ΕΓΚΑΙΝΙΑ

Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

Λόγος λα΄ Περί του Αγίου Πνεύµατος - Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος


Από   το   «Μιλάει   ο   Γρηγόριος   ο   Θεολόγος»,   Εποπτεία   -
Εισαγωγή   -   Επιλογή:   Στυλ.   Γ.   Παπαδόπουλος,   Εκδόσεις
Αποστολικής   Διακονίας  της  Εκκλησίας  της  Ελλάδος,   1991.
Μετάφραση: Διονύσιος Κακαλέτρης


Ο ΛΑ ' Λόγος είναι ο σπουδαιότερος από τους Θεολογικούς
Λόγους  του  Αγ.   Γρηγορίου.   Εκφωνήθηκε  στο  ναό  της  Αγ.
Αναστασiας στην Κωνσταντινούπολη, το 380, πιθανόν κατά το
διάστηµα µεταξύ Ιουλίου και Νοεµβρίου. Είναι η πρώτη φορά
που   σε  ειδική  πραγµατεία,   αφιερωµένη  στο  Άγιο  Πνεύµα,
οµολογείται  και  καταδεικνύεται  η θεότητα και  το οµοούσιο
του Αγ. Πνεύµατος. Ο Γρηγόριος διακηρύσσει την ορθή πίστη
της     Εκκλησίας     ότι     «εκ     φωτός     του     Πατρός     φως
καταλαµβάνοντες   τον  Υιόν  εν  φωτί   τω   Πνεύµατι»   (§   3).
Καταρρίπτει,     στη    συνέχεια,     τους     συλλογισµούς     των
αιρετικών Πνευµατοµάχων µε θεολογικά επιχειρήµατα (§ 4-21)
και τέλος, απαντώντας στο επιχείρηµα ότι στην Αγία Γραφή
δεν  δηλώνεται  ρητά  η  θεότητα  του  Πνεύµατος,   παραθέτει
πλήθος    χωρίων,   όπου    υποδεικνύεται    η    θεότητα    του
Πνεύµατος   (§   29-30).   Αλλά  και  το  ίδιο  το  Πνεύµα  τώρα,
σύµφωνα µε το Γρηγόριο, φανερώνει στούς αξίους βαθύτερα
και σαφέστερα οτι είναι Θεός, ένα από τα τρία πρόσωπα της
µιας θεότητας (§ 26).


3.   Εκείνοι,   λοιπόν,   oι  οποίοι  είναι  δυσαρεστηµένοι  και   µε
σφοδρότητα υπερασπίζονται το «γράµµα», επειδή εµείς τάχα
εισάγουµε κάποιον ξένο και παρείσακτο Θεό, να ξέρουν καλά
ότι φοβούνται εκεί που δεν υπάρχει φόβος. Και ας γνωρίζουν
σαφώς,   ότι  κάλυµµα  της  ασέβειάς  τους  είναι  η  φιλία  του
«γράµµατος», όπως  θα  φανεί  εντός  ολίγου, όταν, όσο  είναι
δυνατόν, θα ανατρέψουµε τα επιχειρήµατά τους. Εµείς βέβαια
έχουµε  τόση  πίστη  στη  θεότητα  του  Πνεύµατος,   το  οποίο
λατρεύουµε, ώστε από Αυτό θ' αρχίσουµε το λόγο για το Θεό,
αναφέροντας τις ίδιες εκφράσεις για την Τριάδα, έστω κι αν
φανεί σε µερικούς πολύ τολµηρό. «Ήταν το φως το αληθινό,
το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσµο», ο
Πατέρας. «Ήταν το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε
άνθρωπο που έρχεται στον κόσµο», ο Υιός. «Ήταν το φως το
αληθινό, το  οποίο  φωτίζει  κάθε άνθρωπο  που  έρχεται  στον
κόσµο», ο άλλος Παράκλητος· «ήταν» και «ήταν» και «ήταν»·
όµως ένα «ήταν» υπάρχει. «Φως» και «φως» και «φώς», αλλά
ένα   φως,   ένας   Θεός.   Αυτό   είναι   εκείνο   που   ο   Δαβίδ
παλαιότερα κατανόησε, όταν έλεγε· «στο φως σου θα δούµε το
φως». Και τώρα εµείς και έχουµε ιδεί και διακηρύσσουµε ότι
κατανοούµε  τον Υιό  ως  φως  που  προέρχεται  από  φως, τον Πατέρα,   µέσα  στο  φως,   του  Πνεύµατος.   Έτσι  έχουµε   µια
σύντοµη και απλή θεολογία για την Τριάδα. Όποιος θέλει να
περιφρονήσει όσα λέµε, ας τα περιφρονήσει. Κι όποιος θέλει ν'
αµαρτάνει, ας αµαρτάνει· εµείς κηρύσσουµε αυτό που έχουµε
καταλάβει καλά. Και αν από εδώ  κάτω  δεν ακουγόµαστε, σε
υψηλό βουνό θ' ανεβούµε και θα φωνάξουµε. Θα «υψώσουµε»
το  Πνεύµα,   δεν  θα  φοβηθούµε.   Και  αν  φοβηθούµε,   (αυτό  θα
γίνει)   όχι  την  ώρα  που  κηρύσσουµε,   αλλά  όταν  σιωπούµε
(ησυχάζουµε).
