ΕΓΚΑΙΝΙΑ

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024

Ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων ὁ Μέγας 21 Οκτωβρίου


Λίγα χιλιόμετρα πιὸ πάνω ἀπὸ τὴ δαντελωτὴ ἀκρογιαλιὰ τῆς Κερύνειας καὶ σὲ ὕψος δυὸ χιλιάδες περίπου πόδια ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας ὀρθώνεται ἕνα γιγαντιαῖο ὕψωμα ἀποκομμένο ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ὀροσειρὰ τοῦ Πενταδάκτυλου. Στὴν κορυφὴ τοῦ ὑψώματος αὐτοῦ μὲ τὴν πανοραμικὴ θέα εἶναι κτισμένο ἀπὸ χρόνια ἕνα φρούριο, τὸ γνωστὸ φρούριο τοῦ Ἁγίου Ἰλαρίωνα.

Γιὰ τὴν προσφορὰ τοῦ φρουρίου στοὺς ἀγῶνες τοῦ νησιοῦ γιὰ ἐλευθερία καὶ τὶς παραδόσεις καὶ τοὺς θρύλους ποὺ ἔχουν δημιουργηθεῖ γύρω ἀπ’ αὐτό, πολλὰ εἰπώθηκαν καὶ γράφηκαν μέχρι σήμερα. Γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰλαρίωνα ὅμως τὸν μεγάλο ἐρημίτη καὶ ἀσκητή, ποὺ μὲ τὸ ὄνομά του, τὸ ὕψωμα τοῦτο μπῆκε στὴν ἱστορία, πολὺ λίγα ἔχουν γραφεῖ καὶ σὲ πολὺ πιὸ λίγους εἶναι γνωστά.
Τὴν παράλειψη αὐτὴ, ἀπαράδεκτη γιὰ χριστιανοὺς ὀρθοδόξους ποὺ κατοικοῦν μία νῆσο μ’ ἕνα τόσο τιμητικὸ προσωνύμιο — «Νῆσος τῶν Ἁγίων» – ἐπιθυμοῦν νὰ θεραπεύσουν οἱ γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν.
Θεωροῦμε τὴν πράξη τούτη σὰν ἕνα χρέος. Χρέος ὄχι μονάχα σ’ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν. Ἀλλὰ πρὸ παντὸς χρέος σ’ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν καὶ θέλουν καὶ ἀναζητοῦν γιὰ τὴν ζωὴ τοὺς πρότυπα. Ναί! Πρότυπα ἠθικὰ ποὺ νὰ τὰ πλησιάσουν καί, κατὰ τὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ, νὰ τὰ μιμηθοῦν.

Καὶ ὁ Ἅγιος Ἱλαρίων ποὺ μᾶς ἦρθε ἀπ’ ἔξω καὶ ἔζησε καὶ κοιμήθηκε στὸν τόπο μας, εἶναι ἕνα τέτοιο πρότυπο γιὰ ὅλους. Πρότυπο πίστεως καὶ ὑπακοῆς στὸν Θεό. Ἀλλὰ καὶ πρότυπο ἀγωνιστικότητας καὶ γνήσιας ἀρετῆς. Μιὰ γρήγορη ματιὰ στὶς κύριες πτυχὲς τῆς ζωῆς του θὰ μᾶς τὸ ἀποδείξει.

Ὁ ἰσάγγελος αὐτὸς ἅγιος, σύγχρονος τῶν Μεγάλων Βασιλέων καὶ Ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, γεννήθηκε στὴν κωμόπολη τῆς Παλαιστίνης τὴν Θαβαθᾶ, ποὺ βρίσκεται πέντε περίπου μίλια μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀρχαία πόλη τῶν Φιλισταίων, τὴν Γάζα. Οἱ γονεῖς του, πλούσιοι εἰδωλολάτρες φρόντισαν ἀπὸ νωρὶς νὰ δώσουν στὸ παιδὶ τους μιὰ ξεχωριστὴ μόρφωση. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ μικρὸ ἔσπευσαν νὰ τὸν ἀποχωρισθοῦν καὶ νὰ τὸν στείλουν στὴν Ἀλεξάνδρεια, ποὺ ἦταν τότε ἕνα μεγάλο κέντρο Ἑλληνικῶν σπουδῶν. Σὲ μία ἀπὸ τὶς ὀνομαστὲς Σχολὲς τῆς πόλεως αὐτῆς φρόντισε ὁ μικρὸς Ἱλαρίων νὰ ἐγγραφεῖ καὶ μ’ ἐνδιαφέρον νὰ παρακολουθήσει τὰ μαθήματά της. Ὁ πόθος του ὅμως νὰ γνωρίσει τὴν ἀλήθεια ὁδήγησε κάποτε τὰ βήματά του καὶ σὲ χριστιανικὲς συγκεντρώσεις.

