ΕΓΚΑΙΝΙΑ

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι


Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι

Αγουρο ακομα το ξημέρωμα... 
Σχεδον στο τελος του ορθρου, αναμενοντας με οδυνη και ελπιδα, την αρρητη Θεια Μυσταγωγια, που ανακαινιζει και αφθαρτοποιει τον γηρασμενο κοσμο, τον δυσκολεμενο, και τον μπερδεμενο, το νεο Καλογερι, ανεβηκε ασθμαινοντας, τις πολυκαιρισμενες ξυλινες σκαλες, που ετριζαν απο το βαρος του χρονου, του πονου και του κοπου, των ανθρωπων που κληθηκαν να διακονουν, τοσο κατα την αισθητη, οσο και κατα την νοητη τους αναβαση.

Μπαινοντας στο Νοσοκομειο της Μονης της μετανοιας του, ειδε εξαισιον θεαμα.
Κοντοσταθηκε..
Εδω μια αλλης ταξεως μυσταγωγια προσωπικη, τελουταν εν σιωπη και κρυφιως.
Το βαρυφορτωμενο απο τις δεκαετιες οσιο γεροντακι, το οποιο ειχε στην ευθυνη του, ανασηκωμενο με το ελαχιστο, το εσχατο αποθεμα των δυναμεων του, κοιτουσε ευθεια προς τον ξυλινο Εσταυρωμενο, απεναντι στον ξεφλουδισμενο τοιχο.
Ασαλευτο το βλεμμα του προσευχομενου γεροντος.
Μια νοητη γραμμη απειρως και αρρητως ενωμενη με τον Κτιστη.
Αδιαφορουσε απολυτα για το διπλανο μεγαλο μισανοιχτο παραθυρο, που εβλεπε στο πελαγος, χαριζοντας δωρεαν απλοχερα θεια θεα, φυσικης αποκαλυψεως, εξω στην πανεμορφη φυση που ησυχαζε και αυτη, αναμενοντας τον ερχομο του παμφαεστατου διακονητη ηλιου, που θα την φωτιζε ακομα μια μερα, παλι και παλι, αναμενοντας την αγια ωρα, που θα φανει, ο Νοητος Ηλιος της Δικαιοσυνης, και αυτος ο φυσικος, να κανει τελεια και αδιακριτη υπακοη στον Κυριο του, και να σβησει ταπεινα, ολοκληρωνοντας το εργοχειρο που του ανατεθηκε.
Εμεινε να τον κοιταζει ορθιος στην εισοδο, κρυμμενος απο την θεα του, με ενα εκστατικο δεος, τον σεβασμο του πρωταρη,
που βλεπει τον δασκαλο, να ειναι στο απογειο της γνωσης και της τεχνης του, εντρυφωντας και απομυζωντας με ολο το ειναι του, την μυστικη και νηπτικη εκεινη πατερικη μορφη.
Με εναν ιερο, παιδικο, αθωο σεβασμο, ενα βλεμμα ανεξηγητης υφης και ποιοτητας, πληρες στοργικης αγαπης, που πηγαζε απο μεσα του βαθια, χωρις να την εξωτερικευει, αλλα χωρις να μπορει να την ερμηνευσει.
Ανεξιχνιαστο μυστηριο ο ανθρωπος..
Ικανος για τον ουρανο, αλλα και την ιδια στιγμη για τα βαραθρα.
Μεγας, μεσα στην τραγικοτητα του, οταν διαγει εν ταπεινωσει κερδιζει τα υψηλα, και εν πτωχεια κατακτα τα πλουσια, και συναμα τραγικος μεσα στην ψευτομεγαλωσυνη του, οταν ζητα να γινει ισοθεος, και αυτοθεος, παρασυρμενος απο την εγωϊστικη του πλανη, χανει τα παντα, και κερδιζει μονο θανασιμο βραβειο, το αδιεξοδο των χωματενιων φιλοδοξιων του.
Αλλος μαζευει ευλογια και χαρη, με πνευμα, και σκορπιζει αγαπη και ελπιδα, και αλλος μαζευει πλουτο και δοξα, με αιμα, και σκορπαει οδυνη και πονο.
Ας ειναι.
