Τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου ἀνέτειλε στή χώρα, ἡ ὁποία ἐκτείνεται μεταξύ τῶν ποταμῶν Τίγρη καί Εὐφράτη, δηλαδή τήν Μεσοποταμία ἤ Περσία ἀπό τόν πρῶτο ἤδη αἰῶνα. Διότι καθώς ἡ παράδοση ἀναφέρει, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι Βαρθολομαῖος, Θαδδαῖος καί Θωμᾶς ἔφθασαν καί στήν Περσία, ὅπου κήρυξαν τό Εὐαγγέλιο στό λαό, πού λάτρευε τόν ἥλιο
καί τήν φωτιά. Ἐξ’ ἄλλου γνωρίζομε ὅτι: «...οἱ κατοικοῦντες τήν Μεσοποταμίαν» (Πράξη 2,9) παρευρέθηκαν τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς στά Ἱεροσόλυμα. Τότε, μερικοί ἀπό αὐτούς πίστευσαν στόν Χριστό καί ὅταν ἐπέστρεψαν στήν πατρίδα τους, μετέφεραν ἐκεῖ τά σπέρματα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας.
Ἔπειτα οἱ σπόροι τοῦ Εὐαγγελίου βλάστησαν καί στήν πορεία τῶν χρόνων ἀπέδωσαν πλούσιους καρπούς. Ὁ ἀριθμός τῶν χριστιανῶν εἶχε αὐξηθεῖ σημαντικά, μέ ἀποτέλεσμα στό τέλος τοῦ γ΄ αἰώνα νά ὑπάρχουν στήν Περσία πολυάριθμες χριστιανικές ἐκκλησίες ἄρτια ὀργανωμένες, ἀπό τίς ὁποῖες πολλοί ἐπίσκοποι παραστάθηκαν στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νίκαιας.
«Μέγας Μητροπολίτης καί κεφαλή ὅλων τῶν ἐπισκόπων» ἦταν ὁ ἅγιος Συμεών, ὁ ἐπίσκοπος Σελευκείας-Κτησιφῶντος. Οἱ δύο αὐτές πόλεις ἤ καλύτερα ἡ διπλή αὐτή πόλη ἦταν πόλη ἑλληνική, σπουδαῖο χριστιανικό κέντρο καθώς καί ἡ πρωτεύουσα τῆς Περσίας. Ἦταν δέ κτισμένη στίς δύο ὄχθες τοῦ Τίγρη ποταμοῦ. Ὁ ἅγιος μητροπολίτης Συμεών γεννήθηκε στά Σοῦσα τῆς Περσίας ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς. Μάλιστα ὁ πατέρας του ἦταν πορφυροβάφος καί προμηθευτής τῶν βασιλικῶν ἐνδυμάτων τῶν Περσῶν βασιλέων. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ ἅγιος Συμεών ὀνομάσθηκε ἀπό τούς Σύρους συγγραφεῖς Bar-Sabôe(Βαρ-Σαβοέ), πού σημαίνει γυιός βυρσοδέψου.
Δέν γνωρίζομε πότε ἀκριβῶς χειροτονήθηκε ἀρχιερέας. Μερικοί ὑποστηρίζουν ὅτι παρευρέθηκε στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδοτό 325 μ.Χ. ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ προκατόχου του Παπᾶ. Ἐνῶ ἄλλοι λέγουν, ὅτι τότε ἀκριβῶς ἔλαβε τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα καί ὅτι ὁ ἴδιος ἔστηλε στή Σύνοδο ἐκείνη ἕνα ἀπό τούς κληρικούς του ὡς ἀντιπρόσωπό του. Πάντως τό βέβαιο εἶναι, ὅτι ἦταν ἕνας φλογερός καί δραστήριος ἀρχιερέας, ἀφοσιωμένος στήν ἐκκλησία καί στό ποίμνιο, τό ὁποῖο ὁ Θεός τοῦ ἐμπιστεύθηκε: Τό κῦρος του δέ ἦταν τόσο μεγάλο, ὥστε ἀκόμη καί ὁ βασιλιάς τῆς Περσίας, ὁ Σαπώρ ὁ Β΄ (310-379 μ.Χ.) ὁ διαβόητος γιά τόν θρησκευτικό φανατισμό του, τοῦ ἔδειχνε σεβασμό καί ἐκτίμηση.
Ἡ Ἐκκλησία ὅμως, τήν ὁποία ὁ ἅγιος μητροπολίτης διακονοῦσε ἄοκνα, διέλαμπε σ’ἕνα βασίλειο, ὅπου κυριαρχοῦσε ἡ ζωροαστρική θρησκεία. Ἑπόμενο λοιπόν, ἦταν ὁ χριστιανισμός νά θεωρεῖται “ξένη θρησκεία”, οἱ δέ χριστιανοί, ἐξ’αἰτίας μάλιστα τῶν συνεχῶν πολέμων, μεταξύ τῶν Περσῶν καί τῶν Βυζαντινῶν, νά θεωρῶνται πολιτικῶς ὕποπτοι, ἐπειδή εἶχαν τήν ἴδια θρησκεία μέ τούς Βυζαντινούς.