Ἡ ζωὴ τῶν χριστιανῶν, ἡ εὐγένεια καὶ ἡ καλοσύνη τους, τὸ ἐνδιαφέρον τους νὰ ἐξυπηρετήσουν τοὺς ἄλλους μὲ κάθε ἀνιδιοτέλεια καὶ προθυμία τοῦ ἔκαμαν ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμὴ ξεχωριστῆ ἐντύπωση. Ἀλλὰ καὶ τὰ ἁγνὰ ἤθη κι ἔθιμά τους καὶ ἡ ὅλη τους ἀρετὴ τοῦ σκλάβωσαν τὴν ψυχὴ καὶ ἄναψαν μέσα του θερμὸ τὸν ζῆλο νὰ γνωρίσει καλύτερα τὴν πηγὴ τῆς τροφοδοσίας τους. Ἔτσι ὁ φιλομαθὴς νέος ἐπεδίωξε νὰ ἔρθει σ’ ἐπαφὴ μὲ σημαίνοντας χριστιανοὺς καὶ ἀπὸ ὑπεύθυνα πρόσωπα νὰ μάθει τὶς ἐπιταγὲς τῆς νέας πίστεως. Ὁ ἐνθουσιασμός του γιὰ ὅσα ἄκουε καὶ ὁ ζῆλος του νὰ γνωρίσει περισσότερα, προχωροῦσε μέρα μὲ τὴ μέρα γιὰ νὰ καταλήξει κάποτε στὴν ἀποδοχὴ τῆς νέας θρησκείας καὶ νὰ βαπτισθεῖ.

Ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐτυχία τοῦ ἁγνοῦ νέου τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ποὺ φόρεσε τὸν λευκὸ χιτώνα τοῦ βαπτίσματος, ὑπῆρξε ἀφάνταστα μεγάλη. Μιὰ ἀπόδειξη τούτης τῆς χαρᾶς εἶναι καὶ ἡ πλούσια χρηματικὴ προσφορά του γιὰ χάρη τῶν πτωχῶν ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ.

Μὲ τὴν εἴσοδό του στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ὁ νεοπροσήλυτος χριστιανὸς ρίχτηκε μὲ πιὸ πολὺ κέφι στὸν ἀγώνα. Ἡ Ἁγία Γραφὴ γίνηκε ὁ ἀγαπημένος του σύντροφος καὶ ἡ ζωὴ τῶν ἐνάρετων ἀνδρῶν, ποὺ μελετοῦσε στὰ ἱερὰ κείμενα, ἦταν ἐκείνη ποὺ προσπαθοῦσε καὶ ὁ ἴδιος νὰ μιμηθεῖ καὶ ἀκολουθήσει. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ τὸν συνεῖχε κυριολεκτικά. Πόθος του ἕνας:


Ν’ ἀποχωρισθεῖ ἀπὸ καθετὶ ποὺ θὰ τὸν κρατοῦσε δεμένο μὲ τὰ ὑλικά, τὰ γήινα καὶ ἐλεύθερος νὰ τραβήξει τὸν δύσκολο, μὰ εὐλογημένο δρόμο, ποὺ φέρει τὸν ἄνθρωπο στὸν οὐρανό.

Αὐτὴ τὴν ἐποχὴ στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ σ’ ὅλη τὴν Αἴγυπτο κυριαρχοῦσε ἡ φήμη τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Μορφωμένοι καὶ ἀγράμματοι μιλοῦσαν μὲ σεβασμὸ γιὰ τὴ θεοσέβεια τοῦ ξακουστοῦ ἀσκητῆ. Κοντὰ σ’ αὐτὸν ὁ ζηλωτὴς νέος ἐπιθύμησε νὰ μαθητεύσει ἔστω καὶ γιὰ λίγο.

Χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ ἕνα πρωὶ ἄφησε τὴν πολυθόρυβη πόλη καὶ τράβηξε στὴν ἔρημο. Βρῆκε τὸν Ἅγιο ἐρημίτη καὶ ἔμεινε κοντά του ἀρκετὸ καιρό. Στὸ διάστημα αὐτὸ σὰν τὴ μέλισσα ρούφηξε ἀπὸ τὸν καθηγητὴ τῆς ἀσκήσεως ὅτι καλὸ μπόρεσε νὰ δεῖ καὶ ν’ ἀκούσει μὲ ἀποτέλεσμα ἡ καρδιά του νὰ σκλαβωθεῖ ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῆς ἄλλης, τῆς μακαριᾶς ζωῆς.