4. Αν υπήρξε χρόνος κατά τον οποίο δεν υπήρχε ο Πατήρ, αλλο
τόσο  υπήρξε  χρόνος  που  δεν υπήρχε  ο  Υιός. Και  αν υπήρξε
χρόνος που δεν υπήρχε ο Υιός, τότε υπήρξε χρόνος που δεν
υπήρχε ούτε το άγιο Πνεύµα. Αν το ένα υπήρχε από την αρχή,
τότε και τα τρία υπήρξαν το ίδιο. Τολµώ να πω, πως αν το ένα
υποβιβάσεις,   ούτε  τα  άλλα  δύο  να  εξυψώσεις.   Ποια  άραγε
ωφέλεια υπάρχει από µία ατελή θεότητα; Ακόµη περισσότερο,
τι  είδους  θεότητα  είναι  αυτή,   αν  δεν  είναι  τέλεια;   Κατά
κάποιον τρόπο  δεν υπάρχει, εάν δεν έχει  την αγιότητα· και
πώς θα την έχει, αν δεν έχει το Πνεύµα; Εκτός εάν υπάρχει
άλλη αγιότητα εκτός από το Πνεύµα· ας µας πει κάποιος πως
αυτή  κατανοείται  αλλιώς.   Αν  όµως  η  αγιότητα  είναι  το
Πνεύµα,   πώς  τότε  δεν  υπήρχε  από  την  αρχή;   Σαν  να  ήταν
καλλίτερο για τον Θεό να υπήρξε ποτέ ατελής και χωρίς το
Πνεύµα.   Αν   δεν   υπήρξε   από   την   αρχή   το   Πνεύµα,   τότε
τοποθετείται  στην  ίδια  κατηγορία   µε   µένα1,   ακόµη  κι  αν
δηµιουργήθηκε λίγο πριν από µένα. Διότι ως προς το χρόνο
εµείς αντιδιαστελλόµαστε από τον Θεό. Εάν τοποθετείται το
Πνεύµα στην ίδια κατηγορία µε µένα, πώς εµένα µε θεοποιεί ή
πώς µε ενώνει µε τη θεότητα;
5. Όµως  θ' ασχοληθώ  για χάρη σου  λίγο περισσότερο µε το
θέµα  αυτό.   Όσα  έχουν  σχέση  βέβαια   µε  την  αγία  Τριάδα
επεξηγήσαµε και προηγουµένως. Oι Σαδδουκαίοι κατ' αρχήν,
νόµισαν ότι δεν υπάρχει καθόλου το άγιο Πνεύµα, ούτε βέβαια
άγγελοι,   ούτε   ανάσταση·   δεν   ξέρω   γιατί   περιφρόνησαν
εντελώς  τις  τόσες   µαρτυρίες  της  Παλαιάς   Διαθήκης.   Από
τους   Έλληνες   πάλι,   oι   περισσότεροι   θεολόγοι   και   όσοι
βρίσκονται πιο κοντά στη δική µας αλήθεια, το συνέλαβαν µε
τη φαντασία τους, όπως  µου  φαίνεται· σχετικά όµως  µε την
ονοµασία  του   διαφοροποιήθηκαν,   καλώντας   το   «νου   του
παντός» και  «θύραθεν νου» και  άλλες  σχετικές  ονοµασίες2.
Από  τους  δικούς  µας  σοφούς  τώρα, άλλοι  το  εξέλαβαν ως
ενέργεια, άλλοι ως κτίσµα, αλλοι ως Θεό και άλλοι δεν ξέρουν
πιο   από   τα  δύο   αυτά,   σεβόµενοι   τη  Γραφή,   διότι,   όπως
ισχυρίζονται, δεν φανέρωσε καθαρά ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Και   γι'   αυτό   ούτε   το   σέβονται,   ούτε   το   περιφρονούν,
κρατώντας κάπως µία µέση στάση γι' αυτό, µάλλον όµως πολύ
άθλια. Απ' όσους πάλι το θεώρησαν Θεό, άλλοι είναι ευσεβείς
µόνο  µέχρι  τη  σκέψη, ενώ  άλλοι  τολµούν να εκφράζουν την
ευσέβεια και µε τα χείλη. Άκουσα ακόµη άλλους σοφότερους ν'
αξιολογούν  τη  θεότητα. Αυτοί  λοιπόν, όπως  και  µεις, τρία
οµολογούν   µε   ττ   νου   τους   ότι   υπάρχουν,   τόσο   όµως
διαχωρίζονται   µεταξύ   τους,   ώστε   το   µεν  ένα   (δηλ.   τον
Πατέρα)  και  ως  προς  την ουσία και  ως  προς  τη δύναµη να
παρουσιάζουν αόριστο· το άλλο (τον Υιό), ως προς τη δύναµη,όχι  όµως  ως  προς  την ουσία· το  τρίτο (το  Πνεύµα)  και  ως
προς  τα δύο περιγραπτό· µε άλλον τρόπο µιµούνται  αυτούς
που ονοµάζουν «δηµιουργό» και «συνεργό» και «λειτουργό» τα
πρόσωπα,   εκλαµβάνοντας   τη   σειρά   των   ονοµάτων   και
διαβάθµιση των προσώπων που αντιπροσωπεύουν.
7. Εδώ ο δικός σου λόγος· oι σφενδόνες ας µπουν σε δράση, oι
συλλογισµοί ας γίνουν περίπλοκοι. Οπωσδήποτε, ή αγέννητο
είναι το Πνεύµα ή γεννητό. Και αν είναι αγέννητο, τότε δύο
είναι    τα    άναρχα.   Εάν    πάλι    είναι    γεννητό,   πάλι    θα
υποδιαιρέσεις· ή από τον Πατέρα προέρχεται τούτο, ή από τον
Υιό. Και αν βέβαια γεννιέται από τον Πατέρα, τότε υπάρχουν
δύο γιοι και αδελφοί. Αν
θέλεις, φτιάξε τους και διδύµους, ή τον ένα µεγαλύτερο και
τον άλλο  νεώτερο, αφού  είσαι  τόσο  φιλοσώµατος. Εάν πάλι
έχει    φανεί    από   τον   Υιό,   λέγει,   µας    φανερώνεται    και
Θεός-εγγονός!   Τι  πιο  παράξενο  από  αυτό  θα   µπορούσε  να
υπάρξει;   Αυτή  είναι  η  γλώσσα  όσων  είναι  σοφοί  στο  να
πράττουν το κακό, µη θέλοντας  να γράφουν τα καλά. Όµως
εγώ, αν έβλεπα ότι είναι αναγκαία η διαίρεση, θα δεχόµουν τις
πραγµατικότητες  που  εκφράζει,   χωρίς  να  φοβάµαι  να  τις
κατονοµάσω. Ούτε όµως, επειδή ο Υιός είναι Υιός σύµφωνα µε
κάποια ανώτερη σχέση που έχουν µεταξύ τους, εξαιτίας του
ότι  δεν  θα   µπορούσαµε   µε  άλλο  τρόπο  παρά   µόνο  έτσι  να
δείξουµε  ότι  προέρχεται  από  τον  Θεό  και  είναι  οµοούσιος,
πρέπει  να  νοµισθεί  ότι  είναι  απαραίτητο  όλες  τις  επίγειες
ονοµασίες και µάλιστα αυτές που δηλώνουν συγγένεια, να τις
µεταφέρουµε  στο  Θεό. Ή  µήπως  θα εκλάβεις  και  αρσενικού
γένους τον Θεό σύµφωνα µε τον λόγο αυτό, επειδή ονοµάζεται
Θεός και Πατήρ; και ως κάποιο θηλυκό τη θεότητα, σύµφωνα
µε το γένος των λέξεων και ουδέτερο το Πνεύµα, επειδή δεν
γεννάει; Κι αν µας πεις και αυτό το κωµικό, ότι δηλαδή ο Θεός
γέννησε τον Υιό αφού συνενώθηκε µε τη θέλησή του, σύµφωνα
µε   κάποιες   παλιές   ανοησίες   και   µυθοπλασίες,   τότε   µας
εισήχθη  κάποιος  αρσενικοθήλυκος  Θεός  του  Μαρκίωνα και
του Ουαλεντίνου, ο οποίος εφεύρε µε το νού του τους νέους
αιώνες3.