Γι’αὐτό ἄλλωστε καί ἡ άνθηρή κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας ξεσήκωσε τούς φόβους τῶν μάγων, δηλαδή τοῦ περσικοῦ ἱερατείου, καθώς καί τήν ζηλοτυπία τῶν Ἰουδαίων καί Μανιχαίων. Ὅλοι αὐτοί, ἑνωμένοι μ’ ἕνα ἀδιάλλακτο μῖσος κατά τῶν Χριστιανῶν ἐξερέθισαν τόν Σαπώρ Β΄, νά λάβει μέτρα γιά τήν ἐκθεμελίωση τῆς ἐκκλησίας καί τήν ἐξόντωση τῶν Χριστιανῶν.
Πράγματι. Ὁ Σαπώρ Β΄ ἐξέδωσε διάταγμα, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ὑποχρέωνε τούς χριστιανούς νά εἰσφέρουν ἕνα ὑπέρογκο κεφαλικό φόρο, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι, ἐφ’ὅσον θά ἀδυνατοῦσαν νά τόν πληρώσουν, θά ἐπέστρεφαν στήν πάτρια θρησκεία. Ἀνάγκαζε, μάλιστα, τόν ἴδιο τόν ἀρχιεπίσκοπο νά εἰσπράξει, μέ κάθε τρόπο, ἀπό τούς χριστιανούς τό ἀπαιτούμενο χρηματικό ποσό.
Στήν κρίσιμη ἐκείνη ὥρα, ὁ ἅγιος, ὡς ἄξιος πνευματικός ἀρχηγός, διαμαρτυρήθηκε καί σέ ἐπιστολή του πρός τόν Σαπώρ Β΄ δήλωσε ἀρχικά τήν ἀκράδαντη πίστη ὅλου τοῦ ποιμνίου του στόν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ Χριστό. Κατόπιν ἀρνήθηκε ἀποφασιστηκά νά ὑποταχθεῖ στίς βασιλικές ἐντολές καί νά πληρώσει τόν βαρύτατο ἐκεῖνο φόρο, τόν ὁποῖο ἐπιφορτίζονται μόνο οἱ σκλάβοι καί ὄχι οἱ ἐλεύθεροι Πέρσες πολίτες.
Ἡ ἐπιστολή, παρότι προκάλεσε μεγάλη ἐντύπωση στό δουλικό φρόνημα τῶν Περσῶν, ἀπετέλεσε τό ἔναυσμα γιά ἐξαπόλυση διωγμοῦ (339-379 μ.Χ.). Διότι ὁ Σαπώρ Β΄ ὑποπτεύθηκε ἀπό τά γραφόμενα, ὅτι ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἐπεδίωκε νά ξεσηκώσει τούς χριστιανούς σέ ἐπανάσταση. Γι’αὐτό ἀπείλησε μέ βαρύτερες ποινές.
Ὁ σεβάσμιος ἱεράρχης, χωρίς νά κλονισθεῖ ἀπό τίς ἀπειλές, ἀπάντησε πάλι θαρραλέα: «Εἶμαι ἕτοιμος εἰς ὅλα καί τήν ζωήν μου ἀκόμη νά θυσιάσω ὑπέρ τοῦ ποιμνίου μου. Δέν δύναμαι ὅμως νά ἀρνηθῶ τήν πίστην μου καί νά προδώσω τόν λαόν μου, προκειμένου νά ἐξασφαλίσω τήν ζωή καί τήν ἀνάπαυση». Ἀμέσως ξάσπασε ἡ μανία τοῦ Σαπώρ Β΄ κατά τῶν χριστιανῶν καί κυρίως κατά τῶν κληρικῶν. Χιλιάδες κληρικοί καί λαϊκοί χριστιανοί πότισαν τότε μέ τό αἷμα τους τήν γῆ τῆς Περσίας, ἐνῶ ἀμέτρητοι ναοί κατεδαφίσθηκαν καί τά τιμαλφῆ τῶν ἐκκλησιῶν δημεύθηκαν. Ἐπίσης ὁ ἅγιος Συμεών συνελήφθη μέ τήν κατηγορία ὅτι ἦταν φίλος μέ τούς αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου (Μέγα Κωνσταντίνο ἤ Κωνστάντιο Β΄) καί ὅτι ὡς προδότης μετέδιδε σέ αὐτούς πληροφορίες, πού ἀφοροῦσαν τά συμφέροντα τῆς Περσίας.
