ΕΓΚΑΙΝΙΑ

Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

"ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ Η ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ".

Από το βιβλίο: "ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ Η ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ"
Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΗ ΔΥΣΗ

Κεφάλαιο 6 - Οι σκοτεινοί χρόνοι

Στη  δυτική ιστοριογραφία, οι αιώνες από τον 6ο ως τον 11ο ονομάζονται συνήθως «Σκοτεινοί Χρόνοι» (Dark Ages). Είναι μια εποχή για την οποία έχουμε λιγοστές πηγές, οι οποίες πάντως μας βοηθάνε να σχηματίσουμε μια εικόνα για την κατάσταση της Δυτικής Ευρώπης στις αρχές του Μεσαίωνα. (Παράδειγμα τα έργα, του Γρηγορίου της Τουρ το 590, του λεγόμενου Φρεντεγκάρ το 660, του Παύλου Διακόνου το 780, κλπ). Είναι μια Ευρώπη βυθισμένη στην αμάθεια, όπου χάνονται ραγδαία οι γνώσεις που είχαν συσσωρευτεί στα 1500 χρόνια ελληνικού και ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Η ελληνική παιδεία εξαφανίζεται στη Γαλατία από το 500 περίπου και στην Ισπανία από το 600.  Ακόμη και ο περίφημος Ισίδωρος της Σεβίλλης (που αργότερα θα θεωρηθεί ως μια από τις αυθεντίες του δυτικού μεσαίωνα) δεν γνώριζε ελληνικά.
Τα έργα των μεγάλων φιλοσόφων και ποιητών εξαφανίζονται: το 750 κανείς πια δεν έχει στη διάθεσή του τον Αριστοτέλη ή τον Αισχύλο, για τον απλό λόγο ότι μετριούνται στα δάχτυλα αυτοί που γνωρίζουν έστω γραφή και ανάγνωση. Επομένως δεν υπάρχει καν η δυνατότητα αντιγραφής και διάσωσης χειρογράφων. Έτσι κι αλλιώς οι βάρβαροι ηγεμόνες των Λογγοβάρδων, των Φράγκων και των Τευτόνων δε δείχνουν το παραμικρό ενδιαφέρον για οτιδήποτε πέρα από τον πόλεμο. Μια μικρή εξαίρεση υπήρξε η βασιλεία του Καρλομάγνου, ο οποίος συγκέντρωσε στην αυλή του ορισμένους μορφωμένους της εποχής. Από κει και πέρα οι δυτικοί ιστορικοί έκαναν πολύ θόρυβο για το τίποτα, μιλώντας για «Καρολίγγεια αναγέννηση» και άλλα φανταχτερά. Με το θάνατο του Καρλομάγνου σταμάτησε και πάλι η καλλιέργεια των γραμμάτων στη Φραγκία και τη Γερμανία. Είχαν χαθεί ακόμη για πολλούς αιώνες οι τεχνικές γνώσεις των Ρωμαίων, όπως η κατασκευή δρόμων και γεφυρών. Το 820, ο βιογράφος του Καρλομάγνου Einhard γράφει με περηφάνεια το πως ο βασιλιάς του κατάφερε να χτίσει μια γέφυρα στο Ρήνο – έργο ρουτίνας για τη ρωμαϊκή τεχνολογία.


