ΕΓΚΑΙΝΙΑ

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

Δεν έχουν τον Θεό τους! Μετακίνησαν τον τάφο του πρωτεργάτη της Κρητικής επανάστασης του 1866 (για ΕΝΩΣΗ της Κρήτης με την Ελλάδα), αγωνιστή αρχιμανδρίτη Παρθενίου Περίδη | Τον έβγαλαν από τη είσοδο της Μονής Γωνιάς στο Κολυμπάρι!

ΣΧΟΛΙΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ :Προφανώς γιατί τον συγκαταλέγουνε στους ξεβράκωτους που είπε ο “Πατριάρχης”, ότι χάλασαν την ειρηνική συμβίωση με τους Τούρκους
ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΗΡΩΕΣ 1821
Λίγους μήνες μετά το συνέδριο της Καμπέρα, τον Οκτώβριο του 1991, ο τότε επίσκοπος Χαλκηδόνος Βαρθολομαίος (και πρώην αξιωματικός του Τουρκικού στρατου) τόλμησε να σπιλώσει την μνήμη των ηρώων της επανάστασης του 1821, με την εξής δήλωση: «Δυστυχώς οι δυο λαοί διέκοψαν την υπέροχη συμβίωση των 400 χρόνων, όταν ξεσηκώθηκαν κάτι ξεβράκωτοι το 1821 και δημιούργησαν τις γνωστές προστριβές».

(Η Προδοτική δήλωση του Πατριάρχη, έγινε μια μόλις βδομάδα πριν την ενθρόνισή του σε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στις 2 Νοεμβρίου του 1991 και δημοσιεύτηκε από τις εφημερίδες Αυριανή και
Ελεύθερη ώρα – 30 Οκτωβρίου 1991). Την μεταφορά του τάφου του ιερομόναχου Χανιώτη αρχιμανδρίτη και αγωνιστή Παρθενίου Περίδη από το σημείο που ήταν μπροστά από Μονή Γωνιάς στην Κίσσαμο σχολιάζει αρνητικά στο zarpanews.gr, ο επικεφαλής της Δημοτική Παράταξης του δήμου Πλατανιά Λαϊκή Συσπείρωση κ. Μανώλης Νταγκουνάκης.
Ο κ. Νταγκουνάκης είπε μιλώντας στο zarpanews.gr πως ο τάφος που βρίσκονταν για δεκαετίες στο συγκεκριμένο σημείο, για άγνωστο λόγο και χωρίς καμία εξήγηση μεταφέρθηκε τις τελευταίες ημέρες στο πίσω μέρος της Μονής.
Επίσης ο κ. Νταγκουνάκης θεωρεί πως η συγκεκριμένη ενέργεια είναι ύψιστη προσβολή για την ιστορία, τον πολιτισμό, τους αγώνες αλλά και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των πιστών η συγκεκριμένη ενέργεια.
Μάλιστα αναρωτιέται αν η υπηρεσία της αρχαιολογίας είναι ενήμερη για την συγκεκριμένη ενέργεια.
Αξίζει να σημειωθεί οτι πριν ένα μόλις μήνα το Δημοτικό Συμβούλιο του Πλατανιά, πραγματοποίησε εκδήλωση, τιμής και μνήμης του Χανιώτη αρχιμανδρίτη και αγωνιστή.
Ποιος ήταν ο Παρθένιος Περίδης
Γεννήθηκε το 1810 στο χωριό Ρογδιά του Κισσάμου. Το 1834 εκάρη μοναχός στη Μονή Οδηγήτριας Κυρίας Γωνιάς Κισσάμου (Μονή Γωνιάς σήμερα) με το όνομα Παρθένιος. Σπούδασε Θεολογία στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αποφοίτησε το 1852. Μιλούσε αγγλικά, γερμανικά και ιταλικά. Εργάστηκε ως δάσκαλος στις επαρχίες Κισσάμου και Σελίνου το διάστημα 1852-1866, αλλά η εθνική του δράση προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των οθωμανικών αρχών, που τον εξόρισαν στην Τραπεζούντα (κατ’ άλλους στην Κωνσταντινούπολη). Δραπέτευσε όμως από τον τόπο της εξορίας του και πήγε το 1858 στην Αθήνα. Κατέβηκε και πάλι στην Κρήτη.