Ολα ειναι ανοιχτα, και ολα παιζονται, πανω στο νημα της ελευθεριας και της μετανοιας, εως εσχατου αναπνοης, ο Παραδεισος παραμενει μια Τραπεζα Αγαπης, ανοιχτη για ολους, νηστικους και διψασμενους, οπου γης, σε ολους τους καιρους και τις περιστασεις, αρκει να θελησουν να γευτουν το υδωρ το αλλομενον, εις ζωην αιωνιον.
Το γεροντακι, αρρωστο, καταβεβλημενο, φθαρμενο εξωτερικα, αλλα ανακαινισμενο και ακμαιο, ολοενα, καθε μερα και πιο πολυ, εσωτερικα, τραβουσε με χαρη και ρυθμο, το τρακοσαρι κομποσχοινι του.
Ναι ηταν το ιδιο που ειχε παρει στην κουρα του, μαζι γερασανε, μαζι αγωνιστηκανε, και μαζι θα τα περνουσανε ολα τα μονοπατια που οδηγουν στην λυτρωση, αργοψιθυριζοντας, την ευχη, μια παρεα αχωριστη, ανθρωπος και υλη, αγιασμενα και προορισμενα στον σκοπο του Θεου, στην αχρονη αγκαλια Του, σαν καλολαδωμενη βιομηχανικη, βαριας παραγωγης μηχανη,
αλανθαστη και ακουραστη, που παρα τα χρονια της, παρηγαγε εργο, εργο ωφελιμο, εργο ψυχοσωτηριο, εργο υπερ του συμπαντος κοσμου, υπερ παντων, αγνοουντων και φιλων και πολεμιων.
Ο Μοναχος, περνωντας δια της διηνεκους εκουσιας βιας, απο το παρα φυσιν, στο κατα φυσιν, ανεβαινει και ανερχεται δια της Χαριτος, στο υπερ φυσιν, και προσευχεται υποστατικα, περιεκτικα, συνενωνοντας στο προσωπο του,
τον παγγενη Αδαμ, και δεομενος υπερ ολων, ζωντων και κεκοιμημενων, να σωθουν, να αγιασθουν να γνωρισθουν υπο του Θεου, και να ζησουν να ζησουν αληθινα και για παντα.
Προχωρησε λιγα βηματα, εφτασε στο προσκεφαλο του γεροντα.
Παππουλη μου, ευλογειτε, τον ρωτησε οσο πιο απαλα μπορουσε, θελεις κατι, να σου φερω, πως εισαι, πως αισθανεσαι;
Εισεπραξε αμεσως μια κινηση αποτομη, και μια αποστροφη, οπως το μικρο παιδι που το αποσπουν απο το παιχνιδι της ζωης του, που ειναι ιερο για κεινο και το τρεφει και το ζωογονει, για να του ικανοποιησουν τις προσκαιρες φυσικες του αναγκες.
Αχ, παιδι μου, ο Κυριος να σε ευλογει, γιατι με εκοψες;
Eυλογησον γεροντα, πρεπει να παρεις τροφη και τα φαρμακα σου.
Εχω ουρανια τροφη παιδι μου και το φαρμακο που γιατρευει τα παντα, την συνομιλια με τον Κυριο, τι αλλο να ζητησω;
Η ωρα ηταν καταλληλη..
Το Καλογερι, ρωτησε με ευσεβες θρασος, αλλα και αγωνια μαζι, καθως ηξερε οτι δεν θα ειναι για πολυ ακομα μαζι, αλλωστε ο ιδιος ο γεροντας του το ειχε πει, οτι φευγει οπου να'ναι, και παει εκει, οπου ειχε ποθησει απο την κοιλια της μανας του, κοντα στον παμποθητο Κυριο του και Θεο του.
Γεροντα, πες μου λογο, τι καταλαβες απο την ζωη σου, τι αποκομισες απο την εμπειρια σου, πως να πορευθω, και τι να προσεξω;
H στιγμη κρεμοταν απο την σιωπη, οπως τα απλωμενα ρουχα στην αυλη, και η ανασα του ακομα, σχεδον δεν εβγαινε για να μην την ταραξει.
Παιδι μου, παιδακι μου, του ειπε και τον κοιταξε, με πατρικο βλεμμα.
Τιποτα δεν καταλαβα, και τιποτα δεν αποκομισα, κατα το ανθρωπινο.
Αδειασα για να γεμισω με τον Χριστο.
Εσβησα τα παντα, για να γραψει μεσα μου ο Χριστος.
Χαθηκα απο ολους για να με βρει ο Χριστος.