Πλησίον στὸν πολύπειρο ἀγωνιστὴ τοῦ καλοῦ καὶ τῆς ἀρετῆς ἔμαθε ὁ ἁγνὸς νέος νὰ ζεῖ σὲ μία θεϊκὴ ἀνάταση. Ἡ ζωντανὴ προσευχή, ἡ προσεκτικὴ μελέτη, ἡ ἀνάλογη περισυλλογὴ καὶ ὁ αὐστηρὸς αὐτοέλεγχος ἦταν ἡ καθημερινὴ ἀπασχόλησή του. Μὲ τὰ μέσα τοῦτα τὰ πνευματικὰ ὁ ζηλωτὴς νέος ἀγωνίστηκε ν’ αὐξήσει τὶς διανοητικές του δυνάμεις καὶ νὰ ἀποκτήσει σιγά – σιγὰ τὰ ἐφόδια ποὺ χρειαζόταν γιὰ τοὺς κατοπινούς του ἀγῶνες. Ἐδῶ συνήθισε ἀκόμη ν’ ἀξιοποιεῖ τὸν χρόνο του καὶ νὰ ἱεραρχεῖ τὶς ἀνάγκες του. Ἔτσι ἔγινε ἕνας θεοκεντρικὸς ἄνθρωπος. Κύριο σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς του ἔβαλε ν’ ἀρέσει στὸν Θεό. Καὶ ὅλες του οἱ δυνάμεις, ὅλες του οἱ προσπάθειες, ὅλοι του οἱ ἀγῶνες σὲ τοῦτο καὶ μόνο στράφηκαν: Στὸ πῶς νὰ καλλιεργήσει μέσα του τὸ «κατ’ εἰκόνα», γιὰ νὰ ἐπιτύχει «τὸ καθ’ ὁμοίωσιν». Στὸ πῶς ν’ ἀναπτύξει τὰ χαρίσματα μὲ τὰ ὁποῖα τὸν ἐπροίκισε ὁ Πανάγαθος Θεός, γιὰ νὰ ἐπιτύχει νὰ γίνει κάποια μέρα γνήσια εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἕνας ἀληθινὸς ἄνθρωπος ἀρετῆς. Ἕνας Ἅγιος.

Μὲ τούτη τὴν ἀπόφαση καὶ τοῦτο τὸν πόθο καὶ σκοπὸ ὡς θησαυρὸ πολύτιμο στὴν ψυχὴ του ἀποχαιρέτησε κάποιο πρωινὸ τὸν πνευματικό του πατέρα καὶ καθοδηγητὴ τῆς ἐρήμου Ἀντώνιο καὶ πῆρε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πατρίδα του. Ποθοῦσε νὰ δεῖ τοὺς γονεῖς του, γιατί ἔμαθε πὼς δὲν ἦσαν καλὰ στὴν ὑγεία. Καὶ ἀκόμη ἤθελε νὰ τακτοποιήσει καὶ μερικὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα, ποὺ ἦσαν ἐκκρεμῆ.

Σὰν ἔφθασε, πῆγε καὶ κτύπησε τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του. Κάποιος γείτονας ποὺ ἄκουσε τὸ κτύπημα, βγῆκε καὶ τοῦ εἶπε πὼς τόσο ὁ πατέρας ὅσο καὶ ἡ μητέρα του εἶχαν ἐδῶ καὶ ἀρκετὸ καιρὸ φύγει ἀπὸ τοῦτο τὸν κόσμο. Λυπημένος ὁ φιλόστοργος νέος καὶ ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸν γείτονα τράβηξε πρὸς τὸ κοιμητήριο. Πάνω ἀπὸ τὸ χῶμα τοῦ τάφου ποὺ σκέπαζε τ’ ἀγαπημένα πρόσωπα, γονάτισε. Γιὰ ὦρες ἔμεινε ἐκεῖ προσευχόμενος μὲ ἱερὴ κατάνυξη.

