Το τροπάριο της Κασσιανής ψάλλεται το απόγευμα της Μεγάλης Τρίτης, στην ακολουθία του Όρθρου της Μεγάλης Τετάρτης.
«Κύριε η εν πολλαίς αµαρτίαις περιπεσούσα γυνή τη σην αισθοµένη θεότητα µυροφόρου αναλαβούσα τάξιν οδυροµένη, µύρα σοι προ του ενταφιασµού σου κοµίζει. Οίµοι λέγουσα ότι νυξ µοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, Ζοφώδης Τε και ασέληνος έρως της αµαρτίας ∆έξαι µου τας πηγάς των δακρύων ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ, κάµθητι µοι προς τους στεναγµούς της καρδίας ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας αποσµήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής µου βοστρύχοις Ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν Κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα τω φόβω εκρύβη, Αµαρτιών µου τα πλήθη και κριµµάτων µου αβύσσους ης εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ µου. Μη µε την σην δούλην παρίδης ο αµέτρητον έχων το έλεος.»
Μεταγραφή του Φώτη Κόντογλου:
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας. Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου, εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης. Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου, και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου· αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ’ άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε. Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος.
Τροπάριο της Κασσιανής στη ∆ηµοτική Γλώσσα (Απόδοση Κωστής Παλαµάς)
« Κύριε, Η γυναίκα που έπεσε, σε τόσες αµαρτίες, σαν άκουσε, σαν ένοιωσε τη θεϊκή σου Χάρη σαν µυροφόρας ένδυµα, στα κλάµατα πνιγµένη µύρα προ του θανάτου Σου,εντάφια σου φέρνει, και ωιµέ, στενάζει, κλαίει και θρηνεί πολλή µε δέρνει νύχτα ασέληνη και σκοτεινή έρως της αµαρτίας νύχτα που φλέγει και κεντά πόθους ακολασίας.
∆έξου Χριστέ, τα δάκρυα τα πύρινα που χύνω Συ, που στα σύννεφα τραβάς της θάλασσας το κύµα. Γύρισε την συµπόνια Σου, στους στεναγµούς µου, Συ πώγυρες τους ουρανούς στην θεία γέννησή Σου. Τα πόδια σου τα άγια, άφησε να φιλήσω και να σκουπίσω άφησε µε τα ξανθά µαλλιά µου Τα πόδια, που σαν άκουσε τον κρότο τους η Εύα το δειλινό µεσ” στην Εδέµ κρύφθηκε από φόβο Τις τόσες αµαρτίες µου και τη βαθιά Σου κρίση ποιος να µετρήσει ηµπορεί Χριστέ µου, ψυχοσώστη Μη µε αφήνεις έρηµη και ταπεινή σου δούλη Σου, όπου έχεις, ως Θεός άπειρη καλοσύνη».
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας. Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου, εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης. Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου, και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου· αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ’ άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε. Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος.
Τροπάριο της Κασσιανής στη ∆ηµοτική Γλώσσα (Απόδοση Κωστής Παλαµάς)
« Κύριε, Η γυναίκα που έπεσε, σε τόσες αµαρτίες, σαν άκουσε, σαν ένοιωσε τη θεϊκή σου Χάρη σαν µυροφόρας ένδυµα, στα κλάµατα πνιγµένη µύρα προ του θανάτου Σου,εντάφια σου φέρνει, και ωιµέ, στενάζει, κλαίει και θρηνεί πολλή µε δέρνει νύχτα ασέληνη και σκοτεινή έρως της αµαρτίας νύχτα που φλέγει και κεντά πόθους ακολασίας.
∆έξου Χριστέ, τα δάκρυα τα πύρινα που χύνω Συ, που στα σύννεφα τραβάς της θάλασσας το κύµα. Γύρισε την συµπόνια Σου, στους στεναγµούς µου, Συ πώγυρες τους ουρανούς στην θεία γέννησή Σου. Τα πόδια σου τα άγια, άφησε να φιλήσω και να σκουπίσω άφησε µε τα ξανθά µαλλιά µου Τα πόδια, που σαν άκουσε τον κρότο τους η Εύα το δειλινό µεσ” στην Εδέµ κρύφθηκε από φόβο Τις τόσες αµαρτίες µου και τη βαθιά Σου κρίση ποιος να µετρήσει ηµπορεί Χριστέ µου, ψυχοσώστη Μη µε αφήνεις έρηµη και ταπεινή σου δούλη Σου, όπου έχεις, ως Θεός άπειρη καλοσύνη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.