Η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης από τους «Εβδομήκοντα» έγινε ογδόντα περίπου χρόνια πριν από τη γέννηση του Χριστού, στην Αλεξάνδρεια, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πτολεμαίου Β΄ του Φιλάδελφου.
Λέγεται ότι ο Πτολεμαίος Β΄ που ήταν και μαθηματικός ο ίδιος ήθελε να κάνει κάτι εξαιρετικό που κανένας βασιλιάς δεν το είχε κάνει μέχρι τότε για να μείνει το όνομά του αθάνατο. Για να το πετύχει αυτό, κάποιοι φιλόσοφοι του πρότειναν να γράψει στους Εβραίους να του στείλουν τα πέντε βιβλία που τους είχε παραδώσει ο Μωϋσής (την Πεντάτευχο) και τα υπόλοιπα δεκαεννέα βιβλία του εβραϊκού νόμου. […]
Όμως τα βιβλία ήταν γραμμένα στα εβραϊκά και οι φιλόσοφοι πρότειναν στον Πτολεμαίο να γράψει και τρίτη επιστολή στους Εβραίους για να του στείλουν διδασκάλους για να τα εξηγήσουν στην ελληνική γλώσσα. Τότε οι Εβραίοι έστειλαν εβδομήντα διδασκάλους που ήξεραν και τις δύο γλώσσες, εβραϊκά και ελληνικά για να εξηγήσουν τα βιβλία. Ο Πτολεμαίος τους υποδέχτηκε με τιμές και έπειτα τους έβαλε σε εβδομήντα δωμάτια μαζί με εβδομήντα Έλληνες διδασκάλους, από δύο σε κάθε δωμάτιο, τον ένα Εβραίο και τον άλλο Έλληνα.
Στη συνέχεια πρόσταξε να τους δίνουν βασιλικά φαγητά και να μη δουν ο ένας τον άλλο μέχρις ότου να μεταφράσουν τα βιβλία. Όταν μετά από αρκετό καιρό τελείωσαν τη μετάφραση, τα βιβλία αυτά των εβδομήντα ζευγών των διδασκάλων συμφωνούσαν σε όλα, κατά τρόπο θαυμαστό, χωρίς να έχουν μιλήσει καθόλου μεταξύ τους όσο χρόνο τα έγραφαν. Ανάμεσα σε αυτούς τους Εβραίους διδασκάλους ήταν και ο Συμεών, αυτός που μετά από πολλά χρόνια δέχθηκε τον Χριστό στην αγκαλιά του.
Κάποτε τέλειωσε η εργασία. Πήρανε οι «εβδομήκοντα» τον δρόμο της επιστροφής. Καθώς επέστρεφαν οι διδάσκαλοι αυτοί στην πατρίδα τους, στο δρόμο μιλούσαν για το περιεχόμενο αυτών των βιβλίων, κι ο Συμεών είπε: «Εγώ, ερμηνεύοντας τον προφήτη Ησαΐα, είδα να λέει ότι μία Παρθένος πρόκειται να γεννήσει υιό και θα τον ονομάσουν Εμμανουήλ που σημαίνει ο Θεός μαζί μας. Όμως πως είναι δυνατό παρθένος να γεννήσει ή πως είναι δυνατό Θεός να γεννηθεί; δεν πιστεύω να γίνει αυτό, ποτέ».
Σαν φτάσανε στον Νείλο – όμοιο με θάλασσα ήτανε το ποτάμι – ο Συμεών μπήκε σ΄ ένα καράβι, για να περάσει αντίπερα. Στον νου του πάλι εκείνος, του «Θεού ο Υιός» και η Παρθένος και η σωτηρία του κόσμου. Να είναι αλήθεια;
Σηκώνει ο γέροντας στον ουρανό τα μάτια του. Ξεχείλισε η καρδιά του, πάει να σπάσει.
– Κύριε, Κύριε των πατέρων μας, λέει, αν είν΄ αλήθεια αυτό που διάβασα στον Ησαΐα, κάνε ένα θαύμα να το πιστέψω και να ησυχάσουνε οι λογισμοί της αμφιβολίας μου!
– Να, λέει και βγάζει απ΄ το δάχτυλό του το χρυσό του δαχτυλίδι με το μεγάλο ρουμπίνι. Να, τούτο το δαχτυλίδι τώρα δα το πετάω στον Νείλο. Κάνε, αν είν΄ αληθινή η προφητεία, να ξαναρθεί στα χέρια μου.
