Φεύγοντας από το εξομολογητήριο, με ψυχές καθαρές, χρειάζεται να προσέξουμε ιδιαίτερα. Πολλοί λέμε πως μετά την εξομολόγηση αισθανόμαστε «ξαλαφρωμένοι». Όμως η εξομολόγηση δεν είναι ένα ναρκωτικό. Ίσα-ίσα θα πρέπει να φεύγουμε με βαθύτερη συνείδηση της αμαρτωλότητάς μας, με συνεχή προβληματισμό, αλλά και με δυνατή αίσθηση της άπειρης αγάπης του Θεού, που, παρ’ όλη την κατάντια μας, μας δέχεται.
Ο αγώνας μας θα πρέπει να γίνει εντονώτερος . Να διορθώσουμε τα λάθη
μας. Να μην ξαναγυρίσουμε στα ίδια αμαρτήματα. Να εργαζόμαστε με
επιμέλεια τις εντολές του Θεού. Ο αγώνας αυτός οπωσδήποτε δεν είναι
εύκολος. Είναι επίπονος και οδυνηρός. Δυστυχώς όλοι μας δεν έχουμε τη
διάθεση να επιδιώξουμε με υπομονή και επιμέλεια την θεραπεία των παθών
μας. Θέλουμε άμεσα αποτελέσματα ∙ όλα να γίνουν εδώ και τώρα. Είμαστε
άνθρωποι των «κουμπιών», του αυτοματισμού και ζητάμε όλα να αλλάξουν
αμέσως. Πάμε στον πνευματικό και νομίζουμε πως αυτός έχει κάποιο μαγικό
ραβδί που θα βοηθήσει αυτόματα. Όμως μια αμαρτωλή και παθολογική
κατάσταση, που τη χτίζουμε ολόκληρες δεκαετίες, δεν αλλάζει σε μια
στιγμή. Ο ιερέας είναι γιατρός ψυχών, όχι μάγος και αγύρτης. Και η
θεραπεία μας δεν μπορεί να γίνει μέσα σε λίγα λεπτά , με κάποια μαγική
και άρα ψεύτικη ενέργεια∙ αλλά με τη δική μας γνήσια μετάνοια, με τον
δικό μας αγώνα, με υπομονή και επιμέλεια, κάτω από τη χάρη του Θεού.
Με το να εξομολογηθούμε δύο, τρεις φορές δεν σημαίνει ότι ζήσαμε την μετάνοια στην πληρότητά της . Η μετάνοια είναι ένας ατέλειωτος δρόμος, μια διαρκής κατάσταση που δεν σταματάει ποτέ. Δεν υπάρχει τέλος στη μετάνοια, γιατί τούτο θα σήμαινε τέλεια ομοίωση με τον Χριστό. Στο Γεροντικό, μέσα από ένα θαυμάσιο περιστατικό, βλέπουμε πώς ζούσαν οι άγιοι τη μετάνοια:
«Έλεγαν για τον Αββά Σισώη, ότι, όταν έμελλε να τελευτήση και κάθονταν οι πατέρες γύρω του, έλαμψε το πρόσωπό του σαν τον ήλιο. Και τους λέγει: “Να ο Αββάς Αντώνιος ήλθε”. Και μετά από λίγο λέγει: “Να η χορεία των προφητών ήλθε”.Και πάλι το πρόσωπό του περίσσια έλαμψε και είπε: “Να, η χορεία των αποστόλων ήλθε”. Και έλαμψε πάλι το πρόσωπό του πιο πολύ. Και ιδού, ήταν σαν να μιλούσε με κάποιους. Και τον ρώτησαν οι γέροντες, λέγοντας: “Με ποιόν μιλάς πάτερ;”. Και εκείνος είπε: “Να οι Αγγελοι ήλθαν να με πάρουν και παρακαλώ να με αφήσουν για να μετανοήσω λίγο ακόμη”. Και του λέγουν οι γέροντες: “Δεν έχεις ανάγκη να μετανοήσης, πάτερ”. Και τους είπε ο γέρων: “Σας βεβαιώνω, ότι δεν βλέπω να έχω κάμει αρχή”.Και πληροφορήθηκαν όλοι ότι είναι τέλειος. Και πάλι, ξαφνικά, έγινε το πρόσωπό του σαν τον ήλιο. Και φοβήθηκαν όλοι. Και τους λέγει: “Βλέπετε, ο Κύριος ήλθε και λέγει: Φέρτε μου το σκεύος της ερήμου”. Και ευθύς παρέδωσε το πνεύμα. Και έγινε σαν αστραπή. Και γέμισε όλο το κελλί από ευωδία».
Σ’ αυτήν την ατέλειωτη πορεία πάντα υπάρχει το ενδεχόμενο να ξανακυλήσουμε στην αμαρτία. Ας μην απελπιστούμε. Το ιατρείο της μετανοίας είναι πάντα ανοικτό. «Το να πέσει κανείς είναι ανθρώπινο. Το να μείνει κανείς στην πτώση , δεν είναι ανθρώπινο, αλλά σατανικό», λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας. Διαβάζουμε πάλι στο Γεροντικό:
«Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη, λέγοντας:
“Τι να κάμω, Αββά, οπού έπεσα;” . Του λέγει ο γέρων: “Να σηκωθής πάλι. Λέγει ο αδελφός: “Σηκώθηκα και πάλι έπεσα”. Και λέγει ο γέρων: “Να σηκωθής πάλι και πάλι”. Λέγει τότε ο αδελφός: “Έως πότε;”. Λέγει ο γέρων: “Έως ότου σε βρη ο θάνατος, είτε στο καλό είτε στην πτώση. Σε όποια κατάσταση βρίσκεται ο άνθρωπος, σ ́ αυτή και φεύγει”».