8.   Αφού   λοιπόν  δεν  δεχόµαστε  την  πρώτη  σου   διαίρεση
σύµφωνα µε την οποία δεν υπάρχει τίποτε ενδιάµεσο µεταξύ
αγέννητου   και   γεννητού,   αµέσως   χάνονται   µαζί   µε   την
περίφηµη  διαίρεσή  σου   oι  αδελφοί  και   oι  εγγονοί,   oι  οποίοι
χάθηκαν, όπως ακριβώς ενός πολυπλόκου δεσµού του οποίου,
αφού  λύθηκε  ο  πρώτος  κόµπος  και  υποχώρησαν   µαζί,   µη
έχοντας θέση πλέον στη θεολογία. Πού τάχα θα τοποθετήσεις
το εκπορευτό, πες µου, το οποίο διαφαίνεται στο µέσον της
δικής  σου  διαιρέσεως  και  το  οποίο  εισάγεται  από  κάποιον
καλύτερο  από  σένα θεολόγο, το  Σωτήρα µας; Εκτός  εάν τη
φράση  εκείνη  που   λέγει:   «Το   Πνεύµα  το   Άγιο,   το   οποίο
εκπορεύεται από τον Πατέρα», την έβγαλες απο τα δικά σου
ευαγγέλια  για  να  φτιάξεις   µια  τρίτη  δική  σου   Διαθήκη·   το
οποίο, εφόσον εκπορεύεται από εκεί, δεν είναι κτίσµα· εφόσον
πάλι   δεν   είναι   γεννητό,   δεν   είναι   Υιός·   εφόσον,   τέλος,
βρίσκεται στο µέσον µεταξύ αγεννήτου καί γεννητοϋ, είναι ο
Θεός. Και έτσι, πιο ισχυρός από τις διαιρέσεις σου. Τι είναι
αυτή  η  εκπόρευση;   Πες   µου  εσύ  τι  είναι  η  αγεννησία  του Πατρός, κι εγώ θα σου εξηγήσω τη γέννηση του Υιού και την
εκπόρευση του Πνεύµατος και θα παραφρονήσουµε και oι δύο
καθώς θα ζητάµε να εξερευνήσουµε τα µυστήρια του Θεού. Και
αυτά ποιοί θα τα κάνουν; Εµείς, oι οποίοι δεν µπορούµε ούτε
αυτά που βρίσκονται στα πόδια µας να εννοήσουµε, ούτε την
άµµο  των  θαλασσών  και  τις  σταγόνες  της  βροχής  και  τις
ηµέρες της αιωνιότητας να υπολογίσουµε, ακόµη περισσότερο
δε, να εισέλθουµε στα βάθη του Θεού και να κάνουµε λόγο για
την άρρητη και πέρα από κάθε λογική κατανόηση φύση του
Θεού.
9. Τι λοιπόν είναι αυτό, λέγει, το οποίο λείπει από το Πνεύµα
για να είναι αυτό Υιός; Διότι αν δεν έλειπε κάτι, θα ήταν Υιός.
Εµείς ισχυριζόµαστε ότι δεν του λείπει τίποτε· διότι δεν είναι
ελλειπής  ο Θεός. Ο τρόπος  της  φανερώσεως, για να το πω
έτσι,   ή  η  διαφορά  της  σχέσεως  που  έχουν   µεταξύ  τους,
δηµιουργεί  και  τη  διαφορά  που  έχουν  στην  ονοµασία  τους.
Διότι  τίποτε  δεν  λείπει  από  τον  Υιό  για  να  είναι  Πατέρας
-εφόσον δεν είναι  έλλειψη η υιότητα-, αλλά παρά ταύτα δεν
είναι Πατέρας. Ή δεν λείπει κάτι από τον Πατέρα για να είναι
Υιός· δεν είναι όµως Υιός ο Πατέρας. Αλλά oι όροι αυτοί δεν
εκφράζουν κάποια έλλειψη, ούτε ελάττωση κατά την ουσία.
Αυτό το ότι «δεν έχει γεννηθεί» Τον µεν Πατέρα, το ότι «έχει
γεννηθεί» Τον δε Υιό και το ότι «εκπορεύεται» αυτό το οποίο
ακριβώς λέγεται άγιο Πνεύµα ονόµασε, για να διασώζεται το
ασύγχυτο των τριών υποστάσεων µέσα και στη µία φύση και
το  ένα µεγαλείο  της  θεότητας. Ούτε πράγµατι  ο  Υιός  είναι
Πατέρας, διότι ένας είναι ο Πατέρας, αλλά είναι ότι είναι ο
Πατέρας. Ούτε το Πνεύµα είναι Υιός, αν και προέρχεται από
τον Θεό, διότι ένας είναι ο Μονογενής, αλλά είναι ό,τι ο Υιός.
Ένα είναι και τα τρία, ως προς τη θεότητα, και το ένα είναι
τρία  ως  προς  τις  ιδιότητες·  έτσι  ώστε,  ούτε  το  ένα  είναι
όπως το κατανοούσε ο Σαβέλλιος, ούτε τα τρία να είναι της
τωρινής πονηρής διαιρέσεως.

10. Τι λοιπόν; Είναι Θεός το Πνεύµα; Βεβαιότατα. Και τι άλλο,
είναι οµοούσιο; Ασφαλώς, εφόσον είναι Θεός.
12. Αλλά ποιος  προσκύνησε  ποτέ  το  Πνεύµα; ίσχυρίζεται  (ο
αιρετικός).   Ποιος   (από  τους  αγίους)   της  Παλαιάς  ή  της
Καινής   Διαθήκης;   Ποιος  προσευχήθηκε  σ'   αυτό;   Πού  είναι
γραµµένο ότι πρέπει να το προσκυνούµε ή να προσευχόµαστε σ'
αυτό; Και από πού το έχεις πάρει; Την πιο πλήρη αιτιολόγηση
θα τη δώσουµε αργότερα, όταν συζητήσουµε για τις αλήθειες
της  πίστεως  που  δεν  απαντουν  στην  Γραφή. Τώρα θα είναι
αρκετό να πούµε µόνο αυτό: Το Πνεύµα είναι αυτό, µέσα από το
οποίο  προσκυνούµε  τον  Θεό  και   µε  τη  βοήθεια  του  οποίου
προσευχόµαστε. Διότι Πνεύµα λέγει η Γραφή πως είναι ο Θεός
και αυτοί που τον λατρεύουν πρέπει να τον λατρεύουν µε τη
δύναµη του Πνεύµατος, που φανερώνει την αλήθεια. Και αλλού
λέγει πάλι η Γραφή: Εµείς  δεν ξέρουµε ούτε τι ούτε πώς  να
προσευχηθούµε. Το  Πνεύµα όµως  µεσιτεύει  το  ίδιο  στο  Θεό
για  µας   µε  στεναγµούς  που  δεν  µπορούν  να  εκφραστούν  µε
λέξεις.   Και   αλλού:   Θα   προσευχηθώ   µε   το   Πνεύµα,   θα
προσευχηθώ και µε το νου, δηλαδή µε το νου και το Πνεύµα.