Πετά το δαχτυλίδι μες στα θολά νερά του ποταμού που τρέχουνε ορμητικά κατά τη θάλασσα. Και το καράβι φεύγει. Ησύχασ΄ η ψυχή του γέροντα. Τώρα το ξέρει: θα του απαντήσει ο Θεός.
Μέρες κρατούσε τέτοιο μακρινό ταξίδι. Έφτασε ο Συμεών στον τόπο του, στην Ιερουσαλήμ, και τράβηξε στο μακρινό του ερημητήριο, να ξαποστάσει από τους ταξιδιού του τους κόπους.
Την άλλη κιόλας μέρα, έφερε κάποιος ένα ολόφρεσκο ψάρι στον γέροντα. Κι ως άνοιξε την κοιλιά του για να το καθαρίσει, να, και πετάχτηκε μέσ΄ από τα σπλάχνα του – απίστευτο – το δαχτυλίδι, που δυο-τρεις μέρες πιο μπροστά είχε ο ίδιος ρίξει μέσα στου Νείλου τα νερά!…
Κλαίει βουβά ο γέροντας… Ύστερα γονατίζει. Βρέχει με δάκρυα τις πλάκες του ερημικού του κελιού και δέεται: «Κάνε, Κύριε, να μην πεθάνω ώσπου να δουν τα μάτια μου τον Γιο σου, τον Σωτήρα μου».
Διακόσια εβδομήντα χρόνια, λένε, πως έζησε ο Συμεών. Γέρος πολύ, ούτε μπορούσε πια να πάει ως τον Ναό. Εκεί, στο «Καταμόνας», στο κελάκι του, με προσευχή και με νηστεία, περίμενε…
Ένα πρωί, λες πήρε μήνυμα, ξεκίνησε αργά-αργά για τον Ναό. Πόσες ώρες περπατούσε! Σαν έφτασε συνάντησε την προφήτιδα Άννα θυγατέρα του Φανουήλ και καταγόταν από τη φυλή του Ασήρ, ογδόου γιου του Ιακώβ. Από τη μέρα που έμεινε χήρα στα νιάτα της δεν ξαναπαντρεύτηκε παρά νήστευε και προσευχόταν αδιάκοπα. Ο Θεός την είχε ανταμείψει με το προφητικό χάρισμα.
Έκατσαν μαζί και περίμεναν όσπου είδαν να μπαίνει στον Ναό μια νεαρή, όμορφη κόρη κρατώντας ένα μωρό στην αγκαλιά της.
Σηκώνεται ο γέροντας. Την υποδέχεται. Παίρνει στα χέρια το μωρό της, τον Θεό του! Και ψιθυρίζουν τα γέρικα τα χείλη:
«Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλον Σου, Δέσποτα, κατά τό ρῆμα Σου ἐν εἰρήνῃ. ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τό σωτήριόν Σου, ὅ ἡτοίμασας κατά πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν. φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν, καί δόξαν λαοῦ Σου Ἰσραήλ», και τρέχουνε τα μάτια του Συμεών, του Θεοδόχου!
Αυτά τα λόγια σήμαιναν πως όσοι δεν πιστέψουν στο Χριστό ως Σωτήρα του κόσμου θα χαθούν ενώ όσοι θα τον πιστέψουν αυτοί θα σωθούν και θα αναστηθούν. Και θα ’ναι αιτία να φανερωθούν ποιοί πραγματικά αγαπούν το Χριστό και ποιοί όχι. Και για την Παναγία προφήτεψε τον πόνο που θα ένιωθε όταν θ’ αντίκρυζε τον Υιό και Θεό της γυμνό πάνω στο Σταυρό κι έπειτα νεκρό στον τάφο. Και ο πόνος θα ήταν τόσο δυνατός σαν να τρυπούσε μαχαίρι την καρδιά της, παρόλο που ήξερε ότι ο Χριστός θα αναστηθεί.
Τότε, η προφήτιδα Άννα, πλησίασε, προσκύνησε το παιδί και κατόπιν, αφού ευχαρίστησε και δοξολόγησε και αυτή το Θεό, διακήρυττε ότι ήλθε ο Μεσσίας προς όλους, οι όποιοι ζούσαν περιμένοντας με ειλικρινή ευσέβεια τη λύτρωση του Ισραήλ.
Μετά από αυτά ο δίκαιος Συμεών γεμάτος αγαλλίαση (χαρά) κοιμήθηκε ειρηνικά κι αντάλλαξε έτσι την επίγεια πρόσκαιρη ζωή με την ουράνια και αιώνια.
Η μνήμη του Αγίου Συμεών και της Άννας της προφήτιδας τελείτε στις 3 Φεβρουαρίου κάθε έτους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.