που σαρώνει τη ζωή μας.
Οπου δεις πολιτική ακαταστασία, να ξέρεις ότι εκεί έχει πέσει πολύ αμαρτία.
Αν τα υλικά πράγματα δεν μοιράζονται με το Ευαγγέλιο, στο τέλος θα μοιραστούν με το μαχαίρι...
Τώρα, άφωνοι και μουδιασμένοι όλοι, ζούμε την αποδόμηση των πάντων. Ζούμε αυτό το «μαχαίρι», παντού. Όλα, μας αφαιρούνται και μας κόβονται: τα λεφτά, τα δικαιώματα, τα όνειρα, η έμπνευση, η δημιουργία, η ζωή, η εξέλιξη, το μέλλον. Δεν λέω ότι είναι δίκαιο αυτό. Αλλά ότι είναι ένα δευτερεύον άδικο που ακολούθησε το πρώτο και παμμέγιστο άδικο το οποίο, ομολογουμένως, κούρνιαζε μέσα μας. Και αυτό είναι η ενδόμυχη και πρώτη αδικία που λέγεται αθεΐα, απιστία και θεομαχία. Και είναι απίστευτο να βλέπεις ότι όλη η φρικιαστική αντικοινωνική πολιτική, όλος ο τρόμος και η καταλήστευση του λαού, αναδύονται βίαια και εξόφθαλμα από το ανύπαρκτο και κουρελιασμένο κράτος που κάποτε πιστεύαμε και πάνω στο οποίο στηριζόμασταν. Το κουρελιασμένο κράτος όμως, το αποτελούν απαραίτητα και κουρελιασμένες από την αμαρτία ψυχές. Πώς να δώσει αίμα ο αναιμικός στον αναιμικό;
Οι εξελίξεις είναι επώδυνες, αιματηρές, ραγδαίες. Τρέχουν και αφήνουν τη λογική, την κρίση και την έγκρισή μας πολύ πίσω. Και έτσι πρέπει. Όλοι μας οι μύθοι, όλες μας οι ιδέες και οι πλάνες, όλες οι χαμένες ελπίδες, τα σαθρά δεκανίκια και τα στηρίγματά μας, όλες οι πολύμορφες αφελείς ή ανέντιμες επενδύσεις μας, πρέπει να ξεκαρφωθούν από τον ορίζοντα της αντίληψής μας· μιας αντίληψης, που ήταν και είναι γεμάτη από λασπερή αγάπη για την ύλη. Μέσα στο μεθύσι της δυτικοποίησής μας, μέσα στον ασίγαστο οίστρο της καταναλωτικής μας παράνοιας, κανένας δεν ήθελε και δεν θέλησε να ακούσει και να πιστέψει την ευγενή διαβεβαίωση του Θεού για την ύπαρξη του ανθρώπου, ότι, «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνονῳ ζήσεται ἄνθρωπος». Λατρεύαμε και αγαπούσαμε τον Θεό σαν «καταθλιπτικά αμερικανάκια»: Τον λατρεύαμε και Τον αγαπούσαμε ως παροχέα παντοειδών αγαθών και όχι ως το ένα μοναδικό ένστοργο Αρχέτυπο του απόλυτου Αγαθού· της Αγάπης.
Κρίμα στο κρίμα, πτώση στην πτώση, προδοσία στην προδοσία, δραπετεύσαμε από τη μάνδρα της πατρικής φιλανθρωπίας Του. Θελήσαμε η ζωή μας να είναι μια ζωή χαμένη και αβίωτη, χωρίς κανένα βλέμμα προς την αιωνιότητα, χωρίς καμία χάρη και καμία χαρά στα στέρνα μας. Όλο το μαρτύριο δικό μας και όλη η καρτερία δική Του. Αλλά, πάντα και πάλι Αυτός εκεί, να μας αγαπά και να μας περιμένει διαχρονικά· Έτσι, ο Θεός μας, σύμφωνα με την προσευχή του Μανασσή, «Θεὸς των μετανοουντων ἐστι». Κι εμείς, μόνο εάν μετανοήσουμε, θα μπορέσουμε να έχουμε ανοιχτή καρδιά και ωριμότητα που προάγει δυναμικά κρυστάλλινη πρόοδο.
Ο άνθρωπος που βλέπει αθόλωτα με βαθιά επίγνωση τις αμαρτίες του, βλέπει και καθαρά τον Θεό του και τον πλησίον του. Και έτσι, πάνω σε αυτό το πνευματικό μεγαλείο της ύπαρξης, ριζώνει και αναπτύσσεται κάθε έννοια και πράξη δικαιοσύνης και αγάπης. Εμείς, τόσα χρόνια, τι βλέπαμε; τι αισθανόμασταν; Το υπέρτατο και απόλυτο Τίποτα: τον εαυτό μας να επεκτείνεται με τα κακότροπα θελήματά του παντού: στην κοινωνία, την πολιτική, την παιδεία, την εκκλησία. Τώρα, η «αξίνη» που λέει το Ευαγγέλιο, είναι στα χέρια του Θεού. Και, προβλέπεται, ο θεϊκός κασμάς, να μη χαριστεί σε κανένα σάπιο(ν) και σε καμία σαπίλα. Και, το σάπιο, μη ψάξετε να το βρείτε έξω και πέρα από εμάς, έξω από τον εαυτό μας, αλλά πρωταρχικά μέσα μας, στον καθένα από μας. Όλα τα μυστήρια και τα δωρήματα του Θεού που πήγαν να γίνουν «σύστημα» και «θεσμός», «τάξη» και «καθεστώς» με κρούστα «ευεργεσίας» και «ωφέλειας», τώρα, ή θα αλλάξουν ριζικά ή θα αποδομηθούν τελείως ή θα παταχθούν πλήρως. Δε γίνεται αλλιώς. Αυτήν την κάθαρση, την έχουμε ανάγκη όλοι: πολιτεία, εκκλησία, κοινωνία, «λαός και κολωνάκι». Είτε μας αρέσει είτε όχι, είτε «μας συμφέρει» είτε «δεν μας συμφέρει». Δόξα τω Θεωῷ, τα ψέματα και οι μάσκες, οι υποκρισίες, οι απάτες και οι δημαγωγίες, τελειώσανε. Ακόμη και γι’ αυτούς που συνεχίζουν (με την επάρατη άδειά μας) να το παίζουν «αληθινοί», «έντιμοι», «δίκαιοι», «σωτήρες» και «μεταρρυθμιστές». Κανένας μεσσίας δεν βγήκε ποτέ από την νεοελληνική κάλπη. Όλες ανεξαιρέτως οι αυταπάτες και οι αισχύνες μας, θα σαρωθούν από την πραγματική σωτηρία που έρχεται να βιωθεί από τη δοκιμασία και τη θλίψη των ημερών, επιφυλάσσοντας για μας στο τέλος μεγάλη δικαίωση από Θεού, ανείπωτη χαρά και δόξα. Θαρσείτε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.