Στὴν πατρίδα του ὁ ἐραστὴς τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς δὲν στάθηκε γιὰ πολύ. Ἀφοῦ μοίρασε τὴν πατρικὴ περιουσία στοὺς πτωχοὺς καὶ ἀποχαιρέτησε τοὺς γνωστούς, ἀνεχώρησε. Γεμάτος ἀποφασιστικότητα προχώρησε γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ ἱεροῦ σκοποῦ του. Τὰ λόγια τοῦ θείου Παύλου «ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται καὶ ἐγὼ τῷ κόσμῳ» (Γαλατ. στ’ 14) ἀντηχοῦσαν δυνατὰ μέσα του καὶ τοῦ γέμιζαν τὴν ψυχὴ ἀπὸ ἀληθινὴ εὐτυχία. Ὅλος ὁ κόσμος μὲ τὶς δόξες καὶ τὶς τιμὲς μὰ καὶ τὰ Πλούτη καὶ τὶς ἡδονὲς καὶ ὅλα τὰ θέλγητρά του σταυρώθηκαν καὶ νεκρώθηκαν γιὰ τὸν εὐγενικὸ νέο. Τίποτα ἀπ’ αὐτὰ δὲν μποροῦσε νὰ τὸν τραβήξει ἢ νὰ τὸν συγκινήσει. Μὰ καὶ κανένα ἄλλο ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ λέγονται ἀγαθὰ τοῦ κόσμου τούτου, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ τὸν δελεάσει καὶ νὰ τοῦ μεταλλάξει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀφοσίωσή του στὸν Σωτήρα Χριστό. Καύχηση καὶ χαρά του ἦταν μόνο Αὐτός, ποὺ πέθανε πάνω στὸν σταυρὸ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, μὰ καὶ γιὰ τὶς ἁμαρτίες ὅλων ἐκείνων ποὺ θὰ πίστευαν σ’ Αὐτόν. Τὸ ὄνομά Του ἀνέλαβε νὰ κηρύξει. Καὶ τὸ κηρύττει παντοῦ.

«Οὐκ ἐστὶν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία, οὐδὲ γὰρ ὄνομα ἐστὶν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ὢ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. δ’ 12). Κανένα ἄλλο πρόσωπο δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἐξασφαλίσει τὴν σωτηρία. Κανένα ἄλλο ὄνομα δὲν ἔχει δοθεῖ ἀπὸ μέρους τοῦ Θεοῦ, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει. Μόνο ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Σωτήρ. Σ’ Αὐτὸν ἂς πιστέψουμε ὅλοι. Αὐτὰ μὲ παρρησία καὶ ζωντάνια κηρύττει παντοῦ ὁ νέος Ἱεραπόστολος. Καὶ τὸ κήρυγμά του συγκινεῖ καὶ ἐνθουσιάζει. Μὰ καὶ πείθει καὶ οἰκοδομεῖ. Ἕνα μεγάλο ποσοστὸ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ποὺ κατοικοῦσαν στὶς περιοχὲς ἐκεῖνες τῆς Γάζας καὶ τῆς Νότιας Παλαιστίνης δέχτηκαν τὸ κήρυγμα τῆς σωτηρίας χάρη στὸν Ἅγιο καὶ ἔγιναν χριστιανοί. Ἀλλὰ καὶ οἱ αἱρετικοὶ ποὺ ζοῦσαν στὰ μέρη ἐκεῖνα, στὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου βρῆκαν τὸν σθεναρὸ καὶ ἀκαταμάχητο πρόμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἀφοῦ γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα ὁ ζηλωτὴς ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο, κατόπιν ἀποσύρθηκε στὴν ἀγαπημένη του ἔρημο. Ἐκεῖ κοντὰ στὸ λιμάνι τοῦ Μαϊουμᾶ προχώρησε καὶ ἔστησε τὸ ἡσυχαστήριό του. Τριάντα ἑπτὰ χρόνια πέρασε στὸ μέρος αὐτό. Τριάντα ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια αὐστηρῆς ἀσκήσεως.

Ἕνας τρίχινος σάκος, ποὺ ταλαιπωροῦσε τὸ κορμί του, ἦταν τὸ φόρεμά του χειμώνα – καλοκαίρι. Στὸν λαιμὸ ἔφερε μία δερμάτινη λωρίδα, δῶρο τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Κατοικία του εἶχε μία σπηλιὰ μ’ ἕνα στενότατο κελί. Καὶ τροφή του λίγα ξερὰ σύκα καὶ μερικὰ ἀγρία χόρτα. Μὲ τὴν αὐστηρή του τούτη ἐγκράτεια, ἀλλὰ καὶ τὴν θερμὴ καὶ ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὴν συνεχὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀγωνιζόταν κάθε μέρα γιὰ ἕνα πράγμα μόνο:

Στὸ πῶς νὰ ἀρέσει στὸν Θεό.

Σὰν τὸ χρυσάφι ποὺ δοκιμάζεται στὴ φωτιά, ἔτσι καὶ αὐτὸς δοκιμάστηκε τοῦτο τὸν καιρὸ ἀπὸ τοὺς ποικίλους πειρασμοὺς ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐπέτρεψε νὰ τοῦ ἔρθουν γιὰ προσωπική του ὠφέλεια καὶ δοκιμή. Ὅμως μὲ τὸ νὰ ἔχει τὴν σκέψη του στραμμένη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν καρδιά του καθαρὴ ἀπὸ κάθε ἀκάθαρτο λογισμὸ κατόρθωσε καὶ τοὺς πειρασμοὺς νὰ ξεπεράσει καὶ αὐτὸς ἀπρόσβλητος νὰ μένει. Κάτι περισσότερο. Πέτυχε νὰ γίνει ἡ ψυχή του κατοικητήριο Αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε τίποτα στὸν κόσμο νὰ μὴν τὸν φοβίζει καὶ νὰ μὴ τὸν ταράσσει.