Στις 20 Φεβρουαρίου 1866 οργάνωσε μυστική συνάντηση των οπλαρχηγών και των προυχόντων των επαρχιών Κισσάμου και Σελίνου στο μοναστήρι της Γωνιάς όπου μόναζε. Συγκεντρώθηκαν στο Παλαιό Καθολικό που βρίσκεται γύρω στα 300 μέτρα δυτικά της μονής και τους γνωστοποίησε ότι πρόκειται να αρχίσει επανάσταση. Προ του ηγουμένου Παρθενίου Φρυδάκη, του ιερέα Παρθενίου Κελαϊδή και του ιερέα του χωριού Ροδωπού Πολυχρόνη Πολυχρονίδη έδωσαν όλοι (πενήντα άτομα) όρκο ότι θα πολεμήσουν για την απελευθέρωση του νησιού. «Προέβησαν εις ένορκον επί του Ιερού Ευαγγελίου διαβεβαίωσιν (ότι θα συνεχίσωσι τον Ιερόν Αγώνα και εν αποτυχία ικανών βελτιώσεων Διοικητικών, θα φθάσωσι μέχρι της Ενώσεως, κηρύττοντες αυτήν μετά της μητρός Ελλάδος», γράφει ο Μιχαήλ Αναστασάκης στην «Ιστορία της Κισσάμου επί Τουρκοκρατίας».
Στις 16 Απριλίου 1866 επίσης συγκέντρωσε σαράντα προύχοντες και οπλαρχηγούς των Χανίων στο οροπέδιο του Ομαλού Χανίων. Εν σώματι ύστερα από μερικές ημέρες κατέβηκαν στο χωριό Μεσκλά. Στις 24 Απριλίου βρίσκονταν στα Μπουτσουνάρια, όπου είχαν μαζευτεί περίπου 5.000 Χριστιανοί αντιπρόσωποι από όλο το νησί. Επικαλέστηκαν ως δικαιολογία ότι ήθελαν να καταρτίσουν και να παραδώσουν στις τουρκικές αρχές ένα υπόμνημα όπου θα διαμαρτύρονταν για τις μεθόδους διοίκησης, που αυτές ακολουθούσαν. Αλλά στην πραγματικότητα προετοιμάζονταν να κάνουν επανάσταση. Σε μια νυχτερινή συνάντηση στο ελαιοτριβείο του μετοχιού της μονής Χρυσοπηγής Αγία Κυριακή με πρωτοβουλία του Περίδη, ενενήντα οκτώ αντιπρόσωποι υπέγραψαν ένα επαναστατικό κείμενο.
Στις 25 Μαΐου 1866 απέστειλαν διαμαρτυρία στον σουλτάνο. Δημιουργήθηκε μια επιτροπή από δεκαπέντε μέλη με επικεφαλής τον Περίδη, υπεύθυνη για τη διαπραγμάτευση με το σουλτάνο, η οποία έστειλε υπόμνημα στις μεγάλες δυνάμεις με το οποίο τους ζητούσε να απαλλάξουν το νησί από την οθωμανική κυριαρχία. Αλλά στις 20 Ιουλίου 1866 έφθασε η απάντηση του σουλτάνου με την οποία απέρριπτε τη διαμαρτυρία τους. Στο χωριό Ασκύφου, την 21η Αυγούστου κηρύχθηκε επίσημα η κατάργηση της οθωμανικής κυριαρχίας και αποφασίστηκε να ενωθεί η Κρήτη με την Ελλάδα.
Ο Τούρκος διοικητής του νησιού Ισμαήλ Πασάς κάλεσε τον επίσκοπο Κισσάμου Γεράσιμο Στρατηγάκη και το ηγουμενοσυμβούλιο της Μονής Γωνιάς και τους είπε: «Επειδή γύρου- γύρου εις το μοναστήρι σας γίνονται πολλά κονσούλτα και έχετε και τσί δύο καλογέρους Κελαϊδή και Περίδη τσί πρώτους οργανωτάδες να τσί αποκηρύξατε και να φύγουν από την επιτροπήν των να μην πάθη κακά μεγάλα και το μοναστήρι». Φυσικά δεν τον έλαβαν υπόψη τους.