Το να προσκυνώ λοιπόν το Πνεύµα ή να προσεύχοµαι, δεν µου
φαίνεται ότι είναι τίποτε άλλο παρα το ότι το ίδιο το Πνεύµα προσφέρει στον εαυτό του την προσευχή και την προσκύνηση,
Ποιος από τους ένθεους και από αυτούς, που γνωρίζουν πολύ
καλό,   δεν  θα  επαινούσε  αυτό   το   πράγµα,   ότι   δηλαδή  η
προσκύνηση του ενός, και των τριών είναι προσκύνηση, αφού
είναι οµότιµη και στα τρία πρόσωπα η αξία και η θεότητα; Και
βέβαια ούτε  εκείνο  που  λέγεται  στη  Γραφή  θα φοβηθώ, ότι
δηλαδή τα πάντα έχουν γίνει µέσω του Υιού, σαν να ήταν ένα
από τα πάντα και το άγιο Πνεύµα. Διότι, τα πάντα όσα έχουν
γίνει λέγει η Γραφή, όχι απλώς  τα πάντα χωρίς  περιορισµό.
Ούτε βέβαια περιλαµβάνεται ο Πατέρας, ούτε όσα δεν έχουν
γίνει. Απόδειξε πρώτα ότι έχει γίνει µέσα στο χρόνο, και τότε
απόδοσέ το στον Υιό και συναρίθµησέ το µε τα κτίσµατα. Όσο
εσύ δεν το αποδεικνύεις, αυτή η περιεκτική φράση δεν θα σε
βοηθήσει στην ασέβειά σου. Διότι αν έχει γίνει, οπωσδήποτε
δια του Χριστού έχει γίνει. Ούτε εγώ ο ίδιος θα το αρνηθώ.
Εάν όµως δεν έχει γίνει, πώς είναι ένα από τα πάντα ή έχει
γίνει µέσω του Χριστού; Σταµάτα λοιπόν ν' ατιµάζεις και τον
Πατέρα  περιφρονώντας  το  Μονογενή  Υιό  του   -   διότι  είναι
ατιµία  για  τον  Πατέρα,   θεωρώντας  κτίσµα  το  ύψιστο   (τον
Υιό),   να   τον   στερείς   από   τον   Υιό   Του   -και   τον   Υιό
περιφρονώντας το Πνεύµα. Διότι (ο Υιός) δεν είναι δηµιουργός
κάποιου δούλου όµοιου µ' αυτόν, αλλ' αυτός που συνδοξάζεται
µε τον οµότιµό του, το Πνεύµα. Τίποτε από την αγία Τριάδα να
µη βάλλεις στην ίδια κατηγορία µε σένα, για να µην πέσεις εσύ
από την Τριάδα. Και µε κανένα τρόπο να µην περικόψεις τη µία
φύση και εξίσου άξια σεβασµού, διότι αν κάτι καθαιρέσεις από
τα τρία πρόσωπα, θα έχεις καθαιρέσει µαζί του το σύνολο, ή
µάλλον θα έχεις ξεπέσει εσύ απ' όλα. Καλύτερα να σχηµατίσεις
µία   ατελή   ιδέα   για   τον   τρόπο   της   ενώσεως,   παρά   ν'
αποτολµήσεις µια τόσο µεγάλη ασέβεια.
13.   Έφτασε  όµως  ο  λόγος   µας  και  σε  αυτό  το  ουσιαστικό
κεφάλαιο·   και  στενάζω  βέβαια,   διότι  ζήτηµα  το  οποίο  είχε
σβήσει από παλιά και είχε υποχωρήσει µπροστά στην αλήθεια,
τώρα  αναζωπυρώνεται.   Είναι  ανάγκη  όµως  ν'αντιταχθοϋµε
στους φλύαρους και να µη νικηθούµε λόγω της απουσίας µας,
µε   το   να   έχουµε   λόγο   και   να   συνηγορούµε   υπέρ   του
Πνεύµατος. Εάν, λέγει, υπάρχει Θεός και Θεός καί Θεός, πώς
δεν υπάρχουν τρεις Θεοί; Και πώς αυτό που δοξολογείται, δεν
είναι πολυαρχία; Ποιοί είναι αυτοί που λένε τέτοια πράγµατα;
Εκείνοι, oι οποίοι είναι τελειότεροι στην ασέβεια, ή και εκείνοι
που ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία, εννοώ δηλαδή αυτούς
που  είναι  κάπως  σώφρονες  σχετικά  µε  τον  Υιό;   Η   µία  µου
απάντηση  θα  είναι  κοινή  και  για  τους  δύο,   η  άλλη   µου
απάντηση θα είναι ιδιαίτερη για τους δεύτερους. Η απάντησή
µου λοιπόν προς τους τελευταίους είναι αυτή: Τι λέτε σε µας
τους     τριθεΐτες     εσείς     που     σέβεστε    τον    Υιό,     αλλά
επαναστατήσατε  κατα  του   Πνεύµατος;   Εσείς  δεν  είσαστε
διθεΐτες;   Εάν  επιπλέον  αρνείσθε  και  την  προσκύνηση  του
Μονογενούς, έχετε σαφώς ταχθεί µε το µέρος των αντιπάλων.