Ο Αριστοτέλης θα παραμείνει άγνωστος στη Δύση ως το 13ο αιώνα, οπότε και η ανακάλυψή του θα προκαλέσει επανάσταση στη δυτικοευρωπαϊκή σκέψη. Μάλιστα οι αφελείς δυτικοευρωπαίοι της εποχής νόμισαν ότι είχαν στα χέρια τους ένα πανίσχυρο νέο εργαλείο με το οποίο θα προωθούσαν τη φιλοσοφική και θεολογική σκέψη πολύ πέρα από κει που την είχαν φτάσει οι «Γραικοί». Από κει προέκυψε και η αλαζονεία του σχολαστικισμού, στον οποίο προσκολλήθηκε επί αιώνες η Λατινική Εκκλησία, θεωρώντας τον ως το μέγιστο θεολογικό επίτευγμα του ανθρώπινου πνεύματος. Το ότι στην Κωνσταντινούπολη δεν είχε χαθεί ποτέ ο Αριστοτέλης και οι ελληνόφωνοι Πατέρες δημιουργούσαν επί αιώνες μια υψηλού επιπέδου σύνθεση ελληνισμού και χριστιανισμού, πέρασε στα ψιλά γράμματα των δυτικών ιστορικών.
Είναι ενδιαφέρον να δούμε για λίγο την εικόνα την οποία παρουσιάζει η Δυτική Ευρώπη αυτή την περίοδο, μέσα από τις λιγοστές πηγές που προαναφέραμε. Ήδη το 590 όταν γράφει ο Γρηγόριος της Τουρ, η ελληνική πολιτιστική παράδοση έχει εξαφανιστεί στη Γαλατία. Στα δέκα βιβλία της Historiae Francorum του Γρηγορίου δεν μοιάζει να υπάρχει η παραμικρή γνώση ελληνικής φιλολογίας. Μια ατέλειωτη εναλλαγή σφαγών και λεηλασιών διαπερνάει όλο το έργο, σχηματίζοντας μια εικόνα για την οποία θλίβεται και ο ίδιος ο συγγραφέας. Τα πάντα γύρω του γκρεμίζονται και χάνονται και αυτός προσπαθεί, σχεδόν απελπισμένα, να περισώσει για τις μελλοντικές γενιές τα συμβάντα της εποχής του. Ορίστε τι λέει στην εισαγωγή: «Στις πόλεις της Γαλατίας το λογοτεχνικό γράψιμο έχει μειωθεί τόσο ώστε να έχει ουσιαστικά εξαφανιστεί εντελώς. Πολλοί είναι αυτοί που παραπονιούνται γι’ αυτό, όχι μια φορά αλλά ξανά και ξανά. «Τι φτωχή περίοδος που είναι αυτή» ακούγονται να λένε. Αν ανάμεσα στο λαό μας δεν υπάρχει ούτε ένας που να μπορεί να γράψει σε βιβλίο αυτά που συμβαίνουν σήμερα, τότε η καλλιέργεια των γραμμάτων είναι στ’ αλήθεια νεκρή για μας».
Ωστόσο η ανάλυση των παραπομπών του Γρηγορίου της Τουρ δείχνει τουλάχιστον είχε στη διάθεση του αρκετές λατινόγλωσσες πηγές: μια μετάφραση των «Χρονικών» του Ευσεβίου, τον Ορόσιο, τον Σιδώνιο Απολλινάριο, κ.ά.  Έτσι η «Ιστορία των Φράγκων» του διατηρεί κάποια δομή, κάποια λογική συνέχεια, τα γεγονότα μπαίνουν σε κάποια τάξη. Αν δεν σώζεται ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός γύρω του, διατηρείται ακόμη η ανάμνηση του και ο τρόπος συγγραφής της Ιστορίας. Ο Γρηγόριος είναι ο τελευταίος γνωστός Ρωμαίος συγγραφέας της Γαλατίας...
Λίγες δεκαετίες αργότερα, τα πράγματα έχουν χειροτερέψει πολύ περισσότερο. Στο φραγκικό Χρονικό  του λεγόμενου Φρεντεγκάρ (σχεδόν μοναδική πηγή για τη Γαλλία του 7ου αιώνα), γραμμένο περί το 660, ο αναγνώστης δύσκολα βρίσκει το δρόμο του μέσα στην αποσπασματική διήγηση του συγγραφέα. Διάφορες φραγκικές αυλές εναλλάσσονται η μια μετά την άλλη, παράδοξα της φύσης (πλημμύρες, μετεωρίτες, κλπ) μπλέκονται με τη διήγηση κάποιας διπλωματικής αποστολής, τα μικρά και ασήμαντα συγχέονται με τα μεγάλα χωρίς καμιά απόπειρα κριτικής κατάταξης, και ο συγγραφέας μένει συχνά απορημένος μπροστά στα ακατανόητα ενός πλατύτερου κόσμου για τον οποίο δε γνωρίζει τίποτα. Διαβάζοντας τον Φρεντεγκάρ έχει κάποιος την αίσθηση ότι η ανθρωπότητα ξαναγυρνάει 1500 χρόνια πίσω, στην εποχή πριν από τον Όμηρο, στην εποχή όπου ο άνθρωπος δεν έχει βάλει ακόμη σε τάξη το γύρω κόσμο, δεν μπορεί να σχηματίσει μια συνολική εικόνα και μια λογική αλληλουχία για το τι συμβαίνει γύρω του. Όλα θυμίζουν την εποχή της ελληνικής μυθολογίας, μια προ-ιστορική περίοδο όπου ο άνθρωπος είναι έρμαιο κάποιων άλογων δυνάμεων, ανήμπορος να αντισταθεί ή να κατανοήσει τι του συμβαίνει. Και δεν είναι παράξενο που η δυτικοευρωπαϊκή μυθολογία ανάγεται ακριβώς σ’ αυτή την περίοδο: οι θρύλοι των Νιμπελούγκεν, του βασιλιά Αρθούρου, κλπ. Κι όμως! Η προϊστορική αυτή εποχή είχε λήξει για την Ευρώπη 1200 χρόνια νωρίτερα, όταν ακτινοβόλησε το ελληνικό πνεύμα από την Ιωνία και την Αττική. Και τώρα, τον 7ο μ.Χ. αιώνα, η Δυτική Ευρώπη αναγκαζόταν να γυρίσει τόσους αιώνες πίσω και να ξαναρχίσει από το μηδέν, εξαιτίας της επικράτησης των βαρβάρων στη δυτική Ρωμανία...
