Ὁ Γερμανὸς Κρουμβάχερ, πλέκει ἄξιο τὸ ἐγκώμιο τοῦ Ῥωμανοῦ. Ἡ κριτική, λέει, ἀνακήρυξε τὸν Ῥωμανὸ σὰν τὸν μεγαλύτερο ποιητὴ τοῦ Βυζαντινοῦ αἰῶνα, ἀληθινὸ Πίνδαρο αὐτοῦ. Κατεῖχε ἀνεξάντλητο πλοῦτο ἰδεῶν, ἀνυπέρβλητη πλαστικότητα φράσεως, μεστὴ καὶ δυνατὴ γλῶσσα, θησαυρὸ ἁρμονίας ποικίλων καὶ καλλιτεχνικῶν ῥυθμῶν. Δυστυχῶς, οἱ βιογραφικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν Ῥωμανὸ εἶναι λιγοστές. Ἔζησε τὸν 6ο μ.Χ. αἰῶνα ἐπὶ βασιλέως Ἀναστασίου τοῦ Α´, καὶ ἄλλοι λένε τὸν 8ο αἰῶνα ἐπὶ Ἀναστασίου τοῦ Β´. Στὴν ἀρχὴ ἦταν διάκονος στὴν Ἐκκλησία τῆς Βηρυτοῦ. Ἀπὸ κεῖ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου διέμενε στὰ κελιὰ τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἔκτισε κάποιος εὐσεβὴς χριστιανὸς ὀνόματι Κῦρος. Σύμφωνα μὲ κάποια διήγηση, ὁ Ῥωμανὸς εἶχε μέτρια μόρφωση καὶ τὸ ποιητικό του τάλαντο ἦταν ἄγνωστο ἀκόμα καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν ἴδιο. Παρακολουθοῦσε ὅμως τακτικὰ τὶς κατανυκτικὲς ὁλονυκτίες στὸν ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν. Σὲ μία ἀπ᾿ αὐτὲς λοιπόν, γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ἡ ψυχή του γέμισε τόση θερμὴ καὶ ἰσχυρὴ κατάνυξη, ὥστε ὅταν γύρισε στὸ κελί του, εἶδε σὲ ὄνειρο τὴν Θεοτόκο νὰ τοῦ δίνει ἕνα τόμο χαρτὶ γιὰ νὰ τὸν φάει. Ὁ Ῥωμανὸς ξύπνησε καὶ γεμάτος θεία ἔμπνευση συνέθεσε τὴν ἀθάνατη ᾠδὴ στὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ: «Ἡ παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει». Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη, ἡ ποιητικὴ αὐτὴ ἐπιφοίτηση παρέμεινε διαρκὴς καὶ πλούσια στὴ φαντασία καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ Ῥωμανοῦ, ποὺ ἀναδείχτηκε ὁ γονιμότερος καὶ ἔξοχοτερος τῶν μελῳδῶν τῆς Ἐκκλησίας.
ΕΓΚΑΙΝΙΑ
▼
Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024
Ὁ Ὅσιος Ῥωμανὸς ὁ μελῳδὸς ὁ ποιητὴς τῶν Κοντακίων η μνημη του τιματε την 1 Οκτωβριου
Ὁ Γερμανὸς Κρουμβάχερ, πλέκει ἄξιο τὸ ἐγκώμιο τοῦ Ῥωμανοῦ. Ἡ κριτική, λέει, ἀνακήρυξε τὸν Ῥωμανὸ σὰν τὸν μεγαλύτερο ποιητὴ τοῦ Βυζαντινοῦ αἰῶνα, ἀληθινὸ Πίνδαρο αὐτοῦ. Κατεῖχε ἀνεξάντλητο πλοῦτο ἰδεῶν, ἀνυπέρβλητη πλαστικότητα φράσεως, μεστὴ καὶ δυνατὴ γλῶσσα, θησαυρὸ ἁρμονίας ποικίλων καὶ καλλιτεχνικῶν ῥυθμῶν. Δυστυχῶς, οἱ βιογραφικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν Ῥωμανὸ εἶναι λιγοστές. Ἔζησε τὸν 6ο μ.Χ. αἰῶνα ἐπὶ βασιλέως Ἀναστασίου τοῦ Α´, καὶ ἄλλοι λένε τὸν 8ο αἰῶνα ἐπὶ Ἀναστασίου τοῦ Β´. Στὴν ἀρχὴ ἦταν διάκονος στὴν Ἐκκλησία τῆς Βηρυτοῦ. Ἀπὸ κεῖ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου διέμενε στὰ κελιὰ τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἔκτισε κάποιος εὐσεβὴς χριστιανὸς ὀνόματι Κῦρος. Σύμφωνα μὲ κάποια διήγηση, ὁ Ῥωμανὸς εἶχε μέτρια μόρφωση καὶ τὸ ποιητικό του τάλαντο ἦταν ἄγνωστο ἀκόμα καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν ἴδιο. Παρακολουθοῦσε ὅμως τακτικὰ τὶς κατανυκτικὲς ὁλονυκτίες στὸν ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν. Σὲ μία ἀπ᾿ αὐτὲς λοιπόν, γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ἡ ψυχή του γέμισε τόση θερμὴ καὶ ἰσχυρὴ κατάνυξη, ὥστε ὅταν γύρισε στὸ κελί του, εἶδε σὲ ὄνειρο τὴν Θεοτόκο νὰ τοῦ δίνει ἕνα τόμο χαρτὶ γιὰ νὰ τὸν φάει. Ὁ Ῥωμανὸς ξύπνησε καὶ γεμάτος θεία ἔμπνευση συνέθεσε τὴν ἀθάνατη ᾠδὴ στὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ: «Ἡ παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει». Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη, ἡ ποιητικὴ αὐτὴ ἐπιφοίτηση παρέμεινε διαρκὴς καὶ πλούσια στὴ φαντασία καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ Ῥωμανοῦ, ποὺ ἀναδείχτηκε ὁ γονιμότερος καὶ ἔξοχοτερος τῶν μελῳδῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.