Ο Θεός πάντα μας περιμένει. Δεν μας απαρνιέται ποτέ.
«Ρωτήθηκε ο Αββάς Μιώς από κάποιον στρατιωτικό, αν ο Θεός δέχεται μετάνοια. Κι ακείνος, αφού τον κατήχησε με πολλά λόγια, τον ρωτά: “Πες μου, αγαπητέ. Αν σου σχισθεί η χλαμύδα, την πετάς”; Λέγει: “Όχι, αλλά την ράβω και την ξαναχρησιμοποιώ”. Του λέγει τότε ο γέρων: “Αν λοιπόν συ το ρούχο το λυπάσαι, ο Θεός το πλάσμα του δεν θα το λυπηθεί;”»
Με το να εξομολογηθούμε δύο, τρεις φορές δεν σημαίνει ότι ζήσαμε την μετάνοια στην πληρότητά της . Η μετάνοια είναι ένας ατέλειωτος δρόμος, μια διαρκής κατάσταση που δεν σταματάει ποτέ. Δεν υπάρχει τέλος στη μετάνοια, γιατί τούτο θα σήμαινε τέλεια ομοίωση με τον Χριστό. Στο Γεροντικό, μέσα από ένα θαυμάσιο περιστατικό, βλέπουμε πώς ζούσαν οι άγιοι τη μετάνοια:
«Έλεγαν για τον Αββά Σισώη, ότι, όταν έμελλε να τελευτήση και κάθονταν οι πατέρες γύρω του, έλαμψε το πρόσωπό του σαν τον ήλιο. Και τους λέγει: “Να ο Αββάς Αντώνιος ήλθε”. Και μετά από λίγο λέγει: “Να η χορεία των προφητών ήλθε”.Και πάλι το πρόσωπό του περίσσια έλαμψε και είπε: “Να, η χορεία των αποστόλων ήλθε”. Και έλαμψε πάλι το πρόσωπό του πιο πολύ. Και ιδού, ήταν σαν να μιλούσε με κάποιους. Και τον ρώτησαν οι γέροντες, λέγοντας: “Με ποιόν μιλάς πάτερ;”. Και εκείνος είπε: “Να οι Αγγελοι ήλθαν να με πάρουν και παρακαλώ να με αφήσουν για να μετανοήσω λίγο ακόμη”. Και του λέγουν οι γέροντες: “Δεν έχεις ανάγκη να μετανοήσης, πάτερ”. Και τους είπε ο γέρων: “Σας βεβαιώνω, ότι δεν βλέπω να έχω κάμει αρχή”.Και πληροφορήθηκαν όλοι ότι είναι τέλειος. Και πάλι, ξαφνικά, έγινε το πρόσωπό του σαν τον ήλιο. Και φοβήθηκαν όλοι. Και τους λέγει: “Βλέπετε, ο Κύριος ήλθε και λέγει: Φέρτε μου το σκεύος της ερήμου”. Και ευθύς παρέδωσε το πνεύμα. Και έγινε σαν αστραπή. Και γέμισε όλο το κελλί από ευωδία».
Σ’ αυτήν την ατέλειωτη πορεία πάντα υπάρχει το ενδεχόμενο να ξανακυλήσουμε στην αμαρτία. Ας μην απελπιστούμε. Το ιατρείο της μετανοίας είναι πάντα ανοικτό. «Το να πέσει κανείς είναι ανθρώπινο. Το να μείνει κανείς στην πτώση , δεν είναι ανθρώπινο, αλλά σατανικό», λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας. Διαβάζουμε πάλι στο Γεροντικό:
«Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη, λέγοντας:
“Τι να κάμω, Αββά, οπού έπεσα;” . Του λέγει ο γέρων: “Να σηκωθής πάλι. Λέγει ο αδελφός: “Σηκώθηκα και πάλι έπεσα”. Και λέγει ο γέρων: “Να σηκωθής πάλι και πάλι”. Λέγει τότε ο αδελφός: “Έως πότε;”. Λέγει ο γέρων: “Έως ότου σε βρη ο θάνατος, είτε στο καλό είτε στην πτώση. Σε όποια κατάσταση βρίσκεται ο άνθρωπος, σ ́ αυτή και φεύγει”».
Ο Θεός πάντα μας περιμένει. Δεν μας απαρνιέται ποτέ.
«Ρωτήθηκε ο Αββάς Μιώς από κάποιον στρατιωτικό, αν ο Θεός δέχεται μετάνοια. Κι ακείνος, αφού τον κατήχησε με πολλά λόγια, τον ρωτά: “Πες μου, αγαπητέ. Αν σου σχισθεί η χλαμύδα, την πετάς”; Λέγει: “Όχι, αλλά την ράβω και την ξαναχρησιμοποιώ”. Του λέγει τότε ο γέρων: “Αν λοιπόν συ το ρούχο το λυπάσαι, ο Θεός το πλάσμα του δεν θα το λυπηθεί;”»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.