Στη Γαλατία, η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία λόγω του ρόλου τον οποίο θα παίξει επί Καρλομάγνου, ο 7ος αιώνας τελειώνει με την πλήρη κατάρρευση του τελευταίου διοικητικού θεσμού που είχε απομείνει, της Εκκλησίας. Μεταξύ 670 και 790 παρατηρείται ένα τεράστιο κενό στις επισκοπές. Για 150 περίπου χρόνια δεν υπάρχει επίσκοπος σε πρώην ακμάζουσες πόλεις, όπως η Μασσαλία, η Νιμ, η Λιμόζ, η Μπορντώ, η Αντίμπ, η Γενεύη, η Arles και πολλές ακόμη. Σύμφωνα με τον Pirenne, το χάσμα είναι τόσο γενικό, ώστε δεν μπορεί να οφείλεται σε τυχαία απώλεια των πηγών. Μάλλον πρέπει να αποδοθεί σε μια κοινή βαθύτερη αιτία.  Φαίνεται πως οι πόλεις, η αστική ζωή γενικότερα, παρήκμασαν τόσο που στο τέλος δεν ήταν σε θέση να διατηρήσουν ούτε επίσκοπο. Αυτό ήταν και το οριστικό τέλος του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού στην περιοχή.
Η παρακμή του αστικού τρόπου ζωής συνοδεύεται από την κατάρρευση του οικονομικού συστήματος και των εμπορικών ανταλλαγών. Πάνω σ’ αυτό το θέμα υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία (κυρίως από Γάλλους ιστορικούς) και θα ήταν έξω από τα πλαίσια της μελέτης μας να επαναλάβουμε εδώ τα πορίσματά της. Πάντως η εικόνα που προκύπτει δείχνει μια δυτική Ευρώπη που επιστρέφει στην κλειστή, αυτάρκη οικονομία, με επακόλουθο μια σημαντική πτώση στο επίπεδο διαβίωσης. Εκεί όπου τα ρωμαϊκά πλοία εκτελούσαν τακτικά εμπορικά δρομολόγια ανάμεσα στην Αλεξάνδρεια και τη Ρώμη ή στη Συρία και τη Μασσαλία, τώρα κάθε περιοχή κλείνεται στον εαυτό της και αρκείται στην τοπική παραγωγή. Προϊόντα όπως ο πάπυρος και το μετάξι, εξαφανίζονται στη Δύση και μετατρέπονται σε αποκλειστικό προνόμιο της ελεύθερης Ρωμανίας.
Εκεί όμως που η διαφορά της Δύσης με την ελεύθερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία γίνεται ιδιαίτερα αποκαλυπτική είναι στη νομισματική κυκλοφορία. Ενώ στην Κωνσταντινούπολη κυκλοφορεί πάντα το χρυσό «νόμισμα» (solidus), στη Φραγκία του 7ου και 8ου αιώνα ουσιαστικά παύει να κυκλοφορεί χρήμα. Σε συμβόλαια του 8 ου αιώνα συχνά οι τιμές αναγράφονται σε μονάδες δημητριακών ή ζώων.  Αυτό σημαίνει ότι έχει σταματήσει η κυκλοφορία χρημάτων και η οικονομία επιστρέφει και πάλι στο στάδιο της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Είναι ένα πρωτόγονο στάδιο το οποίο είχε ξεπεράσει η Ευρώπη από το 600 π.Χ. με την πρώτη εμφάνιση των ελληνικών νομισμάτων, και το οποίο δημιουργεί τεράστιες δυσκολίες στην οικονομία ενός τόπου.
Για να γίνει αντιληπτή η διαφορά Φραγκίας και Ρωμανίας πάνω σ’ αυτό, αρκεί να θυμίσουμε ότι η Κωνσταντινούπολη διατήρησε ανόθευτο το χρυσό «νόμισμα» από την εποχή του Μεγ. Κωνσταντίνου μέχρι του 1078. Στη διάρκεια αυτών των 750 χρόνων, το «νόμισμα» αποτελούσε το μοναδικό αξιόπιστο χρήμα σε όλη την Ευρώπη, αλλά και πέρα απ’ αυτήν (π.χ. στα Αραβικά χαλιφάτα). Το solidus, όπως ήταν η  λατινική ονομασία του, περιείχε σταθερά 4,48 γραμμάρια χρυσού και ήταν το καθιερωμένο νόμισμα στις διεθνείς συναλλαγές, το «δολλάριο της μεσαιωνικής περιόδου», όπως σωστά έχει αποκληθεί. Οι υπηρεσίες, οι μισθοί, τα προϊόντα, οι φόροι και τα κατά καιρούς λύτρα σε εχθρούς εκφράζονταν όλα σε «νομίσματα» τα οποία είχαν σταθερή αξία επί οκτώ αιώνες. Πρόκειται για το μακροβιότερο παράδειγμα νομισματικής σταθερότητας σε ολόκληρη την Ιστορία της Ευρώπης.