Τὸ παρακάτω περιστατικὸ εἶναι ἐνδεικτικό του θάρρους καὶ τῆς τόλμης ποὺ διέκρινε τὸν Ὅσιο.

Κάποτε ἐκεῖ στὴν ἐρημιά, στὴν ἀρχὴ ποὺ πῆγε, μιὰ συμμορία ἀπὸ ληστὲς τὸν εἶχε ἐπισημάνει καὶ τὸν πλησίασε μὲ κακὲς διαθέσεις.

- Τί θὰ ἔκαμνες, καλόγηρε, ἂν ἐδῶ στὴν ἐρημιὰ ποὺ εἶσαι μόνος, σοῦ ἐπετίθεντο ληστές; τὸν ρώτησε μὲ προσποιητὴ ἀφέλεια ὁ ἀρχηγός τους.
- Τί ἔχει νὰ φοβηθεῖ ἕνας γυμνὸς σὰν καὶ ἔμενα; ἀπήντησε μὲ πραότητα κι ἀταραξία ὁ ἐρημίτης.
- Καὶ ἂν σὲ σκοτώσουν; πρόσθεσε ὁ ληστής.

- Ὁ θάνατος δὲν φοβίζει ἐκεῖνον, ποὺ εἶναι ἕτοιμος νὰ πεθάνει, ξανάπε ὁ ἐρημίτης. Ὁ θάνατος κλείει τούτη τὴν ζωὴ τὴν προσωρινή. Μὰ ἀνοίγει τὴν ἄλλη, τὴν αἰώνια, τὴν πραγματική. Σ’ αὐτὴν βαδίζουμε ὅλοι.

Τὰ λόγια του αὐτὰ καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποίο τὰ εἶπε ἔκαμαν τοὺς ληστὲς σκεφτικούς. Ἀπομακρύνθηκαν σιωπηλοί, γιὰ νὰ ξαναγυρίσουν σὲ λίγο. Κάθισαν μπροστὰ στὸ κελί του καὶ ἄρχισαν νὰ ζητοῦν ἀπὸ αὐτὸν πιὸ πολλὲς ἐξηγήσεις. Στὸ τέλος ὁμολόγησαν τὸν σκοπό τους καὶ μὲ δάκρυα γονάτισαν μπροστά του καὶ ζήτησαν συγχώρηση. Ὁ Ἅγιος τοὺς συγχώρησε καὶ ἐξακολούθησε τὴν διδασκαλία του. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη συνεχίστηκαν οἱ ἐπισκέψεις μὲ ἀποτέλεσμα στὸ τέλος νὰ πιστέψουν καὶ νὰ βαπτιστοῦν ὄχι μονάχα αὐτοί, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ὁμοεθνείς τους ποὺ κατοικοῦσαν στὴν πόλη τῆς Ἰδουμαῖας, Ἐλούζη. Ἔτσι ὁ Ἅγιος πῆρε τὸν τίτλο: Ἀπόστολος τῶν Σαρακηνῶν.

Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητας τοῦ ὁσίου διαδόθηκε τόσο πολύ, ὥστε νωρὶς πλήθη ἀπὸ μοναχοὺς συγκεντρώθηκαν γύρω του, γιὰ ν’ ἀκοῦνε τὰ λόγια του καὶ νὰ ἔχουν τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή του. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ πολλὰ μοναστήρια φύτρωσαν σὲ ὅλη ἐκείνη τὴν περιοχή. Γιὰ τοῦτο δίκαια θεωρεῖται ὁ ἱερὸς ἀσκητὴς ὡς ὁ εἰσηγητὴς τοῦ μοναχισμοῦ στὴν Παλαιστίνη, καθὼς καὶ ὁ Μέγας Ἀντώνιος εἰσηγητὴς τοῦ μοναχισμοῦ στὴν Αἴγυπτο.

Στὴ μεγάλη φήμη τοῦ Ἱλαρίωνα, πολὺ συνέβαλε καὶ τὸ θαυματουργικό του χάρισμα. Πολλά, πάρα πολλὰ θαύματα ἀναφέρονται σ’ αὐτόν. Θεραπεῖες διαφόρων ἀσθενειῶν καὶ δαιμονισμένων.

Ἡ ἀγάπη του σὲ ὅσους ἔπασχαν ἀπὸ κάτι ἦταν συγκινητική. Ἕνα πράγμα δὲν ἀνεχόταν ὁ καλοκάγαθος ἐρημίτης: Τὴν πλεονεξία καὶ τὴ φιλαργυρία στοὺς μοναχούς.