Ολα τα πεταξα, και τα απαρνηθηκα, για να κερδισω τον Χριστον.
Καμμια εμπειρια και καμμια γνωση, δεν θα σε βοηθησει, εαν δεν εχεις τον Χριστο μονο ποθο, μονη θεα, μονη σκεψη, μονη εννοια, συνεχως μπροστα σου, στοχο και σκοπο, νοημα και δρομο, μεχρι να Τον κερδισεις, και να σε κερδισει.
Ολα τα κανουμε για τον Χριστο.
Και την υπακοη, και την μελετη, και το διακονημα,
και την αγαπη, και την λατρεια, και την υπομονη,
και την αμαρτια ακομα, οταν την κανουμε,
πρεπει να την δινουμε στον Χριστο να μας την συγχωρει.
Αυτο εχω να σου δωσω.
Δεν εχω συμβουλες και παραινεσεις λογους και θεολογια.
Αγαπησε τον Χριστο, και δωσε τα παντα, τα δικα σου, τα μικρα και τα ανθρωπινα, την λασπη και το χωμα, για να τα λαβεις τα θεια, τα αιωνια, τα ατιμητα και τα αφθαρτα, τα δικα Του.
Εχε την ευχη μου, και αγωνισου, αγωνισου, να βρεις τον Χριστον.
Δακρυα και σιωπη ακολουθησαν, και ο χρονος σταματησε.
Αναρωτηθηκε το Καλογερι..
Ποιος πραγματικα ωφελειται εδω, και ποιος φροντιζει ποιον;
Eγω διακονω, και αυτος με διδασκει, εγω ξεκινω και αυτος εχει φτασει, εγω μπαινω στον στιβο, και αυτος παει για το βαθρο των νικητων, εγω ζω προσκαιρα και βιολογικα, αυτος ζει ηδη αιωνια και πνευματικα, εγω περπατω και σερνομαι, αυτος πεταει και φτερουγιζει σε υψη δυσθεωρητα και απεραντα.
Τον θαυμασε.
Φανταστηκε τον εαυτο του μετα απο χρονια, στην ιδια θεση.
Να εχει αγωνιστει τον αγωνα τον καλο, κρυμμενος απο τα ματια του τυφλου κοσμου, να εχει τελεσει τον δρομο, μη λογαριαζοντας κοπο και πονο, να εχει τηρησει την πιστη, οτι και εαν συναντησει, και να περιμενει τον αμαραντο στεφανο, απο τον αθλοθετη Μεγαλομαρτυρα του Γολγοθα, ηρεμος και αναπαυμενος ενωπιον Του.
Μακρινος και τραχυς ο δρομος, και το ξημερωμα αργει, τον προλαβε ο αντιδικος, για να του σκορπισει την απελπισια, και να του χαλασει την κατασταση που ζουσε.
Τον αγνοησε. Θλιβοταν αλλα δεν απελπιζοταν ποτε.
Αλλα στραφηκε παλι στον γεροντα, με λογισμο και μ'ονειρο.
Προσευχησου για μενα, παπουλη μου, προσευχησου.
Ας ειναι ευλογημενο παιδι μου, θα προσευχηθω, και αυριο το δειλινο, που θα φυγω, θα σου δωσω κατι απο μενα, κατι πολυ προσωπικο, που δεν θα στο παρει κανεις, παρα μονο εαν το δωσεις απο μονος σου, εαν αποκαμεις και προδωσεις, μη γενοιτο.
Τι θα μου δωσεις Παππουλη μου αγαπημενε;
Θα σου δωσω παιδακι μου, σαν νοητη σκυταλη, την ευχη μου την στερνη, να μπεις και εσυ δυνατα στον στιβο, να αγωνιστεις, να τρεξεις να κουραστεις και να πονεσεις, να περασεις μπροστα απο τα πληθη τα αλαλαζοντα, τους λογισμους και τους πειρασμους, της ζωης, και να φτασεις νικητης στο τερμα, ωστε και εσυ αξια και δικαια να σταθεις, στην γραμμη της ακρας ταπεινωσης και της υπομονης, που ειναι το τερμα για ολους, και να πεις:

"Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα, λοιπόν, απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος ον αποδώσει μοι Κυριος εν εκείνη τη ημέρα."
Παυλος Αποστολος των Εθνων.
Β΄Τιμοθ. δ΄7
Αμην, παιδι μου, ο Χριστος μαζι σου, και με ολον τον κοσμο..