Και τότε γιατί να σας φερόµαστε φιλάνθρωπα σαν τάχα να µην
είσαστε  εντελώς  νεκρωµένοι; Αν όµως  σέβεσθε  τον Υιό  και
πιστεύετε ορθα και σωτήρια µέχρι αυτό το σηµείο, τότε θα
σας  ρωτήσουµε:   Ποιος  είναι  ο  λόγος  της  διθεΐας  σας,   αν
κατηγορηθείτε   γι'   αυτό;   Εαν   υπάρχει   κάποια   απάντηση συνετή,   αποκριθείτε  και  δείξτε  και  σε   µας  τον  τρόπο  ν'
απαντάµε. Διότι µε όποια επιχειρήµατα θ' αποκρούσετε εσείς
την διθεΐα, αυτά θ' αρκέσουν και σε µας για ν' αποκρούσουµε
τήν  τριθεΐα. Κι  έτσι  θα νικάµε  χρησιµοποιώντας  εσάς  τους
κατήγορους ως συνήγορους. Τι πιο γενναίο απ' αυτό;
14. Αλλά πώς θ' αγωνιστούµε και θ' αποκριθούµε ενάντια και
στους  δύο;   Για   µας  ένας  Θεός  υπάρχει,   διότι   µία  είναι  η
θεότητα. Και στο ένα αναφέρονται τα προερχόµενα από αυτό,
ακόµη  κι  αν  θεωρούνται  τρία. Διότι  δεν  είναι  άλλο  από  τα
πρόσωπα  περισσότερο  Θεός  και  άλλο  λιγότερο  Θεός  ούτε
υπάρχει  άλλο  προγενέστερο  και  άλλο   µεταγενέστερο·   ούτε
χωρίζονται ως προς το θέληµα, ούτε διαιρούνται ως προς τη
δύναµη. Ούτε είναι δυνατόν να βρίσκει κανένας σ' αυτά, κάτι
απ'   αυτά  που  ύπάρχουν  στα  κτιστά  όντα,   που   µπορούν  να
διαχωριστούν. Αλλά εάν πρέπει να εκφραστούµε µε συντοµία, η
θεότητα είναι αδιαίρετη, αν και διακρίνεται σε πρόσωπα. Και
όπως  συµβαίνει   µε  τρεις  ήλιους   oι  οποίοι  είναι  ενωµένοι
µεταξύ  τους:   µία  είναι  η  έκχυση  του  φωτός.   Οταν  λοιπόν
αναβλέψουµε  προς  τη  θεότητα και  την πρώτη  αιτία και  τη
µοναρχία,   ένα  είναι  αυτό  που   µας  εµφανίζεται.   Όταν  πάλι
αναβλέψουµε σ'αυτά, στα οποία ενυπάρχει η θεότητα και τα
οποία  προέρχονται  αχρόνως  από  την  πρώτη  αιτία  έχοντας
την ίδια δόξα, τότε τρία είναι τα προσκυνούµενα.
15. Όµως, τι θα ισχυρίζονταν, δεν υπάρχει και στους Έλληνες
µία θεότητα, όπως διδάσκουν όσοι από εκείνους φιλοσοφούν
βαθύτερα,   και  για   µας  δεν  υπάρχει   µία  ανθρωπότητα,   όλο
δηλαδή το ανθρώπινο γένος; Αλλά όµως υπάρχουν γι' αυτούς
πολλοί  θεοί  και  όχι  ένας, όπως  και  άνθρωποι  πολλοί; Εκεί
όµως  το ένα µπορεί η κοινωνία να το φανταστεί µόνο µε τη
σκέψη· τα δε επιµέρους άτοµα είναι διαχωρισµένα στον ύψιστο
βαθµό  µεταξύ  τους  και  ως  προς  το  χρόνο  και  ως  προς  τα
πάθη  και  ως  προς  τη  δύναµη.  Διότι  εµείς  oι  άνθρωποι  δεν
είµαστε   µόνο  σύνθετοι,   αλλά  και  αντίθετοι  και   µεταξύ   µας
αλλά και µε τον ίδιο µας τον εαυτό, µη παραµένοντας απόλυτα
οι ίδιοι ούτε και για µια µέρα, αλλά όχι όλη τη ζωή µας, αλλά
και     σωµατικά     και     ψυχικά     συνεχώς     αλλάζουµε     και
µεταβαλλόµαστε.   Δεν  ξέρω   µάλιστα,   µήπως  και   oι  άγγελοι
(µεταβάλλονται)  και  όλη  η  ανώτερη  φύση µετά την  Τριάδα,
έστω  κι  αν µερικοί  είναι  απλοί  και  περισσότερο  παγιωµένοι
προς το καλό, επειδή είναι πλησίον του ύψιστου Αγαθού.
21. Πολλές  φορές  και  πάλι  επανέρχεσαι  και µας  κατηγορείς
ότι δεν στηριζόµαστε στην αγία Γραφή (για να καταδείξουµε
τη  θεότητα  του  Πνεύµατος).   Ότι  βέβαια  δεν  είναι  ξένο  το
Πνεύµα,   ούτε   παρείσακτο,   αλλά   και   στους   αγίους   της
Παλαιάς   Διαθήκης  και  στους  σηµερινούς  φανερώνεται  και
αποκαλύπτεται, έχει  ήδη αποδειχθεί  από πολλούς, oι  οποίοι
ασχολήθηκαν   µ'   αυτό,   όσοι  βέβαια  αφού   µελέτησαν  όχι   µε
ραθυµία ή έπιπολαιδτητα τις θείες γραφές, αλλά διέσχισαν το
«γράµµα» και έσκυψαν να δουν µέσα από αυτό, αξιώθηκαν να
δουν   την   κρυµµένη   οµορφιά   και   καταυγάσθηκαν   από   το
φωτισµό της γνώσεως4.
25. Δύο  λαµπρές  αλλαγές  του  τρόπου  της  ζωής  µας  έχουν
γίνει στο διάβα όλου του χρόνου, oι οποίες και δύο Διαθήκες
καλούνται,   και   σεισµοί   της   γης,   διότι   αποτελούν   µία περιβόητη πραγµατικότητα. Η πρώτη είναι η µετάβαση από τα
είδωλα στο νόµο και η δεύτερη από το νόµο στο Ευαγγέλιο.
Όµως  και τρίτος  σεισµός  µας  έχει αναγγελθεί, η µετάσταση
δηλαδή  από  το  εδώ  στα  εκεί,   τα   µη  πλέον  κινούµενα  και
σαλευόµενα. Αυτό έχουν πάθει και oι δύο Διαθήκες. Τι είναι
αυτό; Δεν µετακινήθηκαν ξαφνικά, ούτε µε την πρώτη κίνηση
για πραγµατοποίηση του εγχειρήµατος. Για ποιο λόγο; Διότι
είναι  αναγκαίο  να  ξέρουµε.   Για  να   µην  πιεσθούµε  αλλά  να
πεισθούµε. Διότι αυτό που  γίνεται παρα τη θέλησή µας, δεν
είναι µόνιµο, όπως ακριβώς όσα συγκρατούνται βίαια από τα
ρεύµατα και  τα φυτά. Όµως  αυτό που  γίνεται µε τη θέλησή
µας, και µονιµότερο είναι και ασφαλέστερο. Το ένα είναι έργο
αυτού που µας εξαναγκάζει, το άλλο είναι δικό µας· και το ένα
πάλι   είναι   έργο   της   επιείκειας   του   Θεού,   το   άλλο   της
τυραννικής εξουσίας. Δεν ενόµισε λοιπόν ότι πρέπει χωρίς να
θέλουµε να µας κάνει καλό, αλλά να µας ευεργετεί, όταν εµείς
το   θέλουµε.   Γι'   αυτό,   για   παιδαγωγικούς   και   ιατρικούς
λόγους, άλλα αφαιρεί από τα πατροπαράδοτα έθιµα και άλλα
επιτρέπει, υποχωρώντας λίγο σε αυτά που δίνουν χαρά. Έτσι,
όπως  ακριβώς  κάνουν  και   oι  γιατροί  στους  αρρώστους,
δηλαδή   για   να   γίνει   αποδεκτή   η   θεραπεία   µε   φάρµακα,
αλλάζουν επιτήδεια τη γεύση τους µε προϊόντα περισσότερο
ευχάριστα. Διότι δεν είναι εύκολη η αλλαγή σ' αυτά που είχαν
γίνει συνήθεια και τιµούνταν για µεγάλο χρονικό διάστηµα. Τι
εννοώ δηλαδή; Η πρώτη αλλαγή περιέκοψε βέβαια τα είδωλα,
αλλά επέτρεψε τις θυσίες· η δεύτερη αλλαγή κατάργησε τις
θυσίες,   αλλά   δεν   εµπόδισε   την   περιτοµή.   Επειτα,   όταν
οριστικά    συµβιβάστηκαν   µε    αυτή    την    αφαίρεση,   τότε
παραδέχτηκαν και την παραχώρηση που είχε γίνει σ' αυτούς,
δηλαδή oι Ιουδαίοι τίς θυσίες και oι χριστιανοί την περιτοµή.