Ο Αναστασάκης αναφέρει το εξής περιστατικό «Ο Περίδης λοιπόν τότε, ενώ ανέπτυσσε εις τον Μπαντρήν [έναν από τους απεσταλμένους του σουλτάνου που ετέφεραν την απορριπτική του απάντηση] τας ωφελείας, ας θα είχον οι Τούρκοι εκ της ευνοϊκής λύσεως των ζητημάτων διότι είχον αρκετά κτήματα και περιουσίας μεγάλας, λαμβάνει την απάντησιν: ‘Παρθένιε, Παρθένιε, η Κρήτη έχει αίμα κουζουλό και πρέπει να σπάση το κεφάλι της να χυθή κάμποσο για να ησυχάση’. Ο αγαθός πατριώτης, λίαν ευλόγως του απήντησεν: ‘Εύχομαι να είναι το πρώτο που θα σπάση το κεφάλι σου’». Και σε μια μάχη στις Βρύσες Αποκορώνου (25 Αυγούστου 1866) ο Μπαντρή Αγάς που διοικούσε δύναμη 1.500 Τούρκων σκοτώθηκε από τον πατέρα του κατοπινού επισκόπου Κισσάμου Δωρόθεου Κλωναράκη.
Καθ’ όλο το διάστημα της Επανάστασης ο Παρθένιος Περίδης επέδειξε ακατάβλητη ενεργητικότητα και σε θέματα διοίκησης και σε θέματα επιμελητείας. Την 11η Οκτωβρίου 1866 παραλίγο να συλληφθεί αιχμάλωτος από τους Τούρκους σε μάχη στον Βαφέ Αποκορώνου, κατά την οποία νικήθηκαν ο επαναστάτες. Μετά τη μάχη ο στρατηγός Ζυμβρακάκης διέταξε να ανατιναχτούν τα πυρομαχικά που φυλάσσονταν στην εκκλησία του χωριού Ασκύφου Σφακίων, προ του κινδύνου να πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Αλλά ο Περίδης, διατηρώντας την ψυχραιμία του, ματαίωσε την εκτέλεση της διαταγής και τα πυρομαχικά σώθηκαν για να χρησιμοποιηθούν αλλού. Τον Δεκέμβριο του 1866 η Επανάσταση βρισκόταν σε κρίσιμη φάση και οι τουρκικές δυνάμεις είχαν το πλεονέκτημα. Συγκλήθηκε τότε σύσκεψη στο χωριό Κουστογέρακο Σελίνου, στην οποία αποφάσισαν να συνεχίσουν τον αγώνα.
Πρόεδρος της Γενικής Συνέλευσης των Κρητών
Η κατάσταση τον επόμενο μήνα Ιανουάριο του 1867, γύρισε στο καλύτερο. Και ο Παρθένιος Πετρίδης εξελέγη πρόεδρος της Γενικής Συνέλευσης των Κρητών από την επαναστατική επιτροπή που συγκλήθηκε στην Ίμβρο των Σφακίων. Ο Περίδης ευχαρίστησε την επιτροπή για την εκλογή του, αλλά πρότεινε να αναλάβει την προεδρία ο γηραιός αγωνιστής του 1821, πρόεδρο της επαναστατικής συνέλευσης του 1858 Αντώνιος Μανουσογιαννάκης, ο οποίος όμως αρνήθηκε, υποδεικνύοντας ως καταλληλότερο τον Παρθένιο.
Ήττα και φυλάκιση
Το 1867 και το 1868 ο Περίδης συνέχισε ακαταπόνητος την επαναστατική του δραστηριότητα. Αλλά στα τέλη του 1868 οι επαναστάτες είχαν λυγίσει. Πολλοί αγωνιστές διέφυγαν στην ελεύθερη Ελλάδα. Ο Περίδης όμως παρέμεινε και αποφάσισε να μοιραστεί την τύχη του μ’ εκείνους που έπρεπε να παραδοθούν, επειδή κρατούσαν τα μέλη των οικογενειών τους ως ομήρους οι Τούρκοι. Συνολικά 250 αγωνιστές παραδόθηκαν στις οθωμανικές αρχές. Αναφέρεται ότι: «οδηγήθησαν δι’ Αλικιανού εις Χανιά ρακένδυτοι, σχεδόν ανυπόδυτοι, και πεινασμένοι, εν μέσω μυκτηρισμών, γιουχαϊσμών, φωνών και αποδοκιμασιών του Τούρκικου και Ισραηλιτικού όχλου. Εν Χανίοις περιήχθησαν ανά τους δρόμους Κάτωλα και Σπλάντζια προς εξευτελισμόν των και παροχήν διασκεδαστικού θεάματος και ευχαριστήσεως εις τον τουρκικόν όχλον και κατόπιν τους μεν απλούς στρατιώτας απέλυσεν η τουρκική εξουσία αμέσως, τους δε αρχηγούς εκράτησεν εις τας φυλακάς επί περισσότερας ημέρας απολύσασα και αυτούς ύστερον».