Αγουρο ακομα το ξημέρωμα...
Σχεδον στο τελος του ορθρου, αναμενοντας με οδυνη και ελπιδα, την αρρητη Θεια Μυσταγωγια, που ανακαινιζει και αφθαρτοποιει τον γηρασμενο κοσμο, τον δυσκολεμενο, και τον μπερδεμενο, το νεο Καλογερι, ανεβηκε ασθμαινοντας, τις πολυκαιρισμενες ξυλινες σκαλες, που ετριζαν απο το βαρος του χρονου, του πονου και του κοπου, των ανθρωπων που κληθηκαν να διακονουν, τοσο κατα την αισθητη, οσο και κατα την νοητη τους αναβαση.
Μπαινοντας στο Νοσοκομειο της Μονης της μετανοιας του, ειδε εξαισιον θεαμα.
Κοντοσταθηκε..
Εδω μια αλλης ταξεως μυσταγωγια προσωπικη, τελουταν εν σιωπη και κρυφιως.
Το βαρυφορτωμενο απο τις δεκαετιες οσιο γεροντακι, το οποιο ειχε στην ευθυνη του, ανασηκωμενο με το ελαχιστο, το εσχατο αποθεμα των δυναμεων του, κοιτουσε ευθεια προς τον ξυλινο Εσταυρωμενο, απεναντι στον ξεφλουδισμενο τοιχο.
Ασαλευτο το βλεμμα του προσευχομενου γεροντος.
Μια νοητη γραμμη απειρως και αρρητως ενωμενη με τον Κτιστη.
Αδιαφορουσε απολυτα για το διπλανο μεγαλο μισανοιχτο παραθυρο, που εβλεπε στο πελαγος, χαριζοντας δωρεαν απλοχερα θεια θεα, φυσικης αποκαλυψεως, εξω στην πανεμορφη φυση που ησυχαζε και αυτη, αναμενοντας τον ερχομο του παμφαεστατου διακονητη ηλιου, που θα την φωτιζε ακομα μια μερα, παλι και παλι, αναμενοντας την αγια ωρα, που θα φανει, ο Νοητος Ηλιος της Δικαιοσυνης, και αυτος ο φυσικος, να κανει τελεια και αδιακριτη υπακοη στον Κυριο του, και να σβησει ταπεινα, ολοκληρωνοντας το εργοχειρο που του ανατεθηκε.
Εμεινε να τον κοιταζει ορθιος στην εισοδο, κρυμμενος απο την θεα του, με ενα εκστατικο δεος, τον σεβασμο του πρωταρη,
που βλεπει τον δασκαλο, να ειναι στο απογειο της γνωσης και της τεχνης του, εντρυφωντας και απομυζωντας με ολο το ειναι του, την μυστικη και νηπτικη εκεινη πατερικη μορφη.
Με εναν ιερο, παιδικο, αθωο σεβασμο, ενα βλεμμα ανεξηγητης υφης και ποιοτητας, πληρες στοργικης αγαπης, που πηγαζε απο μεσα του βαθια, χωρις να την εξωτερικευει, αλλα χωρις να μπορει να την ερμηνευσει.
Ανεξιχνιαστο μυστηριο ο ανθρωπος..
Ικανος για τον ουρανο, αλλα και την ιδια στιγμη για τα βαραθρα.
Μεγας, μεσα στην τραγικοτητα του, οταν διαγει εν ταπεινωσει κερδιζει τα υψηλα, και εν πτωχεια κατακτα τα πλουσια, και συναμα τραγικος μεσα στην ψευτομεγαλωσυνη του, οταν ζητα να γινει ισοθεος, και αυτοθεος, παρασυρμενος απο την εγωϊστικη του πλανη, χανει τα παντα, και κερδιζει μονο θανασιμο βραβειο, το αδιεξοδο των χωματενιων φιλοδοξιων του.
Αλλος μαζευει ευλογια και χαρη, με πνευμα, και σκορπιζει αγαπη και ελπιδα, και αλλος μαζευει πλουτο και δοξα, με αιμα, και σκορπαει οδυνη και πονο.

Ας ειναι.
Ολα ειναι ανοιχτα, και ολα παιζονται, πανω στο νημα της ελευθεριας και της μετανοιας, εως εσχατου αναπνοης, ο Παραδεισος παραμενει μια Τραπεζα Αγαπης, ανοιχτη για ολους, νηστικους και διψασμενους, οπου γης, σε ολους τους καιρους και τις περιστασεις, αρκει να θελησουν να γευτουν το υδωρ το αλλομενον, εις ζωην αιωνιον.