Και έγιναν από εθνικοί ιουδαίοι και από ιουδαίοι χριστιανοί,
αφού  οδηγήθηκαν ανεπαίσθητα προς  το Ευαγγέλιο µε αυτές
τις  επιµέρους  αλλαγές.  Θα  σε  πείσει  γι'  αυτό  ο  Παύλος,  ο
οποίος  προερχόµενος  από  περιτοµές  και  αγνισµούς  έλεγε:
«Όσο   για   µένα   αδελφοί   µου,   γιατί   µε   καταδιώκουν,   εάν
κηρύττω  την  αναγκαιότητα  της  περιτοµής;».   Εκείνο  ήταν
σηµείο οικονοµίας αυτό είναι δείγµα της τελειότητας.
26. Με  αυτόν  τον  τρόπο  µπορώ  να εικάζω  ό,τι  αφορα στην
θεολογία,   όσο  όµως  είναι  δυνατόν,   από  τ'   αντίθετα.   Διότι,
πράγµατι εκεί, από τις αφαιρέσεις γίνεται η αλλαγή· εδώ όµως
µε τις  προσθήκες  επιτυγχάνεται  η τελειότητα. Βέβαια, έτσι
είναι.   Εκήρυττε  φανερό  η  Παλαιά  Διαθήκη  τον  Πατέρα  και
αµυδρότερα  τον  Υιό.   Φανέρωσε  η  Καινή   Διαθήκη  τον  Υιό,
υπέδειξε τη θεότητα του  Πνεύµατος. Δρα τώρα το  Πνεύµα,
κάνοντάς µας σαφέστερη τη φανέρωσή του. Διότι δεν θα ήταν
ασφαλές,   χωρίς  πρωτύτερα  να  οµολογηθεί  η  θεότητα  του
Πατρός, να κηρύσσεται φανερό ο Υιός ούτε προτού να γίνει
παραδεκτή  η  θεότητα του  Υιού, να «επιφορτισθούµε» µε  το
Πνεύµα  το  άγιο,   για  να  χρησιµοποιήσω   µία  έκφραση  λίγο
τολµηρότερη·   µήπως   κινδυνεύσουν  και  στο  κατά  δύναµη,
όπως ακριβώς µε όσους, oι οποίοι αφού  φάνε πάνω  από την
αντοχή τους βαραίνουν και αφού προσβάλουν την δράση πάνω
από τη δύναµη κοιτάζοντας το φως του ήλιου την καθιστούν
ασθενέστερη.   Αντιθέτως,   µε  τις  βαθµιαίες  προσθήκες  και όπως είπε ο Δαβίδ, µε τις αναβάσεις και µε τις από δόξα σε
δόξα προόδους και προκοπές, το φως της Τριάδας θα λάµψει
στους πιο φωτισµένους. Και νοµίζω, ότι γι' αυτό τον λόγο και
στους µαθητές επιδηµεί σταδιακά, ανάλογα µε την ικανότητα
εκείνων που το δέχονται, δηλαδή στην αρχή του Ευαγγελίου,
µετά το πάθος, µετά την Ανάληψη, όταν επιτελεί τα θαύµατα,
όταν εµφυσείται  και  όταν εµφανίζεται  ως  πύρινες  γλώσσες.
Και    από    τον    Ιησού    φανερώνεται    σταδιακά,   όπως    θα
διαπιστώσεις  κι  εσύ  ο  ίδιος, αν µελετήσεις  µε  περισσότερο
επιµέλεια: Θα παρακαλέσω, λέγει η Γραφή, τον Πατέρα να σας
δώσει άλλον Παράκλητο, το Πνεύµα της αληθείας, για να µη
νοµίσει κανένας ότι είναι αντίθετος από το Θεό και πως µιλάει
από  κάποια  άλλη  εξουσία.   Έπειτα  «θα  στείλει»  ο  Πατέρας,
αλλά «στο όνοµά µου» αφού άφησε στην άκρη το «θα ρωτήσω»,
το «θα στείλει» διατήρησε. Στην συνέχεια µε το «θα στείλω»
διακήρυξε  το  δικό  του  αξίωµα·   κατόπιν   µε  το   «θα  έλθει»
διακηρύσσεται η εξουσία του Πνεύµατος.
27. Βλέπεις, λοιπόν, σταδιακούς φωτισµούς που µας φωτίζουν
και την τάξη της θεολογίας, την οποία καλύτερα να τηρούµε
και εµείς, και ούτε να τη φανερώνουµε µια και καλή, ούτε να
την  αποκρύπτουµε  τελείως.   Διότι  το  ένα  δείχνει  έλλειψη
διακρίσεως, το άλλο αθεΐα. Και το ένα πάλι µπορεί να βλάψει
τους  άπιστους, ενώ  το άλλο ν' αποδιώξει  τους  δικούς  µας.
Όµως, αυτό το οποίο ίσως ήλθε και στο µυαλό άλλων, αλλά
εγώ θεωρώ καρπό της δικής µου διανοίας, θα το προσθέσω σ'
αυτά, που έχουν ήδη ειπωθεί. Κατά τον Σωτήρα ήσαν µερικά,
για τα οποία έλεγε στους µαθητές ότι δεν µπορούσαν τότε να
τα βαστάσουν, αν και είχαν χορτάσει µε διδασκαλίες, ίσως για
τους  λόγους  που  ανέφερα,   και  γι'  αυτό  δεν  τα  αποκάλυψε.