Σὰν παρατηροῦσε μία τέτοια ἀδυναμία σὲ κάποιον, τότε ὁ Ἅγιος φρόντιζε νὰ καλέσει ἐκεῖνον τὸν μοναχὸ κοντά του καὶ νὰ τὸν συμβουλέψει. Ὅταν ὅμως ἐκεῖνος περιφρονοῦσε τὶς συμβουλές του καὶ συνέχιζε νὰ διατηρεῖ τὸ πάθος του, τότε κι αὐτὸς ἔσπευδε νὰ διακόψει κάθε σχέση καὶ ἐπαφὴ μαζί του. Κάτι περισσότερο. Ἀρνιόταν καὶ νὰ τὸν δεχθεῖ νὰ πάρει κάτι, ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὸν κῆπο του. Ἕνα λάχανο, γιὰ παράδειγμα ἢ ἕνα καρπό.

Μιὰ φορὰ ἕνας τέτοιος φιλάργυρος μοναχός, ποὺ παρὰ τὶς ὑποδείξεις τοῦ Ἁγίου, συνέχιζε νὰ μένει ἀδιόρθωτος, ἔστειλε λάχανα σ’ αὐτὸν ἀπὸ τὸν κῆπό του, γιὰ νὰ τὸν ἐξευμενίσει.

Στὸν μαθητή του Ἠσύχιο ποὺ ἔφερε τὸ δῶρο γιὰ νὰ τὸ δείξει σ’ αὐτὸν καὶ νὰ τὸ καμαρώσει, ὁ συνεπὴς στὶς ἀρχές του ἀσκητὴς εἶπε: Βρωμοῦν αὐτὰ τὰ λάχανα, Ἠσύχιε, βρωμοῦν...

– Τὰ ἔχω πλύνει καλά, Ἀββᾶ, ἐξήγησε ὁ μαθητής.
– Καὶ ὅμως σὲ βεβαιώνω πὼς βρωμοῦν, ἐπανέλαβε ὁ Ἅγιος. Βρωμοῦν ἀπὸ φιλαργυρία!

Καὶ δὲν τὰ ἄγγισε. Ναί! δὲν δέχτηκε νὰ τ’ ἀγγίσει.

Ὑπερβολικὴ αὐστηρότης θὰ ποῦν μερικοί. Συνέπεια λέγουμε ἐμεῖς. Συνέπεια! Τὸ στοιχεῖο ποὺ λείπει ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν συγχρόνων χριστιανῶν. Ἡ ἀρετὴ ποὺ πρέπει νὰ προσεχθεῖ ἰδιαίτερα σήμερα καὶ νὰ γίνει ἀχώριστος σύντροφος τῆς ὅλης ζωῆς μας, ἂν θέλουμε νὰ μὴ νοθευτεῖ περισσότερο καὶ νὰ καταντήσει ἀγνώριστη ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη μας μὲ τὶς συνεχεὶς ὑποχωρήσεις μας καὶ τὶς σκοπιμότητές μας.


Οἱ καθημερινὲς ἐπισκέψεις στὸ κελὶ τοῦ Ἅγιου γιὰ θεραπεία καὶ συνομιλία μ’ αὐτὸν εἶχαν γίνει τόσες πολλὲς μὲ τὸν καιρό, ποὺ ὁ μακάριος ἀσκητὴς πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ φύγει ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνο. Καὶ τὸ ἔκαμε.

Παρὰ τὶς παρακλήσεις τῶν γνωστῶν του, ποὺ μὲ δάκρυα τὸν προέπεμψαν στὸ τέλος, ὁ Ἱλαρίων στὴν ἡλικία τῶν 63 περίπου χρόνων ἔφυγε ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη. Στὴν ἀρχὴ κατευθύνθηκε στὴν Αἴγυπτο. Μὲ συνοδεία μερικοὺς μαθητές του προχώρησε καὶ ἔφτασε στὸ ἀναχωρητήριο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Ὁ μεγάλος ἐρημίτης εἶχεν ἤδη πεθάνει. Δύο μαθητές του ἀνέλαβαν τὴν ξενάγησή τους. Μὲ βαθιὰ συγκίνηση ὁ Ἱλαρίων καὶ οἱ συνοδοί του ἐπισκέφθηκαν καὶ στάθηκαν στὰ μέρη ποὺ ὁ θεμελιωτὴς τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς συνήθιζε νὰ προσεύχεται, νὰ ἐργάζεται, νὰ ἀπασχολεῖται...

Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες παραμονή τους στὸν τόπο ἐκεῖνο, ὁ Ἅγιος προχώρησε μὲ τὴν συνοδεία του καὶ ἀπὸ τὴ μία ἔρημο στὴν ἄλλη κατέβηκε σὲ μία παραλιακὴ πόλη τῆς Λιβύης, τὴν Ἄβασσο.

Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ στὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀνέβηκε ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης (361 – 363). Οἱ Ἀρειανοὶ ποὺ ἀναθάρρησαν ἀπὸ τὴ στάση τοῦ αὐτοκράτορα ἄρχισαν ν’ ἀναζητοῦν τὸν Ἅγιο γιὰ νὰ τὸν κακοποιήσουν. Ὁ Ἱλαρίων σὰν τὸ ἔμαθε, ἔφυγε καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ μὲ πλοῖο πέρασε στὴν Σικελία καὶ μετὰ στὴν Δαλματία.

Τὰ πολλὰ θαύματα, ποὺ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ἔκανε στὰ μέρη ποὺ περνοῦσαν, προσείλκυαν καθημερινὰ στὸν τόπο ποὺ διέμενε πλήθη ἀνθρώπων, ποὺ ἔπασχαν ἀπὸ διάφορες ἀρρώστιες. Τοῦτο ὅμως ἐμπόδιζε τὸν Ὅσιο νὰ χαρεῖ τὴ θεόγνωστη ἡσυχία ποὺ διψοῦσε. Γι’ αὐτό, κάποια μέρα ποὺ βρῆκε ἕνα πλοῖο ποὺ ταξίδευε στὴν Κύπρο, μπῆκε μέσα γιὰ τὸ νησί.

Στὸ ταξίδι ἕνα πλοῖο ληστρικὸ τοὺς κυνήγησε. Οἱ ταξιδιῶτες, ποὺ τὸ εἶδαν, τρόμαξαν κυριολεκτικὰ καὶ ἄρχισαν νὰ κλαῖνε. Ὁ Ἅγιος ὅμως τοὺς ἐνίσχυσε καὶ στὸ τέλος τοὺς ἔσωσε. Τὴν ὥρα ποὺ τὸ ἐχθρικὸ πλοῖο τοὺς πλησίαζε καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ τοὺς κτυπήσει, ὁ Ἱλαρίων ἔριξε μία πέτρα ἀνάμεσα στὰ δυὸ πλοῖα. Ἕνα τεῖχος ὀρθώθηκε μπροστὰ στοὺς ληστὲς ποὺ δὲν τοὺς ἄφησε νὰ προχωρήσουν. Ἔτσι ἀσφαλισμένο πιὰ τὸ πλοῖο μὲ τὸν Ἅγιο συνέχισε τὸ ταξίδι του καὶ ἔφτασαν στὴν Πάφο.

Ἡ πόλη, ὅπως μᾶς ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Νεόφυτος, ἦταν τότε καταστρεμμένη ἀπὸ σεισμοὺς ἐξ αἴτιας τῆς ἀσέβειας τῶν κατοίκων της. Ἔξω ἀπὸ αὐτὴ καὶ ἀνάμεσα στὰ ἐρείπια συνέχισε ὁ Ἅγιος τους ἀσκητικούς του ἀγῶνες. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ στὸ μέρος αὐτὸ ἄρχισαν νὰ τὸν ἐπισκέπτονται πολλοὶ γιὰ θεραπεία, δυὸ χρόνια μόνο ἔμεινε στὸν τόπο ἐκεῖνο. Ἀπὸ ἐκεῖ προχώρησε καὶ ἔφτασε στὸ μεγάλο καὶ δύσβατο βουνό, μὲ τὰ πανύψηλα δένδρα καὶ τὰ πολλὰ νερά. Μὰ καὶ τὸν εἰδωλολατρικὸ ναὸ ποὺ ἦταν ἀφιερωμένος κατὰ τὴν παράδοση στὴν «θεὰ τοῦ ἔρωτα». Στὸν τόπο αὐτὸ ἔστησε ὁ Ἅγιος τὸ ἡσυχαστήριό του. Πέντε χρόνια ἔζησε ἐκεῖ. Χρόνια δημιουργικά, εὐλογημένα.

Μὲ τὴν διδασκαλία του τὴν ζωντανὴ καὶ τὰ πολλὰ τοῦ θαύματα σιγά – σιγὰ ἡ λατρεία τῶν εἰδώλων ἐκτοπίσθηκε καὶ τὴν θέση της πῆρε ἡ ἀληθινὴ θρησκεία τοῦ γλυκύτατου Ἰησοῦ.