Ὁ ἅγιος ἀρχιερέας μέ δύο ἱερεῖς του, τόν Αὐδελλᾶ καί Ἀννίνα ὁδηγήθηκαν, δεμένοι μέ ἁλυσίδες στήν Κάρκα, ὅπου βρισκόταν ὁ βασιλιάς. Καθώς ὅμως περνοῦσαν ἀπό τά Σοῦσα, ὁ ἅγιος ἀντίκρυσε μία ἐκκλησία, πού εἶχε μετατραπεῖ σέ συναγωγή. Συγκλονίστηκε καί παρακάλεσε τούς φύλακές του νά ἀλλάξουν πορεία, γιά νά ἀποφύγει τήν θλιβερή ἐκείνη εἰκόνα.
Ὅταν παρουσιάσθηκε στόν βασιλιά, ἀρνήθηκε νά τόν προσκυνήσει, σύμφωνα μέ τήν συνήθεια ἡ ὁποία ἐπικρατοῦσε στήν Περσία. Ὁ Σαπώρ Β΄ ἐξαγριώθηκε καί ἀπαίτησε ἀπό τόν ἅγιο νά προσκυνήσει τόν ἥλιο μά καί τόν βασιλιά του, ἄν φυσικά ἐπιθυμοῦσε νά σώσει τήν δική του ζωή καθώς καί ὅλου τοῦ ποιμνίου του. Ἀλλ’ὁ ἐκλεκτός δοῦλος τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀποκρίθηκε, ὅτι δέν πρόκειται ποτέ νά ἀπονείνει στόν ἐπίγειο βασιλιά τήν τιμή, πού ἁρμόζει στόν Ἐπουράνιο Βασιλιά καί τόν μόνον ἀληθινό Θεό. Ἡ σθεναρή αὐτή στάση τοῦ ἁγίου εἶχε ὡς συνέπεια τήν φυλάκισή του.
Στήν πύλη τῶν ἀνακτόρων ὁ ἅγιος Συμεών συνάντησε ἕνα παλαιό γνώριμό του, τόν γέροντα Γοθαζάτ, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ παιδαγωγός τοῦ Σαπώρ Β΄ καί ὁ πρῶτος τῆς βασιλικῆς αὐλῆς. Ἐκεῖνος ὅταν ἀντίκρυσε τόν ἅγιο, νά ὁδηγεῖται ἁλυσοδεμένος στή φυλακή, γονάτισε καί ζήτησε τήν εὐλογία του. Ἀλλά ὁ ἅγιος ἀπέστρεψε τό πρόσωπό του, θέλοντας νά τόν προτρέψει σέ μετάνοια. Διότι, ἐνῶ πίστευε στόν Σωτήρα Χριστό, τόν ἀπαρνήθηκε πρόσφατα καί προσκύνησε τόν ἥλιο, ἀπό τόν φόβο τῶν βασάνων. Ὡστόσο, ὁ σιωπηλός αὐτός ἔλεγχος εἶχε τόση ἀπήχηση στήν ψυχή του, ὥστε ἀμέσως ἔνοιωσε δριμύ τόν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως καί ἔκλαψε πικρά.
Κατόπιν ὁμολόγησε θαρραλέα τήν πίστη του στόν Χριστό καί ἔλαβε μέ ἱερή ἀγαλλίασι τό μαρτυρικό διά ξίφους θάνατο, τήν Μεγάλη Πέμπτη τοῦ 341 μ.Χ. Καθώς ὁ Γοθαζάτ βάδιζε πρός τόν τόπο τῆς καταδίκης του, ζήτησε ἀπό τόν βασιλιά, ὡς ἀμοιβή γιά τίς ἐκδουλεύσεις τίς ὁποῖες τοῦ πρόσφερε, μία χάρη. Οἱ κήρυκες νά διασαλπίσουν σέ ὅλη τή χώρα, ὅτι ὁ Γοθαζάτ καταδικάσθηκε ὄχι ἐπειδή ἦταν προδότης ἀλλά ἦταν χριστιανός. Ὁ Σαπώρ Β΄ ὑποσχέθηκε νά πραγματοποιήσει τήν ἐπιθυμία του, ἐλπίζοντας ὅτι ὁ θάνατος του θά ἔδινε σέ πολλούς ἕνα ἀποτρόπαιο παράδειγμα.
Ὅταν ὁ ἅγιος Συμεών πληροφορήθηκε στη φυλακή τήν μαρτυρική τελείωση τοῦ πρώην ἀποστάτη, ἀνέπεμψε ὕμνους εὐχαριστίας στόν Θεό. Ὅλη δέ ἐκείνη τήν νύκτα ἱκέτευε τόν Θεό νά τόν ἀξιώσει νά προσφέρει τήν ζωή του τήν ἑπομένη ἡμέρα, ἡ ὁποία ἦταν ἡμέρα τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου. Καί ἡ προσευχή του εἰσακούσθηκε.