Έλεγε πάλι, ότι όλα αυτά θα µας τα διδάξει το άγιο Πνεύµα,
όταν θα κατέλθει. Ένα από αυτά (που  θα µας  διδάξει) είναι,
νοµίζω,   και   ή   ίδια   η   θεότητα   του   Πνεύµατος,   η   οποία
αποσαφηνίζεται αργότερα, αφού µετά την αποκατάσταση του
Σωτήρα,   τυχαίνει  να  είναι  ώριµη  και  καταληπτή  η  γνώση,
αφού κανένας πλέον δεν απιστεί στο θαύµα. Τι λοιπόν θα ήταν
πιο   µεγάλο,   αυτό  που  εκείνος  υποσχέθηκε  ή  αυτό  που  το
Πνεύµα   δίδαξε;   Εάν   βέβαια   πρέπει   σαν   κάτι   µεγάλο   να
νοµίζουµε  καί  άξιο  της  µεγαλοπρέπειας  του  Θεού, αυτό  το
οποίο υπόσχεται, ή αυτό το οποίο διδάσκεται.
28. Ετσι λοιπόν πιστεύω γι' αυτά και µακάρι έτσι να πιστεύω
εγώ, και όποιος µου είναι αγαπητός. Να τιµάµε δηλαδή ως Θεό
τον Πατέρα, Θεό  τον Υιό, Θεό  το  Πνεύµα το  άγιο, τρεις  oι
ιδιότητες, αλλά µία η θεότητα, χωρίς να διαιρείται ως προς
τη δόξα, την τιµή και τη βασιλεία, όπως θεολόγησε κάποιος
από τους  θεοφόρους  άνδρες  λίγο προγενέστερα. Και όποιος
δεν    πιστεύει    έτσι    ή    προσαρµόζεται    ανάλογα   µε    τις
περιστάσεις,   αλλάζοντας    συνεχώς    την   πίστη   του    και
σκέπτεται   µε   επιπολαιότητα,   γι'   αυτά   που   είναι   τόσο
σπουδαία, ας µη δει τον ήλιο ν' ανατέλλει, όπως λέγει η Γραφή,
ούτε τη δόξα της ουράνιας λαµπρότητας. Διότι αν το Πνεύµα
δεν είναι προσκυνητόν, πώς µε θεώνει µε το βάπτισµα;
Αν   πάλι   προσκυνείται,   πώς   να   µη   λατρεύεται;   Και   αν
λατρεύεται,   πώς  δεν  είναι  Θεός;   Το  ένα  εξαρτάται  από  το
άλλο, κι έτσι έχουµε πράγµατι µία χρυσή και σωτήρια αλυσίδα.Από  το  Πνεύµα  συµβαίνει  η  αναγέννηση  σε   µας  από  την
αναγέννηση ακολουθεί  η ανάπλαση και  από  την ανάπλαση η
επίγνωση της αξίας εκείνου που µας ανέπλασε.
29. Αυτά λοιπόν θα µπορούσε να πει κανένας, αν προϋπέθετε
ότι δεν υπάρχει στην Γραφή. Ήδη όµως θα έλθει σε σένα το
πλήθος  των   µαρτυριών,   µε  τις  οποίες  θ'   αποδειχθεί  ότι
αναφέρεται  και   µε  το  παραπάνω   µέσα  στην  αγία  Γραφή  η
θεότητα  του  Πνεύµατος,   σε  όσους  βέβαια  δεν  είναι  πολύ
ανόητοι, ούτε αποξενωµένοι από το Πνεύµα. Σκέψου λοιπόν τα
εξής: Γεννιέται ο Χριστός; Το Πνεύµα προηγείται· βαπτίζεται;
Αυτό   δίνει   µαρτυρία·   δέχεται   πειρασµούς;   Τον   οδηγεί.
Επιτελεί θαύµατα; Τον συνοδεύει. Ανέρχεται; Τον διαδέχεται.
Ποιο άραγε από τα µεγάλα και απ' όσα κάνει ο Θεός, δεν µπορεί
το Πνεύµα; Ποια πάλι ονοµασία δεν έχει απ' όσες έχει ο Θεός
εκτός  από  την  αγεννησία  και  τη  γέννηση;   Διότι  έπρεπε  να
µείνουν oι  ιδιότητες  στον  Πατέρα και  στον  Υιό, για να µην
υπάρχει σύγχυση στη θεότητα, η οποία και τ' άλλα οδηγεί σε
τάξη   και   κοσµιότητα.   Εγώ   φρίττω   αναλογιζόµενος   τον
πλούτο  των  ονοµασιών  του  Πνεύµατος  και  σε  πόσες  από
αυτές δείχνουν την ασέβειά τους αυτοί που επιτίθενται στο
Πνεύµα. Λέγεται λοιπόν Πνεύµα Θεού, Πνεύµα Χριστού, νους
Χριστού,   Πνεύµα  Κυρίου,   το   ίδιο   επίσης   Κύριος,   Πνεύµα
υιοθεσίας, αληθείας, ελευθερίας· Πνεύµα σοφίας, συνέσεως,
θελήσεως, δυνάµεως, γνώσεως, ευσεβείας, φόβου Θεού. Διότι
αυτό είναι το οποίο προκαλεί όλα αυτά. Όλα τα γεµίζει µε το
είναι του, όλα τα συγκρατεί. Με την ύπαρξή του γεµίζει όλο
τον κόσµο, δεν περιορίζεται όµως η δύναµή του στον κόσµο.