Στὴν ἡλικία τῶν ὀγδόντα χρόνων ὁ θαυματουργὸς ἀσκητὴς ἀρρώστησε. Ἀφοῦ κάλεσε κοντά του τὰ πνευματικά του παιδιὰ καὶ τὰ συνεβούλεψε νὰ μένουν πιστὰ μέχρι θανάτου στὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου, τὰ εὐλόγησε καὶ ἀφῆκε τὴν ἁγνὴ ψυχή του νὰ μεταπηδήσει στοὺς πάμφωτους κόσμους τοῦ οὐρανοῦ (371 μ.Χ.).

Οἱ Κύπριοι θρήνησαν μὲ τὴν καρδιά τους τὸν ἀγαπημένο τους ἐρημίτη καὶ ἔθαψαν μὲ μεγάλες τιμὲς τὸ σκήνωμά του στὸν χῶρο ἐκεῖνο.

Δυστυχῶς τὸ λείψανο τοῦ μεγάλου θαυματουργοῦ δὲν ἔμεινε γιὰ καιρὸ στὸ νησί μας. Οἱ χριστιανοὶ τῆς Παλαιστίνης, σὰν ἔμαθαν τὸν θάνατο τοῦ Ὁσίου, ἔστειλαν ἐδῶ τὸν μαθητή του Ἠσύχιο, ὁ ὁποῖος μὲ τρόπο ἀνέσκαψε τὸν τάφο. Χωρὶς νὰ τὸν ἀντιληφθεῖ κανένας πῆρε τὰ ἱερὰ λείψανα καὶ τὰ μετέφερε στὴν Παλαιστίνη. Ἐκεῖ οἱ χριστιανοὶ τὰ ἐναπέθεσαν μὲ ξεχωριστὲς τιμὲς στὴ Μονὴ τοῦ Μαϊουμᾶ.

Ὅμως ἂν τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ μεγάλου ἀσκητὴ ἀφαιρέθηκαν καὶ μεταφέρθηκαν μακριὰ ἀπὸ τὸ φιλόξενο νησὶ τῆς Κύπρου, ποὺ ὁ ἴδιος διάλεξε γιὰ ἐπίγεια κατοικία του, ἡ πνευματικὴ παρουσία τοῦ Ἁγίου παραμένει στὴ μαρτυρική μας πατρίδα. Παραμένει μὲ τὰ θαύματα ποὺ γίνονται ἀκόμη καὶ σήμερα στὸν τόπο ὅπου θάφτηκε ἀρχικά. Παραμένει ἀκόμη μὲ τοὺς ναοὺς ποὺ ἔχουν ἀφιερωθεῖ στὴν χάρη του καὶ τὶς πάμπολλες εἰκόνες του ποὺ εἶναι ἐγκατεσπαρμένες στὸ νησί μας.

Ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν μία ζωντανὴ πνευματικὴ παρουσία τοῦ Ἁγίου στὸν τόπο μας. Γιατί ὅλα αὐτά μας μιλοῦν γιὰ τὸν φλογερὸ καὶ ἀκατάβλητο ἀγωνιστὴ τοῦ καλοῦ καὶ τῆς ἀρετῆς. Τὸν ἀγωνιστὴ μὲ τὴν Ἁγία ζωή, τὴν ζωὴ τῆς συνέπειας καὶ τοῦ ἡρωισμοῦ. Τὸν ἀγωνιστὴ ποὺ πάλεψε καὶ νίκησε τὴν σάρκα καὶ τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλὰ καὶ τὸν ἀγωνιστὴ ποὺ ζητάει καὶ θέλει μιμητές. «Μιμητοί μου γίνεσθε καθὼς καγῶ Χριστοῦ» μας φωνάζει. Θὰ θελήσουμε οἱ σημερινοὶ κάτοικοι τοῦ πονεμένου αὐτοῦ νησιοῦ ν’ ἀφουγκρασθοῦμε καὶ ν’ ἀκούσουμε τὴν σωστικὴ τούτη πρόσκληση; Θὰ θελήσουν πρὸ παντὸς οἱ νέοι του καιροῦ μας νὰ τραβήξουν κόντρα στὸ ρέμα τῆς σαρκολατρείας γιὰ νὰ ζήσουν μία ζωὴ ἀνώτερη, μιὰ ζωὴ ἁγνή, καὶ ἀληθινὰ χριστιανική; Τὸ εὐχόμαστε μετὰ κραυγῆς ἰσχυρᾶς. Τοὶς τοῦ Ἁγίου Ἱλαρίωνος πρεσβείαις ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐγκρατείας τῇ αἴγλῃ λαμπρυνθεὶς τὴν διάνοιαν, ἤστραψας θαυμάτων ἀκτῖνας Ἱλαρίων Πατὴρ ἡμῶν, καὶ γέγονας φωστὴρ περιφανής, καὶ στῦλος εὐσεβείας θεαυγής, καταυγάζων τῇ ἐνθέῳ σου βιοτῇ, τοὺς πίστει προσιόντας σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.