Τό πρωί ὁδήγησαν καί πάλι τόν ἅγιο μπροστά στόν βασιλιά, γιά νά λάμψει ἄλλη μία φορά ἡ θερμή καί ἀσάλευτη πίστη του. Ἔκπληκτος τότε ὁ Σαπώρ Β΄ παρατήρησε τήν μορφή τοῦ ἁγίου ἀρχιερέα νά ἀστράπτει ὥστε διαβεβαίωσε τούς συμβούλους του ὅτι: «ποτέ δέν εἶδα τόσο μεγαλεῖο καί τόση ἀξιοπρέπεια σέ πρόσωπο ἀνθρώπου».
Παρ’ὅλο ὅμως τόν θαυμασμό κατεδίκασε σέ θάνατο τόν ἅγιο καθώς και ἄλλους 1150 κρατουμένους στή φυλακή, ματεξύ τῶν ὁποίων ἄλλοι ἦταν ἐπίσκοποι καί ἄλλοι πρεσβύτεροι. Ἐπιπλέον διέταξε, ὅλοι νά ἀποκεφαλισθοῦν μπροστά στά μάτια τοῦ ἁγίου, ἐλπίζοντας ὅτι ὁ γηραιός ἐπίσκοπος θά ὑπέκυπτε βλέποντας τήν σφαγή τόσων ἀνθρώπων. Ἀπατήθηκε ὅμως.
Ὁ σεπτός ἱεράρχης παρέμεινε ἀκλόνητος στήν πίστη. Μάλιστα, στεκόταν δίπλα στούς στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ καί τούς ἐνδυνάμωνε καί τούς παρότρυνε μέ λόγους ἀπό τήν ἁγία Γραφή σχετικά μέ τόν θάνατο, τήν ἀνάσταση καί τήν αἰώνια μακαριότητα, ὥστε νά δεχθοῦν εὐχαρίστως τόν θάνατο. Πράγματι, ὅλοι ὁμολόγησαν μέ δυνατή φωνή τόν ἀληθινό Θεό καί ἀντιμετώπισαν τό μαρτύριο μέ ἀταλλάντευτο θάρρος καί ἡρωϊσμό.
Ἔτσι ὁ ἅγιος Συμεών, ἀφοῦ ἐξετέλεσε πιστά τά ποιμαντικά του καθήκοντα μέχρι τήν ὕστατη στιγμή, δέχθηκε μέ ψυχική εὐφροσύνη τό ξίφος στήν τιμία του κεφαλή. Ἦταν Μεγάλη Παρασκευή τοῦ ἔτους 341 μ.Χ. Μαζί του τελείωσαν τόν ἀγῶνα καί οἱ γηραλέοι πρεσβύτεροι Αὐδελλᾶς καί Ἀννίνας. Ὡστόσο, ὁ Ἀννίνας, καθώς ἑτοιμαζόταν γιά τήν σφαγή, κυριεύθηκε ἀπό τόσο φόβο, ὥστε ἔτρεμε ὁλόκληρο τό σῶμα του. Τότε ὁ Φουσίκ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπιστάτης ὅλων τῶν ὑπηρετῶν, τόν ἐνθάρρυνε λέγοντας: ‘Κλεῖσε, Ἀννίνα, μία στιγμή τούς ὀφθαλμούς σου καί θά τούς ἀνοίξης ἐντός ὀλίγου εἰς τό φῶς τοῦ Χριστοῦ’. Ἀμέσως ὅμως συνελήφθη, ὁμολόγησε τόν Χριστό, βασανίσθηκε σκληρά καί ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου το στεφάνι. Ἡ μνήμη τους τελεῖται στίς 17 Ἀπριλίου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
(γιά τόν βίο τοῦ ἁγίου Συμεών ἐπισκόπου Σελευκείας)
- Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία: Α. Μαρτίνου
Τόμος 11ος, Ἀθῆναι 1967, λῆμμα ‘Σελεύκεια-Κτησιφών’ στ.25-26
Τόμος 10ος, Ἀθῆναι 1960, λῆμμα ‘Σαπώρ Β΄’ στ.1154
- Λεξικόν Ἱστορίας καί Γεωγραφίας: Σ.Ι. Βουτυρᾶ
Τόμος 7ος, ἐν Κωνσταντινούπολη 1889, λῆμμα ‘Σελεύκεια’ σελ.389
Τόμος 7ος, ἐν Κωνσταντινούπολη 1889, λῆμμα ‘Συμεών ὁ Κτησιφῶντος καί Σελευκείας’ σελ.1000
- Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου: Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἀντιοχείας
Ἐν Ἀλεξανδρεία 1951, σελ. 22-23, 96-97
- Ἀρχιμ. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου: Ἐκκλησιαστική Ἱστορία
Ἔκδοσις Β΄, Ἀθῆναι 1959, σελ. 271