Είναι αγαθό, ευθές, ηγεµονικό, αγιάζει από τη φύση του  και
όχι λόγω θέσεως, δεν αγιάζεται, είναι το µέτρο, δεν µετριέται,
µετέχεται δεν µετέχει, πληροί, δεν πληρούται, συγκρατεί δεν
συγκρατείται,     κληρονοµείται,     δοξάζεται,     συναριθµείται,
απειλείται, λέγεται δάκτυλος Θεού και φωτιά όπως ο Θεός,
για να δοθεί  νοµίζω, έµφαση στο  οµοούσιο. Το  Πνεύµα είναι
αυτό που δηµιούργησε, που µας ανακαινίζει µε το βάπτισµα και
την ανάσταση. Το Πνεύµα είναι αυτό που γνωρίζει τα πάντα,
που διδάσκει, που πνέει όπου και όσο θέλει, που οδηγεί, λαλεί,
αποστέλλει, αφορίζει, παροργίζεται, πειράζεται, αποκαλύπτει,
φωτίζει, δίνει  ζωή, µάλλον είναι το ίδιο φως  και ζωή. Είναι
αυτό που µας κάνει ναούς, µας θεώνει, µας τελειοποιεί, ώστε
και να προηγείται του βαπτίσµατος, αλλά και να επιζητείται
µετά    το    βάπτισµα.   Ενεργεί    επίσης    όσα    κι    ο    Θεός,
διαµοιράζεται   σε   γλώσσες   πύρινες   ,   µοιράζει   χαρίσµατα,
καθιστά αποστόλους, προφήτες, ευαγγελιστές, ποιµένες  και
διδασκάλους.     Είναι     νοερό,     πολυµερές,     σαφές,     τρανό,
ανεµπόδιστο, αµόλυντο. Αυτό σηµαίνει µέ ισοδύναµες λέξεις,
πως  είναι η ύψιστη σοφία και µπορεί να ενεργεί µε πολλούς
τρόπους και αποσαφηνίζει τα πάντα και τα διατρανώνει. Και
είναι αυτεξούσιο και αναλλοίωτο, παντοδύναµο, επιβλέπει τα
πάντα και διεισδύει σε όλα τα νοερά πνεύµατα, τα καθαρά και
λεπτότατα, δηλαδή εννοώ τις αγγελικές δυνάµεις, όπως και
στα πνεύµατα των προφητών και  των αποστόλων, την ίδια
στιγµή    αλλά    όχι    στους    ίδιους    τόπους,   αφού    είναι
διασκορπισµένα εδώ κι εκεί. Με το να έχουν απονεµηθεί άλλα
σε άλλο µέρος φανερώνεται το απερίγραπτο (αυτού).30.   Αυτοί  που  λένε  και  διδάσκουν  αυτά  και  επιπλέον  το
ονοµάζουν «άλλον Παράκλητον», δηλαδή άλλον Θεό, αυτοί oι
οποίοι  γνωρίζουν  ότι  η   µόνη  ασυγχώρητη  αµαρτία  είναι  η
βλασφηµία σ'αυτό, αυτοί  που  τόσο  φοβερά στηλίτευσαν τον
Ανανία και τη Σαπφείρα, επειδή είπαν ψέµατα στο Πνεύµα το
άγιο, σαν να είπαν ψέµατα στον Θεό και όχι σε άνθρωπο, αυτοί
λοιπόν τι  σου  φαίνεται  από  τα δύο, ότι  κηρύττουν πως  το
άγιο  Πνεύµα  είναι  Θεός   ή  κάτι   αλλο;   Πόσο  στ'   αλήθεια
ανόητος είσαι και µακριά από το Πνεύµα, εάν απορείς γι' αυτό
και χρειάζεσαι κάποιον να σε διδάξει. Oι ονοµασίες λοιπόν του
Πνεύµατος  είναι  τόσες  πολλές  και  τόσο  ζωντανές.   Γιατί
λοιπόν πρέπει να σου παραθέσω τις µαρτυρίες γι' αυτές τις
λέξεις; Και όσα εδώ  λέγονται µε τρόπο ταπεινό, ότι δηλαδή
δίδεται, ότι  αποστέλλεται, ότι  µερίζεται, ότι  είναι  χάρισµα,
δώρηµα, εµφύσηµα, επαγγελία, µεσιτεία, είτε  κάτι  άλλο  σαν
αυτά, για να µην απαριθµώ το καθένα ξεχωριστά, πρέπει να το
αναγάγουµε  στην πρώτη  αιτία, για να καταδειχθεί  από  πού
προέρχεται και να µην γίνουν παραδεκτές από κάποιους, τρεις
αρχές διαχωρισµένες µεταξύ τους, σαν να υπάρχει πολυθεΐα.
Διότι είναι εξίσου ασέβεια να ταυτίσει κανένας τα πρόσωπα,
όπως  ο  Σαβέλλιος5   και  να  διαχωρίσει  τις  φύσεις  όπως  ο
Άρειος6.
______________________

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1 . Δηλαδή δεν είναι Θεός, αλλά κτίσµα, όπως ο άνθρωπος.
2. Βλ. Πλάτωνα, Φαίδων 97 c-d και  Αριστοτέλη, Περί  ζώων
γενέσεως  ΙΙ,   3.   Ο   «νους»   όµως  των  φιλοσόφων  αυτών  δεν
µπορεί     να     συνδεθεί     µε     το     άγιο     Πνεύµα     (βλ.     Σ.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Γρηγόριος ο Θεολόγος και aι προϋποθέσεις
πνευµατολογίας αυτού, Αθήναι 1980, σσ. 99-101 ).
3.   Ο  Μαρκίωνας  ήταν  ένας  γνωστικός  συγγραφέας  του  β'
αιώνος. Η  θεολογία του  διέφερε όµως  σε πολλά σηµεία από
αυτή των γνωστικών. Παραδεχόταν δύο θεούς, τον αγαθό και
τον κακό. Απέρριπτε  την Παλαιά Διαθήκη και  πολλά βιβλία
της     Καινής.     Μερικοί     κώδικες     περιέχουν    τη     γραφή
«Μαρκίωνος και Ουαλεντίνου», καθώς το σύστηµα των «νέων
αιώνων»   έχει  τη  σφραγίδα  του  δεύτερου.   Σχετικά  βλ.   Ρ.
GALLAY-Μ.     JOURJON,     Gregoire     de     Nazianze,     Discours
Theologiques  εν Sources  Chretiennes, τ. 250, Cerf, Paris  1978, σ.
288, υποσηµ. 2.
4. Υπάρχουν  κάποιες  αλήθειες, λέγει  ο  άγ. Γρηγόριος, µέσα
στην   Αγία   Γραφή,   οι   οποίες   δεν   αναφέρονται   ρητά.   Ο
φωτισµένος  από  το  άγιο  Πνεύµα  πιστός  νοµιµοποιείται  να
υπερκεράσει (ξεπεράσει) το γράµµα για να βρει τα κρυµµένα
νοήµατα,   τα   οποία   θα   χρησιµοποιήσει   στον   αγώνα   του
εναντίον των αιρετικών.
5. Ο αιρετικός Σαβέλλιος (γ' αι.) δίδασκε ότι τα πρόσωπα της
αγίας     Τριάδας     δεν     συνιστούν     τρεις     διακεκριµένες
υποστάσεις,   αλλά   µία   ουσία,   που   εµφανίσθηκε   µε   τρία
πρόσωπα, δηλ. ως Πατέρας την εποχή της Παλ.Διαθήκης, ως
Υιός στην Καινή Διαθήκη και ως άγιο Πνεύµα στην Εκκλησία.
6.   Ο  Άρειος   (δ'   αι.)   επέφερε   µεγάλη  κρίση  στην  Εκκλησία.
Δίδασκε ότι  ο  Υιός  είναι  κτίσµα. Καταδικάστηκε από  την Α'Οικουµενική Σύνοδο της Νίκαιας (325 µ.Χ.).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.