Το γεροντακι, αρρωστο, καταβεβλημενο, φθαρμενο εξωτερικα, αλλα ανακαινισμενο και ακμαιο, ολοενα, καθε μερα και πιο πολυ, εσωτερικα, τραβουσε με χαρη και ρυθμο, το τρακοσαρι κομποσχοινι του.
Ναι ηταν το ιδιο που ειχε παρει στην κουρα του, μαζι γερασανε, μαζι αγωνιστηκανε, και μαζι θα τα περνουσανε ολα τα μονοπατια που οδηγουν στην λυτρωση, αργοψιθυριζοντας, την ευχη, μια παρεα αχωριστη, ανθρωπος και υλη, αγιασμενα και προορισμενα στον σκοπο του Θεου, στην αχρονη αγκαλια Του, σαν καλολαδωμενη βιομηχανικη, βαριας παραγωγης μηχανη,
αλανθαστη και ακουραστη, που παρα τα χρονια της, παρηγαγε εργο, εργο ωφελιμο, εργο ψυχοσωτηριο, εργο υπερ του συμπαντος κοσμου, υπερ παντων, αγνοουντων και φιλων και πολεμιων.
Ο Μοναχος, περνωντας δια της διηνεκους εκουσιας βιας, απο το παρα φυσιν, στο κατα φυσιν, ανεβαινει και ανερχεται δια της Χαριτος, στο υπερ φυσιν, και προσευχεται υποστατικα, περιεκτικα, συνενωνοντας στο προσωπο του,
τον παγγενη Αδαμ, και δεομενος υπερ ολων, ζωντων και κεκοιμημενων, να σωθουν, να αγιασθουν να γνωρισθουν υπο του Θεου, και να ζησουν να ζησουν αληθινα και για παντα.
Προχωρησε λιγα βηματα, εφτασε στο προσκεφαλο του γεροντα.
Παππουλη μου, ευλογειτε, τον ρωτησε οσο πιο απαλα μπορουσε, θελεις κατι, να σου φερω, πως εισαι, πως αισθανεσαι;
Εισεπραξε αμεσως μια κινηση αποτομη, και μια αποστροφη, οπως το μικρο παιδι που το αποσπουν απο το παιχνιδι της ζωης του, που ειναι ιερο για κεινο και το τρεφει και το ζωογονει, για να του ικανοποιησουν τις προσκαιρες φυσικες του αναγκες.
Αχ, παιδι μου, ο Κυριος να σε ευλογει, γιατι με εκοψες;
Eυλογησον γεροντα, πρεπει να παρεις τροφη και τα φαρμακα σου.
Εχω ουρανια τροφη παιδι μου και το φαρμακο που γιατρευει τα παντα, την συνομιλια με τον Κυριο, τι αλλο να ζητησω;
Η ωρα ηταν καταλληλη..
Το Καλογερι, ρωτησε με ευσεβες θρασος, αλλα και αγωνια μαζι, καθως ηξερε οτι δεν θα ειναι για πολυ ακομα μαζι, αλλωστε ο ιδιος ο γεροντας του το ειχε πει, οτι φευγει οπου να'ναι, και παει εκει, οπου ειχε ποθησει απο την κοιλια της μανας του, κοντα στον παμποθητο Κυριο του και Θεο του.
Γεροντα, πες μου λογο, τι καταλαβες απο την ζωη σου, τι αποκομισες απο την εμπειρια σου, πως να πορευθω, και τι να προσεξω;
H στιγμη κρεμοταν απο την σιωπη, οπως τα απλωμενα ρουχα στην αυλη, και η ανασα του ακομα, σχεδον δεν εβγαινε για να μην την ταραξει.
Παιδι μου, παιδακι μου, του ειπε και τον κοιταξε, με πατρικο βλεμμα.
Τιποτα δεν καταλαβα, και τιποτα δεν αποκομισα, κατα το ανθρωπινο.
Αδειασα για να γεμισω με τον Χριστο.
Εσβησα τα παντα, για να γραψει μεσα μου ο Χριστος.
Χαθηκα απο ολους για να με βρει ο Χριστος.
Ολα τα πεταξα, και τα απαρνηθηκα, για να κερδισω τον Χριστον.