- Κωνσταντίνου Κοντογόνου: Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Τόμος 1ος ,
Ἀθῆναι 1866, σελ. 396-399
- π. Βασιλείου Ρούσσου Α.Α: Βίοι τῶν Ἁγίων Δυτικῆς καί Ἀνατολικῆς
Ἐκκλησίας - Ἀπρίλιος, Καθολική Ἔκδοσις 1940, σελ. 131-136
- ΜΕΘΗ ΧΡΙΣΤΟΥ: Μάρτυρες στήν Περσία τοῦ Σαβωρίου
Ἐκδόσεις ‘Τό περιβόλι τῆς Παναγίας’, Α΄ Ἔκδοση 1989
- Βίκτωρος Ματθαίου: Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, Τόμος Δ΄, Ἔκδοσις Γ΄, Ἀθῆναι 1968, σελ. 282-284
«Μέγας Μητροπολίτης καί κεφαλή ὅλων τῶν ἐπισκόπων» ἦταν ὁ ἅγιος Συμεών, ὁ ἐπίσκοπος Σελευκείας-Κτησιφῶντος. Οἱ δύο αὐτές πόλεις ἤ καλύτερα ἡ διπλή αὐτή πόλη ἦταν πόλη ἑλληνική, σπουδαῖο χριστιανικό κέντρο καθώς καί ἡ πρωτεύουσα τῆς Περσίας. Ἦταν δέ κτισμένη στίς δύο ὄχθες τοῦ Τίγρη ποταμοῦ. Ὁ ἅγιος μητροπολίτης Συμεών γεννήθηκε στά Σοῦσα τῆς Περσίας ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς. Μάλιστα ὁ πατέρας του ἦταν πορφυροβάφος καί προμηθευτής τῶν βασιλικῶν ἐνδυμάτων τῶν Περσῶν βασιλέων. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ ἅγιος Συμεών ὀνομάσθηκε ἀπό τούς Σύρους συγγραφεῖς Bar-Sabôe(Βαρ-Σαβοέ), πού σημαίνει γυιός βυρσοδέψου.
Δέν γνωρίζομε πότε ἀκριβῶς χειροτονήθηκε ἀρχιερέας. Μερικοί ὑποστηρίζουν ὅτι παρευρέθηκε στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδοτό 325 μ.Χ. ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ προκατόχου του Παπᾶ. Ἐνῶ ἄλλοι λέγουν, ὅτι τότε ἀκριβῶς ἔλαβε τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα καί ὅτι ὁ ἴδιος ἔστηλε στή Σύνοδο ἐκείνη ἕνα ἀπό τούς κληρικούς του ὡς ἀντιπρόσωπό του. Πάντως τό βέβαιο εἶναι, ὅτι ἦταν ἕνας φλογερός καί δραστήριος ἀρχιερέας, ἀφοσιωμένος στήν ἐκκλησία καί στό ποίμνιο, τό ὁποῖο ὁ Θεός τοῦ ἐμπιστεύθηκε: Τό κῦρος του δέ ἦταν τόσο μεγάλο, ὥστε ἀκόμη καί ὁ βασιλιάς τῆς Περσίας, ὁ Σαπώρ ὁ Β΄ (310-379 μ.Χ.) ὁ διαβόητος γιά τόν θρησκευτικό φανατισμό του, τοῦ ἔδειχνε σεβασμό καί ἐκτίμηση.
Ἡ Ἐκκλησία ὅμως, τήν ὁποία ὁ ἅγιος μητροπολίτης διακονοῦσε ἄοκνα, διέλαμπε σ’ἕνα βασίλειο, ὅπου κυριαρχοῦσε ἡ ζωροαστρική θρησκεία. Ἑπόμενο λοιπόν, ἦταν ὁ χριστιανισμός νά θεωρεῖται “ξένη θρησκεία”, οἱ δέ χριστιανοί, ἐξ’αἰτίας μάλιστα τῶν συνεχῶν πολέμων, μεταξύ τῶν Περσῶν καί τῶν Βυζαντινῶν, νά θεωρῶνται πολιτικῶς ὕποπτοι, ἐπειδή εἶχαν τήν ἴδια θρησκεία μέ τούς Βυζαντινούς.
Γι’αὐτό ἄλλωστε καί ἡ άνθηρή κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας ξεσήκωσε τούς φόβους τῶν μάγων, δηλαδή τοῦ περσικοῦ ἱερατείου, καθώς καί τήν ζηλοτυπία τῶν Ἰουδαίων καί Μανιχαίων. Ὅλοι αὐτοί, ἑνωμένοι μ’ ἕνα ἀδιάλλακτο μῖσος κατά τῶν Χριστιανῶν ἐξερέθισαν τόν Σαπώρ Β΄, νά λάβει μέτρα γιά τήν ἐκθεμελίωση τῆς ἐκκλησίας καί τήν ἐξόντωση τῶν Χριστιανῶν.