Ασχοληθήκαμε σε κάποια έκταση με την περιγραφή της Δυτικής Ευρώπης κατά τους «σκοτεινούς χρόνους» για δυο λόγους. Πρώτο, διότι έτσι αποδίδεται πιο ανάγλυφα η διαφορά με τη «βυζαντινή» αυτοκρατορία η οποία συνέχισε να διατηρεί και να καλλιεργεί τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό μέσα σε συνθήκες οικονομικές ευμάρειας εντελώς άγνωστες στη Δύση. Και δεύτερο, διότι αυτήν ακριβώς την περίοδο, τη γεμάτη βαρβαρότητα και σκοτάδι, γεννήθηκαν οι θρασύτατοι ισχυρισμοί των Φράγκων περί της ανωτερότητας της θεολογίας τους και του πολιτισμού τους. Οι ισχυρισμοί αυτοί, όπως θα δούμε, συνοδεύτηκαν από συστηματική πλαστογράφηση της Ιστορίας και επίμονη κατασυκοφάντηση των ελεύθερων Ρωμαίων.
Η κατασυκοφάντηση του «Βυζαντίου» ήταν απαραίτητη για την απόκρυψη του μεγέθους της βαρβαρότητας της μεσαιωνικής Δύσης, αφού η ύπαρξη και μόνον του πολιτισμού της Ρωμανίας...........σχολιο ιστολογιου μας : ελεγχε συνειδησιακα τους Φραγκους !

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.