Καμμια εμπειρια και καμμια γνωση, δεν θα σε βοηθησει, εαν δεν εχεις τον Χριστο μονο ποθο, μονη θεα, μονη σκεψη, μονη εννοια, συνεχως μπροστα σου, στοχο και σκοπο, νοημα και δρομο, μεχρι να Τον κερδισεις, και να σε κερδισει.
Ολα τα κανουμε για τον Χριστο.
Και την υπακοη, και την μελετη, και το διακονημα,
και την αγαπη, και την λατρεια, και την υπομονη,
και την αμαρτια ακομα, οταν την κανουμε,
πρεπει να την δινουμε στον Χριστο να μας την συγχωρει.
Αυτο εχω να σου δωσω.
Δεν εχω συμβουλες και παραινεσεις λογους και θεολογια.
Αγαπησε τον Χριστο, και δωσε τα παντα, τα δικα σου, τα μικρα και τα ανθρωπινα, την λασπη και το χωμα, για να τα λαβεις τα θεια, τα αιωνια, τα ατιμητα και τα αφθαρτα, τα δικα Του.
Εχε την ευχη μου, και αγωνισου, αγωνισου, να βρεις τον Χριστον.
Δακρυα και σιωπη ακολουθησαν, και ο χρονος σταματησε.
Αναρωτηθηκε το Καλογερι..
Ποιος πραγματικα ωφελειται εδω, και ποιος φροντιζει ποιον;
Eγω διακονω, και αυτος με διδασκει, εγω ξεκινω και αυτος εχει φτασει, εγω μπαινω στον στιβο, και αυτος παει για το βαθρο των νικητων, εγω ζω προσκαιρα και βιολογικα, αυτος ζει ηδη αιωνια και πνευματικα, εγω περπατω και σερνομαι, αυτος πεταει και φτερουγιζει σε υψη δυσθεωρητα και απεραντα.
Τον θαυμασε.
Φανταστηκε τον εαυτο του μετα απο χρονια, στην ιδια θεση.
Να εχει αγωνιστει τον αγωνα τον καλο, κρυμμενος απο τα ματια του τυφλου κοσμου, να εχει τελεσει τον δρομο, μη λογαριαζοντας κοπο και πονο, να εχει τηρησει την πιστη, οτι και εαν συναντησει, και να περιμενει τον αμαραντο στεφανο, απο τον αθλοθετη Μεγαλομαρτυρα του Γολγοθα, ηρεμος και αναπαυμενος ενωπιον Του.
Μακρινος και τραχυς ο δρομος, και το ξημερωμα αργει, τον προλαβε ο αντιδικος, για να του σκορπισει την απελπισια, και να του χαλασει την κατασταση που ζουσε.
Τον αγνοησε. Θλιβοταν αλλα δεν απελπιζοταν ποτε.
Αλλα στραφηκε παλι στον γεροντα, με λογισμο και μ'ονειρο.
Προσευχησου για μενα, παπουλη μου, προσευχησου.
Ας ειναι ευλογημενο παιδι μου, θα προσευχηθω, και αυριο το δειλινο, που θα φυγω, θα σου δωσω κατι απο μενα, κατι πολυ προσωπικο, που δεν θα στο παρει κανεις, παρα μονο εαν το δωσεις απο μονος σου, εαν αποκαμεις και προδωσεις, μη γενοιτο.
Τι θα μου δωσεις Παππουλη μου αγαπημενε;
Θα σου δωσω παιδακι μου, σαν νοητη σκυταλη, την ευχη μου την στερνη, να μπεις και εσυ δυνατα στον στιβο, να αγωνιστεις, να τρεξεις να κουραστεις και να πονεσεις, να περασεις μπροστα απο τα πληθη τα αλαλαζοντα, τους λογισμους και τους πειρασμους, της ζωης, και να φτασεις νικητης στο τερμα, ωστε και εσυ αξια και δικαια να σταθεις, στην γραμμη της ακρας ταπεινωσης και της υπομονης, που ειναι το τερμα για ολους, και να πεις:
"Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα, λοιπόν, απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος ον αποδώσει μοι Κυριος εν εκείνη τη ημέρα."
Παυλος Αποστολος των Εθνων.
Β΄Τιμοθ. δ΄7
Αμην, παιδι μου, ο Χριστος μαζι σου, και με ολον τον κοσμο..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.