Πράγματι. Ὁ Σαπώρ Β΄ ἐξέδωσε διάταγμα, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ὑποχρέωνε τούς χριστιανούς νά εἰσφέρουν ἕνα ὑπέρογκο κεφαλικό φόρο, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι, ἐφ’ὅσον θά ἀδυνατοῦσαν νά τόν πληρώσουν, θά ἐπέστρεφαν στήν πάτρια θρησκεία. Ἀνάγκαζε, μάλιστα, τόν ἴδιο τόν ἀρχιεπίσκοπο νά εἰσπράξει, μέ κάθε τρόπο, ἀπό τούς χριστιανούς τό ἀπαιτούμενο χρηματικό ποσό.
Στήν κρίσιμη ἐκείνη ὥρα, ὁ ἅγιος, ὡς ἄξιος πνευματικός ἀρχηγός, διαμαρτυρήθηκε καί σέ ἐπιστολή του πρός τόν Σαπώρ Β΄ δήλωσε ἀρχικά τήν ἀκράδαντη πίστη ὅλου τοῦ ποιμνίου του στόν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ Χριστό. Κατόπιν ἀρνήθηκε ἀποφασιστηκά νά ὑποταχθεῖ στίς βασιλικές ἐντολές καί νά πληρώσει τόν βαρύτατο ἐκεῖνο φόρο, τόν ὁποῖο ἐπιφορτίζονται μόνο οἱ σκλάβοι καί ὄχι οἱ ἐλεύθεροι Πέρσες πολίτες.
Ἡ ἐπιστολή, παρότι προκάλεσε μεγάλη ἐντύπωση στό δουλικό φρόνημα τῶν Περσῶν, ἀπετέλεσε τό ἔναυσμα γιά ἐξαπόλυση διωγμοῦ (339-379 μ.Χ.). Διότι ὁ Σαπώρ Β΄ ὑποπτεύθηκε ἀπό τά γραφόμενα, ὅτι ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἐπεδίωκε νά ξεσηκώσει τούς χριστιανούς σέ ἐπανάσταση. Γι’αὐτό ἀπείλησε μέ βαρύτερες ποινές.
Ὁ σεβάσμιος ἱεράρχης, χωρίς νά κλονισθεῖ ἀπό τίς ἀπειλές, ἀπάντησε πάλι θαρραλέα: «Εἶμαι ἕτοιμος εἰς ὅλα καί τήν ζωήν μου ἀκόμη νά θυσιάσω ὑπέρ τοῦ ποιμνίου μου. Δέν δύναμαι ὅμως νά ἀρνηθῶ τήν πίστην μου καί νά προδώσω τόν λαόν μου, προκειμένου νά ἐξασφαλίσω τήν ζωή καί τήν ἀνάπαυση». Ἀμέσως ξάσπασε ἡ μανία τοῦ Σαπώρ Β΄ κατά τῶν χριστιανῶν καί κυρίως κατά τῶν κληρικῶν. Χιλιάδες κληρικοί καί λαϊκοί χριστιανοί πότισαν τότε μέ τό αἷμα τους τήν γῆ τῆς Περσίας, ἐνῶ ἀμέτρητοι ναοί κατεδαφίσθηκαν καί τά τιμαλφῆ τῶν ἐκκλησιῶν δημεύθηκαν. Ἐπίσης ὁ ἅγιος Συμεών συνελήφθη μέ τήν κατηγορία ὅτι ἦταν φίλος μέ τούς αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου (Μέγα Κωνσταντίνο ἤ Κωνστάντιο Β΄) καί ὅτι ὡς προδότης μετέδιδε σέ αὐτούς πληροφορίες, πού ἀφοροῦσαν τά συμφέροντα τῆς Περσίας.
Ὁ ἅγιος ἀρχιερέας μέ δύο ἱερεῖς του, τόν Αὐδελλᾶ καί Ἀννίνα ὁδηγήθηκαν, δεμένοι μέ ἁλυσίδες στήν Κάρκα, ὅπου βρισκόταν ὁ βασιλιάς. Καθώς ὅμως περνοῦσαν ἀπό τά Σοῦσα, ὁ ἅγιος ἀντίκρυσε μία ἐκκλησία, πού εἶχε μετατραπεῖ σέ συναγωγή. Συγκλονίστηκε καί παρακάλεσε τούς φύλακές του νά ἀλλάξουν πορεία, γιά νά ἀποφύγει τήν θλιβερή ἐκείνη εἰκόνα.
Ὅταν παρουσιάσθηκε στόν βασιλιά, ἀρνήθηκε νά τόν προσκυνήσει, σύμφωνα μέ τήν συνήθεια ἡ ὁποία ἐπικρατοῦσε στήν Περσία. Ὁ Σαπώρ Β΄ ἐξαγριώθηκε καί ἀπαίτησε ἀπό τόν ἅγιο νά προσκυνήσει τόν ἥλιο μά καί τόν βασιλιά του, ἄν φυσικά ἐπιθυμοῦσε νά σώσει τήν δική του ζωή καθώς καί ὅλου τοῦ ποιμνίου του. Ἀλλ’ὁ ἐκλεκτός δοῦλος τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀποκρίθηκε, ὅτι δέν πρόκειται ποτέ νά ἀπονείνει στόν ἐπίγειο βασιλιά τήν τιμή, πού ἁρμόζει στόν Ἐπουράνιο Βασιλιά καί τόν μόνον ἀληθινό Θεό. Ἡ σθεναρή αὐτή στάση τοῦ ἁγίου εἶχε ὡς συνέπεια τήν φυλάκισή του.