Μετά την αποφυλάκισή του ο Περίδης επέστρεψε στο μοναστήρι της Γωνιάς, υπό στενή τουρκική επιτήρηση. Λίγο αργότερα πέθανε ο φίλος και συμπολεμιστής του Τζιγκριτζής, ο επιλεγόμενος Γραμπουσιανός. Στον επικήδειο που εκφώνησε ο Περίδης διατράνωσε την απόφαση των Κρητών να απαλλαγούν το ταχύτερο από τον οθωμανικό ζυγό. Μετά την κηδεία οι Τούρκοι τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν στα Χανιά. Κατέσχεσαν και το αρχείο που διατηρούσε στο μοναστήρι της Γωνιάς και το έκαψαν στην πλατεία του Σιντριβανιού των Χανίων.
Η απόδραση από τις φυλακές της Τραπεζούντας
Από τα Χανιά τον μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη, μετά στο Ικόνιο της Μικράς Ασίας και, τέλος, στην Τραπεζούντα. Εκεί κατόπιν συνεννόησης με κάποιον Έλληνα γιατρό, προφασίστηκε ότι είναι άρρωστος και σε λίγο «πέθανε». Οι Έλληνες της Τραπεζούντας πήγαν στη φυλακή για να πάρουν τον Περίδη και να τον κηδέψουν. Το φέρετρο που είχαν φτιάξει, είχε στο κάτω μέρος οπές για να μπορεί να αναπνέει. Σκηνοθετήθηκε η κηδεία του, τον πήγαν στο ελληνικό κοιμητήριο, αλλά την νύχτα τον πήραν και τον έκρυψαν κάπου. Μετά από λίγο κατάφεραν να τον φυγαδέψουν στην Αθήνα με κάποιους Ιταλούς που έφευγαν από την Τραπεζούντα. Έτσι επέστρεψε στην ελεύθερη Ελλάδα το 1871.
Στην Αθήνα
Στην Αθήνα συνέχισε τη δράση του. Έγινε πρόεδρος του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Κρητών της Αθήνας «Η αναγέννησις» και οργάνωσε αποστολές βιβλίων στην Κρήτη. Το 1876 ίδρυσε μαζί με άλλους τον σύλλογο «Εθνικόν Κέντρον» με στόχο την οργάνωση νέας επανάστασης στο νησί. Βοηθούσε Κρητικούς σπουδαστές, καθώς και τους πρόσφυγες που είχαν φύγει με την επανάσταση του 1866-1869, έκανε εράνους και πρόβαλλε με κάθε ευκαιρία τα δίκαια αιτήματα των Κρητών. Κατά την επανάσταση του 1878 «καίτοι γέρων, ήτο πάλιν αεικίνητος εις Αθήνας συνεργαζόμενος μετά του Νικ. Δεικτάκη, Στ. Ψαρουδάκη, Διομήδη Φανδρίδη, Ρενιέρη, Καρτσώνη, Σκαλίδου, Νικολούδη και άλλων, εις την προετοιμασίαν και διοργάνωσιν ενόπλων αποστολών μετ’ εφοδίων, και ασφαλή διακίνησιν προς τα διάφορα παράλια της Κρήτης, και ιδιαιτέρως της επαρχίας Κισσάμου, υπέρ ης τοσούτον δια τον εξοπλισμόν της εφρόντιζεν».
Για λίγο κατέβηκε και στο νησί μαζί με τους Κ. Κριάρη και Γεώργιο Σκορδίλη. Σε προχωρημένη πλέον ηλικία, στα επαναστατικά γεγονότα των ετών 1895-1898 που οδήγησαν πρώτα στην ανεξαρτησία του νησιού και κατόπιν στην ένωση με την Ελλάδα, έδωσε και πάλι το «παρών». Αυτή τη φορά ο ρόλος του είναι καθαρά συμβουλευτικός. Τον Σεπτέμβριο του 1896 η Γενική Επαναστατική Συνέλευση των Κρητών του απεύθυνε ψήφισμα με το οποίο του εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του λαού της Κρήτης για την προσφορά του. Ενώ παράσημο του απένειμε το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Στα τέλη του 1899 όταν βελτιώθηκε η υγεία του επέστρεψε στην αυτόνομη πλέον Κρήτη. Εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι της Γωνιάς. Πέθανε την 25η Αυγούστου 1903. Η μόνη περιουσία του ήταν τα ράσα του, το μπαστούνι του, ένα τάλιρο και λίγα ψιλά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.