Στήν πύλη τῶν ἀνακτόρων ὁ ἅγιος Συμεών συνάντησε ἕνα παλαιό γνώριμό του, τόν γέροντα Γοθαζάτ, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ παιδαγωγός τοῦ Σαπώρ Β΄ καί ὁ πρῶτος τῆς βασιλικῆς αὐλῆς. Ἐκεῖνος ὅταν ἀντίκρυσε τόν ἅγιο, νά ὁδηγεῖται ἁλυσοδεμένος στή φυλακή, γονάτισε καί ζήτησε τήν εὐλογία του. Ἀλλά ὁ ἅγιος ἀπέστρεψε τό πρόσωπό του, θέλοντας νά τόν προτρέψει σέ μετάνοια. Διότι, ἐνῶ πίστευε στόν Σωτήρα Χριστό, τόν ἀπαρνήθηκε πρόσφατα καί προσκύνησε τόν ἥλιο, ἀπό τόν φόβο τῶν βασάνων. Ὡστόσο, ὁ σιωπηλός αὐτός ἔλεγχος εἶχε τόση ἀπήχηση στήν ψυχή του, ὥστε ἀμέσως ἔνοιωσε δριμύ τόν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως καί ἔκλαψε πικρά.
Κατόπιν ὁμολόγησε θαρραλέα τήν πίστη του στόν Χριστό καί ἔλαβε μέ ἱερή ἀγαλλίασι τό μαρτυρικό διά ξίφους θάνατο, τήν Μεγάλη Πέμπτη τοῦ 341 μ.Χ. Καθώς ὁ Γοθαζάτ βάδιζε πρός τόν τόπο τῆς καταδίκης του, ζήτησε ἀπό τόν βασιλιά, ὡς ἀμοιβή γιά τίς ἐκδουλεύσεις τίς ὁποῖες τοῦ πρόσφερε, μία χάρη. Οἱ κήρυκες νά διασαλπίσουν σέ ὅλη τή χώρα, ὅτι ὁ Γοθαζάτ καταδικάσθηκε ὄχι ἐπειδή ἦταν προδότης ἀλλά ἦταν χριστιανός. Ὁ Σαπώρ Β΄ ὑποσχέθηκε νά πραγματοποιήσει τήν ἐπιθυμία του, ἐλπίζοντας ὅτι ὁ θάνατος του θά ἔδινε σέ πολλούς ἕνα ἀποτρόπαιο παράδειγμα.
Ὅταν ὁ ἅγιος Συμεών πληροφορήθηκε στη φυλακή τήν μαρτυρική τελείωση τοῦ πρώην ἀποστάτη, ἀνέπεμψε ὕμνους εὐχαριστίας στόν Θεό. Ὅλη δέ ἐκείνη τήν νύκτα ἱκέτευε τόν Θεό νά τόν ἀξιώσει νά προσφέρει τήν ζωή του τήν ἑπομένη ἡμέρα, ἡ ὁποία ἦταν ἡμέρα τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου. Καί ἡ προσευχή του εἰσακούσθηκε.
Τό πρωί ὁδήγησαν καί πάλι τόν ἅγιο μπροστά στόν βασιλιά, γιά νά λάμψει ἄλλη μία φορά ἡ θερμή καί ἀσάλευτη πίστη του. Ἔκπληκτος τότε ὁ Σαπώρ Β΄ παρατήρησε τήν μορφή τοῦ ἁγίου ἀρχιερέα νά ἀστράπτει ὥστε διαβεβαίωσε τούς συμβούλους του ὅτι: «ποτέ δέν εἶδα τόσο μεγαλεῖο καί τόση ἀξιοπρέπεια σέ πρόσωπο ἀνθρώπου».
Παρ’ὅλο ὅμως τόν θαυμασμό κατεδίκασε σέ θάνατο τόν ἅγιο καθώς και ἄλλους 1150 κρατουμένους στή φυλακή, ματεξύ τῶν ὁποίων ἄλλοι ἦταν ἐπίσκοποι καί ἄλλοι πρεσβύτεροι. Ἐπιπλέον διέταξε, ὅλοι νά ἀποκεφαλισθοῦν μπροστά στά μάτια τοῦ ἁγίου, ἐλπίζοντας ὅτι ὁ γηραιός ἐπίσκοπος θά ὑπέκυπτε βλέποντας τήν σφαγή τόσων ἀνθρώπων. Ἀπατήθηκε ὅμως.
Ὁ σεπτός ἱεράρχης παρέμεινε ἀκλόνητος στήν πίστη. Μάλιστα, στεκόταν δίπλα στούς στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ καί τούς ἐνδυνάμωνε καί τούς παρότρυνε μέ λόγους ἀπό τήν ἁγία Γραφή σχετικά μέ τόν θάνατο, τήν ἀνάσταση καί τήν αἰώνια μακαριότητα, ὥστε νά δεχθοῦν εὐχαρίστως τόν θάνατο. Πράγματι, ὅλοι ὁμολόγησαν μέ δυνατή φωνή τόν ἀληθινό Θεό καί ἀντιμετώπισαν τό μαρτύριο μέ ἀταλλάντευτο θάρρος καί ἡρωϊσμό.
Ἔτσι ὁ ἅγιος Συμεών, ἀφοῦ ἐξετέλεσε πιστά τά ποιμαντικά του καθήκοντα μέχρι τήν ὕστατη στιγμή, δέχθηκε μέ ψυχική εὐφροσύνη τό ξίφος στήν τιμία του κεφαλή. Ἦταν Μεγάλη Παρασκευή τοῦ ἔτους 341 μ.Χ. Μαζί του τελείωσαν τόν ἀγῶνα καί οἱ γηραλέοι πρεσβύτεροι Αὐδελλᾶς καί Ἀννίνας. Ὡστόσο, ὁ Ἀννίνας, καθώς ἑτοιμαζόταν γιά τήν σφαγή, κυριεύθηκε ἀπό τόσο φόβο, ὥστε ἔτρεμε ὁλόκληρο τό σῶμα του. Τότε ὁ Φουσίκ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπιστάτης ὅλων τῶν ὑπηρετῶν, τόν ἐνθάρρυνε λέγοντας: ‘Κλεῖσε, Ἀννίνα, μία στιγμή τούς ὀφθαλμούς σου καί θά τούς ἀνοίξης ἐντός ὀλίγου εἰς τό φῶς τοῦ Χριστοῦ’. Ἀμέσως ὅμως συνελήφθη, ὁμολόγησε τόν Χριστό, βασανίσθηκε σκληρά καί ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου το στεφάνι. Ἡ μνήμη τους τελεῖται στίς 17 Ἀπριλίου.
--------------------------------------------------------------
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
(γιά τόν βίο τοῦ ἁγίου Συμεών ἐπισκόπου Σελευκείας)
- Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία: Α. Μαρτίνου
Τόμος 11ος, Ἀθῆναι 1967, λῆμμα ‘Σελεύκεια-Κτησιφών’ στ.25-26
Τόμος 10ος, Ἀθῆναι 1960, λῆμμα ‘Σαπώρ Β΄’ στ.1154
- Λεξικόν Ἱστορίας καί Γεωγραφίας: Σ.Ι. Βουτυρᾶ
Τόμος 7ος, ἐν Κωνσταντινούπολη 1889, λῆμμα ‘Σελεύκεια’ σελ.389
Τόμος 7ος, ἐν Κωνσταντινούπολη 1889, λῆμμα ‘Συμεών ὁ Κτησιφῶντος καί Σελευκείας’ σελ.1000
- Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου: Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἀντιοχείας
Ἐν Ἀλεξανδρεία 1951, σελ. 22-23, 96-97
- Ἀρχιμ. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου: Ἐκκλησιαστική Ἱστορία
Ἔκδοσις Β΄, Ἀθῆναι 1959, σελ. 271
- Κωνσταντίνου Κοντογόνου: Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Τόμος 1ος ,
Ἀθῆναι 1866, σελ. 396-399
- π. Βασιλείου Ρούσσου Α.Α: Βίοι τῶν Ἁγίων Δυτικῆς καί Ἀνατολικῆς
Ἐκκλησίας - Ἀπρίλιος, Καθολική Ἔκδοσις 1940, σελ. 131-136
- ΜΕΘΗ ΧΡΙΣΤΟΥ: Μάρτυρες στήν Περσία τοῦ Σαβωρίου
Ἐκδόσεις ‘Τό περιβόλι τῆς Παναγίας’, Α΄ Ἔκδοση 1989
- Βίκτωρος Ματθαίου: Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, Τόμος Δ΄, Ἔκδοσις Γ΄, Ἀθῆναι 1968, σελ. 282-284
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὃ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ὑποφήτης τῶν ἐνθέων δογμάτων, Μαρτυρικὸν συνασπισμὸν ἐπαλείφεις, λόγοις ὁμοὺ καὶ πράξεσι πρὸς ἄθλους ἱερούς, μεθ' ὧν καὶ συνήθλησας, Συμεὼν Ἱεράρχα, καὶ Χριστῷ ἀνέδραμες, σὺν αὐτοὶς ἀνακράζων. Ἰδοὺ ἠμεῖς ὡς πρόβατα σφαγῆς, τὴ σῆ ἀγάπη, Σωτὴρ ἐλογίσθημεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.